Οι ευκαιρίες εν μέσω κρίσης φέρνουν επενδύσεις

Οι ευκαιρίες εν μέσω κρίσης φέρνουν επενδύσεις

Της Αντιόπης Σχοινά

Η κρίση γεννά ευκαιρίες και αυτό είναι κάτι που οι καλά εκπαιδευμένοι επενδυτές το γνωρίζουν. Το αφιλόξενο μέχρι χθες επενδυτικό κλίμα στην χώρα μας φαίνεται ότι σταδιακά γυρίζει, καθώς η ταχεία προώθηση μεταρρυθμίσεων, η μείωση των τιμών στην αξία της γης αλλά και των εμπορικών ακινήτων, όπως επίσης και η μείωση των κεφαλαίων και της εργασίας, που είχε ως συνέπεια η οικονομική κρίση στη χώρα, δημιουργούν αξιόλογες επενδυτικές ευκαιρίες.

Μόνο το τελευταίο διάστημα απόβαση στην ελληνική αγορά έκαναν δύο πολύ ισχυρές φίρμες από το χώρο του εμπορίου, η δανέζικη Jysk και ο Ολλανδικός κολοσσός ένδυσης Hunkemoller με σημαντική στρατηγική ανάπτυξης και οι δύο. Παράλληλα στις αρχές του έτους αναμένεται να είναι πλέον γεγονός και το Burger King στην Ελλάδα από το χώρο της εστίασης.

Όσον αφορά στην Jysk σύμφωνα με σχετικές δηλώσεις του γενικού διευθυντή της εταιρείας, Jan Bogh, προγραμματίζονται επενδύσεις ύψους 20 εκατ. ευρώ, με στόχο τη δημιουργία δικτύου 40 καταστημάτων σε όλη την Ελλάδα, σε ορίζοντα πενταετίας. Η εταιρεία άνοιξε το πρώτο κατάστημα στην Αθήνα τον Σεπτέμβριο, έχει ήδη θέσει σε λειτουργία κατάστημα στη Λάρισα και τη Θεσσαλονίκη και την επόμενη εβδομάδα ανοίγει νέο κατάστημα στην Αττική στα Νότια προάστια στο Ελληνικό. Η επέκταση στην ελληνική αγορά αποτελεί μέρος του ευρύτερου σχεδίου ανάπτυξης σε πανευρωπαϊκό επίπεδο και σύμφωνα με τον Jan Bogh εάν δεν υπήρχαν τα capital controls και η πολιτική αστάθεια, η είσοδος της αλυσίδας θα γινόταν πολύ γρηγορότερα.

Η Hunkemoller μετά την Πάτρα που άνοιξε το πρώτο της κατάστημα σχεδιάζει επέκταση του δικτύου καταστημάτων με το άνοιγμα κι άλλων σημείων πώλησης στα εμπορικά κέντρα και στους μεγαλύτερους εμπορικούς δρόμους της Aθήνας και της Θεσσαλονίκης.

Η Hunkemoller, έχει παρουσία σε 17 χώρες, με EBITDA να αγγίζουν τα 52 εκατ. ευρώ και μέτοχος της είναι το private equitie fund PAI, ενώ διαθέτει δίκτυο 700 καταστημάτων. Tο νέο concept καταστημάτων της ολλανδικής εταιρίας στην Eλλάδα το εισήγαγε η εταιρία «Mάλλιαρης» που έχει και τα καταστήματα Claires με αξεσουάρ.

Την ίδια ώρα η Coca-Cola Τρία Έψιλον, ανακοίνωσε την υλοποίηση νέου επενδυτικού προγράμματος στην Ελλάδα ύψους 24 εκατομμυρίων ευρώ για την επέκταση της μονάδας του Σχηματαρίου, με την ολοκλήρωση της οποίας η Ελλάδα θα διαθέτει την 7η μεγαλύτερη μονάδα εντός των 28 χωρών του Ομίλου Coca-Cola Hellenic, με τη δυνατότητα περαιτέρω παραγωγικής υποστήριξης και άλλων χωρών του Ομίλου.

Παράλληλα από τον χώρο των τηλεπικοινωνιών, οι επενδύσεις του 2015 για τον ΟΤΕ θα φθάσουν στα 500 εκατ. ευρώ όπως γνωστοποίησε ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος του ομίλου ΟΤΕ, κ. Μιχάλης Τσαμάζ, στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού συνεδρίου Τεχνολογίας, Μέσων και Τηλεπικοινωνιών, που διοργάνωσε η Morgan Stanley στη Βαρκελώνη.

