Άλλη μία «Παγκόσμια Ημέρα» διεκδικεί την προσοχή μας, εκείνη του «Οινοτουρισμού». Δεν ξέρω ποιος είχε τη φαεινή ιδέα να στείλει τον κόσμο στα αμπέλια και στα οινοποιεία σε μία από τις χειρότερες περιόδους του έτους για τη δραστηριότητα αυτή (σε ό,τι αφορά το βόρειο, τουλάχιστον, ημισφαίριο), αλλά την Κυριακή 14 Νοεμβρίου πολλά είναι τα οινοποιεία της χώρας που θα είναι ανοιχτά, σε αναμονή οινόφιλων επισκεπτών.
Επειδή η λέξη μιλάει από μόνη της, ο «οινοτουρισμός» ως ιδέα δέχεται πολλές ερμηνείες και υπάρχει σε πολλές εκδοχές, από την απλή, απρογραμμάτιστη και ασυνόδευτη επίσκεψη σε ένα οινοποιείο, μέχρι το απόλυτο τουριστικό προϊόν που είναι η Κοιλάδα της Νάπα στην Καλιφόρνια, όπου το 2018 σχεδόν 4 εκατ. επισκέπτες ξόδεψαν 2,23 δισ. δολάρια.
Ο οινοτουρισμός ξυπνάει όνειρα και γεννά προσδοκίες. Οι άμεσα ενδιαφερόμενοι οινοποιοί φαντάζονται τις ταμειακές τους μηχανές να παίρνουν φωτιά με επιτόπου πωλήσεις χωρίς μεσάζοντες, τα τουριστικά γραφεία βλέπουν ένα δημοφιλές πακέτο επίσκεψης πέρα από τα μουσεία και τους αρχαιολογικούς χώρους, οι δε πέριξ των οινοποιείων δραστηριοποιούμενοι σε διάφορες υπηρεσίες, όπως της φιλοξενίας, αντιλαμβάνονται πως τα οικονομικά οφέλη μπορεί να είναι τεράστια.
Ήταν λοιπόν επόμενο ο οινοτουρισμός να μπει στο στόχαστρο της πολιτείας, η οποία όσο βοηθά άλλο τόσο της αρέσει να ρυθμίζει: είναι γνωστή η περίπτωση αγροτοτουριστικών καταλυμάτων που τυπικά δεν έχουν το δικαίωμα να τηγανίσουν ένα φρέσκο αυγό από τις κότες τους γιατί δεν έχουν ελεγχθεί για σαλμονέλα. Έτσι, ο οινοτουρισμός έχει γίνει και στην Ελλάδα μία από τις προτεραιότητες του υπουργείου Τουρισμού και μάλιστα αυτό το Σαββατοκύριακο οργανώνεται στο Αμύνταιο, από την αρμόδια υφυπουργό Σοφία Ζαχαράκη, το 2ο σχετικό συνέδριο του υπουργείου.
Η πρώτη ουσιαστική εμπλοκή του κράτους στα οινοτουριστικά θέματα ήταν να επιτρέψει στους οινοποιούς να προσφέρουν επί πληρωμή υπηρεσίες εστίασης και φιλοξενίας μέσα στους χώρους παραγωγής τους, κάτι που εκ πρώτης όψεως θα πρέπει να φάνταζε αδιανόητο σε κάποιους δημόσιους υπαλλήλους. Η δεύτερη σημαντική εμπλοκή ήταν η δημοσίευση των προδιαγραφών που πρέπει να πληροί ένα οινοποιείο για να λάβει το σήμα του «επισκέψιμου» και, προφανώς, για να συμμετέχει σε προγράμματα χρηματοδότησης. Υπάρχει, βεβαίως, και Εθνική Επιτροπή Οινοτουρισμού καθώς και μεταπτυχιακά προγράμματα.
Όλα αυτά βοηθούν και αναμφισβήτητα συμβάλλουν στη δημιουργία ενός δομημένου «προϊόντος» που μπορεί να μπει στο τουριστικό κύκλωμα και να πουληθεί. Βρισκόμαστε πλέον πολύ μακριά από τους πρώτους «Δρόμους του Κρασιού» που δημιουργήθηκαν το 1935 στη Γερμανία με επίκεντρο την πόλη Neustadt an der Weinstraße, της «Νέαπολης επί των Δρόμων του Κρασιού».
