Ασχέτως με τις επίσημες διαβεβαιώσεις περί εξάντλησης τετραετίας, η κυβέρνηση ανιχνεύει τον πρόσφορο ορίζοντα των εκλογών, επηρεασμένη από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, η οποία ενδεχομένως να καταστεί δυστοπική από την ακρίβεια, που ναι μεν είναι εισαγόμενη αλλά για τον καταναλωτή δεν έχει σημασία.
Ήδη με ακριτομυθίες το υπονοούν. Ο Γιώργος Γεραπετρίτης μιλώντας σε κανάλι (αφού εκεί γίνεται πλέον η πολιτική διαμάχη), εξέφρασε την κυβερνητική αμφιθυμία. Αφενός δήλωσε: «Ο Πρωθυπουργός έχει πει ότι οι εκλογές θα γίνουν στο τέλος της τετραετίας, το λέει και το εννοεί. Ξέρετε γιατί; Γιατί είναι ένας βαθύτατα θεσμικός Πρωθυπουργός».
Αφετέρου συμπλήρωσε: «Εκείνο που δεν αντέχει ο τόπος είναι να πάμε σε προεκλογική περίοδο ενός έτους. Και δεν το αντέχει γιατί οι όροι διεξαγωγής της πολιτικής αντιπαράθεσης είναι εξαιρετικά τοξικοί». Συμπλήρωσε πάντως «λύση είναι να κόψεις το σενάριο των εκλογών και αυτό κάνουμε».
Καλή η πρόθεση αλλά τα σενάρια των εκλογών δεν πηγάζουν πάντα από προθέσεις και υπόγειες δημοσιοποιήσεις. Συχνά τα επιβάλει «η ίδια η ζωή» που θα έλεγε ο Φλωράκης. Μια οικονομική δυσχέρεια που εισάγεται – αρχικά λόγω πανδημίας και στη συνέχεια πολέμου της Ρωσίας - δημιουργεί λαϊκή αγωνία, δυσαρέσκεια, και με τη σειρά τους νέα εσωτερικά δεδομένα.
Άλλωστε οι εκλογές το Φθινόπωρο δε λογίζονται καν ως πρόωρες, αφού θα είναι έξι μήνες πριν τη λήξη της τετραετίας. Και αν η λαϊκή ψήφος το επιβάλει θα πρέπει να επιλεγεί η λύση κυβερνήσεων συνεργασίας, κάτι που στη χώρα μας όμως αποτελεί γόρδιο δεσμό. Οφείλεται στην παρωχημένη πολιτική κουλτούρα, σύμφωνα με την οποία η συνεργασία ενός κόμματος με ιδεολογικά αντίπαλό του (έστω και λόγω συγκυριακής αναγκαιότητας), εκλαμβάνεται ως προδοσία.
Το έζησε το ΠΑΣΟΚ από το ‘12 ως το ’15, για τη συνεργασία του με τη ΝΔ. Συνέβαλε στην ενοχοποίηση της συνεργασίας αυτής ο ΣΥΡΙΖΑ με την καταγγελτική του υστεροβουλία (ο ΣΥΡΙΖΑ που συνεργάστηκε χωρίς αιδώ με τους ΑΝΕΛ). Η προπαγάνδα του πάντως αειφόρησε επειδή το κοινωνικό πεδίο ήταν εύφορο - πολιτικά παραδοσιακό και εχθρικό προς τις συνεργασίες.
Στην Ευρώπη, σε καμιά τριανταριά χώρες, κυριαρχούν οι κυβερνήσεις συνεργασίας. Εκεί το κλίμα είναι πρόσφορο, μια και τα πάθη δεν είναι κακοφορμισμένα όπως στη δική μας απόληξη των Βαλκανίων. Εδώ στα κοινωνικά δίκτυα ακόμη κάποιοι αριστεροί απειλούν με Πηγάδες του Μελιγαλά και κατηγορίες για Γερμανοτσολιάδες, και οι άλλοι φυσικά τους υπενθυμίζουν με χαιρεκακία τον Γράμμο και το Βίτσι.