Ειδικότερα, αναφορικά με τις επενδύσεις του ομίλου ΟΤΕ, ο κ. Τσαμάζ ανέφερε ότι για το 2015 θα αγγίξουν τα 500 εκατ. ευρώ, χωρίς να υπολογίζεται το κόστος απόκτησης φάσματος και αφορούν κυρίως στην επέκταση δικτύων νέας γενιάς (VDSL, 4G, 4G+). Το επενδυτικό πλάνο του ΟΤΕ στην Ελλάδα, ύψους 1,3 δισ. ευρώ για την τρέχουσα τετραετία, συμπεριλαμβάνει τη δημιουργία ενός all-IP δικτύου, σε όλο το εύρος των υποδομών του και των υπηρεσιών του ομίλου και της περαιτέρω ενίσχυσης περιεχομένου του OTE TV.

Σημειώνεται ότι στο συνέδριο περισσότερες από 40 κορυφαίες επενδυτικές εταιρείες από όλο τον κόσμο, επέδειξαν αυξημένο επενδυτικό ενδιαφέρον για τον ΟΤΕ και για την Ελλάδα μεταξύ των οποίων οι Fidelity, Capital World Investors, Franklin Templeton, Wellington και AXA.

Ψήφο εμπιστοσύνης δίνει και η Vodafone καθώς ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της εγχώριας θυγατρικής του βρετανικού τηλεπικοινωνικού ομίλου, Γλαύκος Περσιάνης κατά τη διάρκεια της πρόσφατης συνάντησης που είχε με τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης, Γιάννη Δραγασάκη εξέφρασε την πρόθεση της Vodafone να συνεχίσει να επενδύει στην ελληνική αγορά τα επόμενα χρόνια. Σημειώνεται ότι η Vodafone Ελλάδος, στο διάστημα 2008-2013 η εταιρεία προχώρησε σε επενδύσεις ύψους 1,5 δισ. ευρώ, ενώ τα επόμενα χρόνια σκοπεύει να επενδύσει στην περαιτέρω αναβάθμιση των υπηρεσιών που παρέχει στην Ελλάδα.

Από το χώρο της Ακτοπλοΐας σημαντική θεωρείται και η πρόταση εξαγοράς της Hellenic Seaways που υπέβαλλε προς την Τράπεζα Πειραιώς, ο Όμιλος Grimaldi, σύμφωνα με δηλώσεις του Προέδρου και Διευθύνοντα Συμβούλου του ομίλου κ. Εμμανουέλε Γκριμάλντι.

Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά ο κ. Γκριμάλντι στην διάρκεια συνέντευξης Τύπου στην Βαρκελώνη, «έχουμε υποβάλει πρόταση εξαγοράς των μετοχών της HSW που ελέγχει σήμερα η Τράπεζα Πειραιώς. Ακολούθησε και μια σχετική συζήτηση, αλλά ακόμα δεν έχουμε μια απάντηση από την πλευρά της τράπεζας που συνεχίζει να διαχειρίζεται την εν λόγω εταιρία».

Εξάλλου, πρεμιέρα στις επενδύσεις έκανε προ ημερών και η DECA Investments, του Δημήτρη Δασκαλόπουλου, που επενδύει σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις με βασικό κριτήριο τoν εξωστρεφή χαρακτήρα αυτών, η οποία «έβαλε» 7 εκατ. ευρώ, στην Atlas Tapes. Η DECA Investments ΑΕΔΟΕΕ (DECA), είναι αποκλειστικός διαχειριστής του Diorama Investments Hellenic Growth Fund (“Diorama Fund”), και αναμένεται πολύ γρήγορα να ανακοινώσει και άλλες επενδύσεις καθώς η επενδυτική ομάδα που την απαρτίζει έχει «χαρτογραφήσει» όλες τις ελληνικές εταιρείες που έχουν εξωστρεφή προσανατολισμό και βρίσκονται σε προχωρημένο στάδιο με διαπραγματεύσεων με αρκετές από αυτές. 