Όπως και πολλοί άλλοι Δρόμοι του Κρασιού που ακολούθησαν σε όλη την Ευρώπη, στόχο είχαν πρωτίστως την ανάδειξη όμορφων, βουκολικών τοπίων και αυθεντικών εμπειριών με στάσεις σε οινοποιεία που ήταν και οι κύριες κατοικίες των οινοποιών (έχει σημασία).
Τα οινοποιεία-υπερπαραγωγές με τις τεράστιες τζαμαρίες, τα εστιατόρια πολυτελείας και τα ακριβά «gift shops», που τείνουν να γίνουν ο κανόνας σήμερα, δεν ήταν μέσα στο πρόγραμμα για τον πολύ απλό λόγο ότι το κρασί, τότε, δεν ήταν αυτό που είναι σήμερα (από τρόφιμο έγινε είδος πολυτελείας και, ενίοτε, status symbol).
Πάντως, στο Παλατινάτο της Γερμανίας μπορεί κάποιος ακόμα και σήμερα να εξερευνήσει τον απέραντο αμπελώνα του Rheinpfalz με ποδήλατο μέσα σε ένα ιδιαιτέρου κάλλους τοπίο που δεν μοιάζει να έχει αλλάξει και πολύ από το 1935!
It is what it is, που λένε, και ασφαλώς δεν υπάρχει πισωγύρισμα σε ό,τι αφορά το ρόλο του κρασιού στη σημερινή κοινωνία, καλό είναι ωστόσο να κρατάμε κατά νου πως ο οίνος παραμένει ένα κατεξοχήν… διονυσιακό προϊόν και η ανάλογη εμπειρία παραμένει μία από τις βασικές προσδοκίες του καταναλωτή-επισκέπτη οινοποιείων και οινοδιαδρομών.
Πριν από αρκετά χρόνια έτυχε να γνωρίσω στη μεγάλη έκθεση τουρισμού του Λονδίνου, WTM, μία τουριστική πράκτορα από το Σαν Φρανσίσκο στο πλαίσιο ενός προγράμματος προβολής Δρόμων του Κρασιού τριών ευρωπαϊκών περιοχών. Μιλώντας για την Ελλάδα, μου τόνισε πως η προσδοκία του μέσου Αμερικανού τουρίστα που θα επισκεπτόταν ένα ελληνικό οινοποιείο, δεν θα ήταν να δει κάτι το φαντασμαγορικό -όπως π.χ. στην Καλιφόρνια- αλλά να ζήσει μία αυθεντική εμπειρία με τον οινοποιό.
Με άλλα λόγια, είναι ίσως πιο δυνατό βίωμα για ένα ξένο να καθίσει κάτω από μία απλή κληματαριά και να μοιραστεί ένα ποτήρι κρασί με κάποιον που θα τον αντιμετωπίσει ανθρώπινα, από το να του γίνει μία ξενάγηση σε ένα υπερσύγχρονο αλλά απρόσωπο οινοποιείο. Κι ας μην καλύπτει το οινοποιείο με την κληματαριά όλες τις προδιαγραφές του «επισκέψιμου».
H οικειότητα και η φιλοξενία του ξένου είναι από τα πιο γνωστά μας προτερήματα: σε πανευρωπαϊκή έρευνα που έγινε πριν από λίγα χρόνια προέκυψε πως το πιο ισχυρό «χαρτί» της Ελλάδας ως τουριστικός προορισμός είναι οι ίδιοι οι Έλληνες! Θα ήταν κρίμα να μην εκμεταλλευθούμε αυτά τα έμφυτα προσόντα μας σε ένα πλαίσιο όπως το οινοτουριστικό, όπου και αποτελούν τη βασική προσδοκία του επισκέπτη, ενώ θα ήταν παράλληλα λάθος οι δημόσιες υπηρεσίες της χώρας, με τη συνήθη εμμονή τους στην υπερρύθμιση, να οδηγήσουν τα οινοποιεία στην παροχή πολύγλωσσων και ευγενικών, όσο και απρόσωπων υπηρεσιών.
* Ο Ντίνος Στεργίδης είναι δημοσιογράφος κρασιού και γεύσης και ιδρυτής της εταιρείας Vinetum.