Στο Βέλγιο, έστω και με… 22 μήνες καθυστέρηση, συγκροτήθηκε κυβέρνηση από εφτά κόμματα! Στην Ιταλία η κυβέρνηση Ντράγκι υποστηρίζεται από έναν γαλαξία κομμάτων, δεξιών, κεντροδεξιών, κεντρώων, κεντροαριστερών, φιλελευθέρων (αλλά κατά το ριζοσπαστικό θεαθήναι του Τσίπρα, είναι κυβέρνηση των τραπεζών). Στην Ισπανία το Σοσιαλιστικό Κόμμα συγκυβερνά με τους Podemos (και ανοίγει την όρεξη του Τσίπρα να το επικαλείται ως παράδειγμα αλλά μόνο στον Ανδρουλάκη).
Συνοπτικά και ενδεικτικά, για να μην πολυλογούμε, από συνασπισμούς πέντε κομμάτων κυβερνώνται η Αυστρία, η Ολλανδία, η Φινλανδία, και στη γειτονιά μας η Σερβία και το Κόσοβο, ενώ τετρακομματικές έχουν η Ισλανδία και η Βουλγαρία. Η Κροατία, η Σλοβενία και η Ρουμανία κυβερνώνται από τρικομματικές, και η κυβέρνηση των Σκοπίων από ένα ιδεολογικό και εθνικό αμάλγαμα κομμάτων (τα δύο αλβανικά).
Χαρακτηριστικό της συντριπτικής πλειοψηφίας των ανωτέρω συγκυβερνώντων, είναι ότι δεν έχουν απαραιτήτως ιδεολογική συγγένεια. Αποδέχονται την αναγκαιότητα που επιβάλει η λαϊκή ψήφος χωρίς την ενοχή ότι μετατρέπονται σε πολιτικούς εφιάλτες, όπως τοξικά προσπαθεί να εμβάλει στη δημόσια συζήτηση ο ΣΥΡΙΖΑ (όταν βέβαια πρόκειται για τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ. Ο ίδιος μια χαρά ήταν με τους ΑΝΕΛ. Τους ένωνε η… αντισυστημικότητα).
Έτερο χαρακτηριστικό τους είναι η σοβαρότητα. Στη Γερμανία π.χ. η οριστική συμφωνία Σοσιαλιστών, Ελεύθερων Δημοκρατών και Πρασίνων για κυβέρνηση υπό τον Σολτς, επήλθε γρήγορα (για τα δεδομένα τους), αλλά με υπογραφή δεσμευτικού συμβολαίου συνεργασίας, μετά από δύο μήνες λεπτομερών διαπραγματεύσεων. Εδώ το 2015 χρειάστηκε λιγότερο από μισή ώρα και μια αγκαλιά Αλέξη - Πάνου.
Δεν έχει άδικο ο Ανδρουλάκης να λέει ότι την πρώτη Κυριακή της απλής αναλογικής θα κριθούν οι προθέσεις όλων. Απορρέει και από ωφελιμισμό, από τον φόβο του ότι αν πάμε σε δεύτερες εκλογές λογικά θα συμπιεστεί.
Όποιος παρακολουθεί τις ομιλίες του διαπιστώνει μια ρεαλιστική επίγνωση των προβλημάτων (που δε σημαίνει οπωσδήποτε και επίγνωση λύσης τους). Στην περίπτωση που το εκλογικό αποτέλεσμα επιβάλει τη συγκυβέρνηση με τη ΝΔ, προσωπικά πιστεύουμε πως μια τέτοια συγκυβέρνηση θα ήταν επιτυχής. Το πρόβλημα όμως είναι πως θα αντέξει πολιτικά τη συνεχή καταγγελτική προβοκάτσια του ΣΥΡΙΖΑ.
Γι’ αυτό, παρότι θα συμπιεστεί, ίσως και για το ΠΑΣΟΚ οι δεύτερες εκλογές θα ήταν προσφορότερη λύση. Αφενός θα υπάρχει ομοιογενής κυβέρνηση να αναλάβει την ευθύνη των εξελίξεων με φρέσκια λαϊκή εντολή, και με ομοιογένεια για τα δύσκολα που έρχονται. Αφετέρου το ίδιο θα απαλλαγεί ευθυνών. Έτσι έστω και αποδυναμωμένο, θα μπορέσει να δείξει ποιο από τα αντιπολιτευτικά κόμματα είναι σοβαρό και με προτάσεις. Θα είναι επένδυση για το μέλλον.