Στο κλάδο της ιχθυοκαλλιέργειας υπάρχει μετά την αναδιάρθρωση ισχυρό ενδιαφέρον από ξένα Fund για επενδύσεις, απλά πρέπει να ολοκληρωθεί η διαδικασία ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών που είναι πλέον βασικοί μέτοχοι των ηγετών του κλάδου, για να προχωρήσουν οι όποιες κινήσεις.

Σημαντικό στοιχείο ανάκαμψης και ένδειξη της επιστροφής της επενδυτικής εμπιστοσύνης αποτελεί και η επιτυχής έκβαση στα βιβλία προσφορών των τεσσάρων συστημικών τραπεζών, Εθνικής, Πειραιώς, Alpha και Eurobank.

Ωστόσο, κάποιοι ακόμη παράγοντες δημιουργούν ένα ευοίωνο τοπίο για επενδύσεις, όπως η προβλεπόμενη αξιοποίηση δημόσιας περιουσίας καθώς και του φυσικού πλούτου οι οποίες αναμένεται να ενισχύσουν ακόμη περισσότερο το επενδυτικό πλαίσιο. Είναι σαφές ότι τα συγκριτικά πλεονεκτήματα γεωπολιτικά, κλιματολογικά, ιστορικά κ.α. που ευνοούν τις επενδύσεις σε πολλούς κλάδους, προφανώς δεν εθίγησαν από την οικονομική κρίση και κατά συνέπεια προσφέρονται για αξιοποίηση.

Θεσμικοί επενδυτές αλλά και ιδιώτες εμφανίζονται πλέον αποφασισμένοι να τοποθετηθούν επενδυτικά στη χώρα μας και προχωρούν σε deals σε τομείς όπως η ενέργεια, οι τράπεζες, ο τουρισμός, η ναυτιλία, το real estate, τα logistics, οι κατασκευές αλλά και σε εξωστρεφείς ομίλους.

Να σημειωθεί ότι παρά την οικονομική κρίση, οι επιδόσεις της χώρας στην προσέλκυση ξένων επενδύσεων ήταν αρκετά ικανοποιητικές κατά το 2014, με τις συνολικές (ακαθάριστες) εισροές κεφαλαίων να ανέρχονται σε 2,6 δισ. ευρώ, ενώ οι καθαρές εισροές έφθασαν τα 1,6 δισ. ευρώ.

Ισχυρό ενδιαφέρον παρουσιάζεται από αμερικανούς επενδυτές που «ποντάρουν» σε οικονομικό και γεωπολιτικό comeback της Ελλάδας, θεωρώντας ότι η θέση της χώρας στην περιοχή αναβαθμίζεται ταχύτατα, εξαιτίας της ευρύτερης και βαθιάς πολιτικής αναταραχής στη νοτιοανατολική Μεσόγειο και ιδιαίτερα στην Τουρκία, τη Συρία και την Αίγυπτο.

Σημαντικές ευκαιρίες διακρίνουν οι ξένοι επενδυτές και στην ανάδειξη των υποθαλάσσιων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων, που τη θεωρούν ως βιώσιμη εναλλακτική ενεργειακή πηγή της Ευρώπης.

Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι στο συνέδριο της Prodexpo, στελέχη του επιχειρηματικού κλάδου επεσήμαναν ότι «η Ελλάδα διατηρεί παρά την κρίση το συγκριτικό πλεονέκτημα της στρατηγικής της θέσης» και υπογράμμισαν πως για παράδειγμα, οι τουριστικές όπως και οι εξοχικές κατοικίες, βρίσκονται στην πρώτη γραμμή των επιλογών ξένων επενδυτών.

Στις χώρες με την ισχυρότερη επενδυτική παρουσία στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια συγκαταλέγονται η Γερμανία, η Γαλλία, η Βρετανία, το Λουξεμβούργο και η Ολλανδία, ενώ αξιόλογη παρουσία έχουν η Κύπρος, οι ΗΠΑ και η Ελβετία. Πλέον στο παιχνίδι έχουν μπει Ρωσία, Αραβικές χώρες αλλά και η Κίνα (που ήδη έχει σημαντική παρουσία στη χώρα μέσω της Cosco), που ενδιαφέρονται κυρίως για τους τομείς της ενέργειας, των τηλεπικοινωνιών, του τουρισμού, των μεταφορών και της εφοδιαστικής αλυσίδας.