Αν υπάρχει ένα στοιχείο του δημόσιου βίου που να αποτελεί βασικό στοιχείο κοινωνικής ανάπτυξης και ευμάρειας μίας χώρας, αυτό είναι η εμπιστοσύνη. Επιτρέπει συμπράξεις και συνεργίες κάθε είδους, απομακρύνει δικαστικές διενέξεις, και επιτρέπει την υλοποίηση μεγάλων σχεδίων όπου φαντασία και οράματα επικοινωνούνται και αναπτύσσονται από κοινού χωρίς τον φόβο της υπονόμευσης, της κλοπής, ή της σπίλωσης.
Όπως όλοι μας γνωρίζουμε, η εμπιστοσύνη αυτή, για λόγους που δεν είναι της παρούσας στιγμής, είναι ο μεγάλος απών της ελληνικής κοινωνίας. Επίσης απούσα είναι από την λειτουργία της ελληνικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.
Μάλιστα, η όλη Μεταπολίτευση, μέχρι το 2010, συμβολικά χτίστηκε γύρω από την έλλειψη εμπιστοσύνης και στην βαθιά έχθρα ανάμεσα στο ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ, έστω κι αν κοινός στόχος των δύο κομμάτων ήταν ο εκσυγχρονισμός της χώρας κάτω από την αιγίδα και το πλαίσιο που έθετε η Ευρωπαϊκή Ένωση.
Ήταν θλιβερό να βλέπεις αριστερούς και δεξιούς πολιτικούς να κοκορομαχούν στα παράθυρα τηλεοπτικών παραθύρων/αρένων προσπαθώντας να πείσουν το ακροατήριό τους ότι οι διαφορές τους ήταν ζήτημα ζωής και θανάτου. Σε μία κουλτούρα δυσπιστίας, πώς αλλιώς θα εμπιστευόταν την ψήφο του ένας πολίτης σε έναν πολιτικό αν ο τελευταίος δεν εμφανιζόταν ως ορκισμένος εχθρός των «αντιπάλων»;
Και μετά ήλθε η κρίση, και το έλλειμα εμπιστοσύνης ανάμεσα στις αντιμαχόμενες παρατάξεις χειροτέρεψε τόσο, ώστε οι διαφορές μεταξύ Νέας Δημοκρατίας και ΠΑΣΟΚ ξάφνου να φαντάζουν ασήμαντες και τετριμμένες μπροστά στις κατηγορίες και τις φοβέρες και τις απειλές που εξαπέλυσε ο ΣΥΡΙΖΑ εναντίον «του καθεστώτος» της διακυβέρνησης Σαμαρά-Βενιζέλου.
Και μετά ήρθε η διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, και το έλλειμα εμπιστοσύνης κλιμακώθηκε και μετουσιώθηκε σε μία γενική και άνευ όρων επίθεση του Μεγάρου Μαξίμου εναντίον συγκεκριμένων προσώπων της συγκυβέρνησης ΝΔ-ΠΑΣΟΚ, του «παλαιού καθεστώτος», όπως αποκαλούσε τον παλιό δικομματισμό ο Αλέξης Τσίπρας, με σκοπό τον ευνουχισμό της αντιπολίτευσης∙ μίας επίθεσης που γύρισε μπούμερανγκ, με απρόβλεπτες συνέπειες για τους εμπλεκόμενους.
Και μετά ήρθε, ως κεραυνός εν αιθρία, η «συγγνώμη» του Άδωνι Γεωργιάδη μαζί με τον έπαινο προς τον Νίκο Καρανίκα για την εργασία του στο θέμα της φαρμακευτικής καννάβεως. Ο άνθρωπος, λοιπόν, που είχε αποτελέσει τον πιο σημαίνοντα στόχο της εχθροπάθειας του ΣΥΡΙΖΑ (ίσως αυτό ακριβώς το γεγονός να έπαιξε ρόλο), έκανε ένα «δώρο» (με την ανθρωπολογική έννοια του όρου) τόσο στον συγκεκριμένο άνθρωπο, όσο και στην παράταξη που τον κυνήγησε, δηλώνοντας ότι «είμαστε αντίπαλοι, όχι εχθροί».
Είναι δυνατό να αποτελέσει την απαρχή μιας νέας εποχής ευγενικής κοινοβουλευτικής συμπεριφοράς; Θα βρει η κίνηση του Γεωργιάδη μιμητές; Καθώς «η ευγένεια υποχρεώνει» και το δώρο επιβάλλει την ανταπόδοση, ίσως ναι. Οι πιθανότητες είναι λίγες, καθώς η νοοτροπία, το ταμπού, της κάθετης αντιπαράθεσης είναι ισχυρή:
Ήδη στο διαδίκτυο ο Γεωργιάδης λοιδορείται για την «κολοτούμπα» του στην καλύτερη περίπτωση, ή για την «φιλοσυριζαϊκή» στάση του στην χειρότερη.
Όμως αν, ενάντια στις πιθανότητες, η μεγαθυμία και η συνεργασία, κάπως, με κάποιο τρόπο, ριζώσει και εξαπλωθεί ως νοοτροπία μεταξύ των κομμάτων, τότε πράγματι θα έχουμε κάνει το πρώτο βήμα για να αφήσουμε πίσω μας ένα «παλαιό καθεστώς» όχι μόνον αντιδημοκρατικής συμπεριφοράς, αλλά και διχασμού της κοινωνικής σφαίρας. Θα αποτελεί μία νίκη της γνωσιακής πολυπλοκότητας έναντι του βαρβαρικού ασπρόμαυρου.
* Ο Μανούσος Μαραγκουδάκης είναι καθηγητής της Συγκριτικής Πολιτισμικής Κοινωνιολογίας στο πανεπιστήμιο του Αιγαίου και επισκέπτης καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Yale