Οι μεγάλες δυνάμεις εκφράζουν την ανησυχία τους για το μέλλον της συμφωνίας με το Ιράν

Οι μεγάλες δυνάμεις εκφράζουν την ανησυχία τους για το μέλλον της συμφωνίας με το Ιράν

Οι χώρες που έχουν υπογράψει τη συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν εξέφρασαν την ανησυχία τους χθες Παρασκευή μετά την απειλή του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ να την τερματίσει «ανά πάσα στιγμή».

Αν και εκφώνησε μια πύρινη ομιλία κατά της συμφωνίας αυτής, «τη χειρότερη» που έχουν διαπραγματευτεί ποτέ οι ΗΠΑ, ο Τραμπ διαβεβαίωσε ότι η χώρα του δεν αποσύρεται προς το παρόν.

Ωστόσο καταφέρθηκε εναντίον του ιρανικού καθεστώτος, το οποίο χαρακτήρισε «δικτατορικό», και διευκρίνισε ότι δεν θα «επιβεβαιώσει» τη συμμόρφωση της Τεχεράνης στις δεσμεύσεις της βάσει της συμφωνίας, παρά τις διαβεβαιώσεις της Διεθνούς Υπηρεσίας Ατομικής Ενέργειας (ΙΑΕΑ), ο επικεφαλής της οποίας Γιουκίγια Αμάνο αμέσως επανέλαβε ότι το Ιράν υπόκειται «στο αυστηρότερο καθεστώς εξακρίβωσης του πυρηνικού του προγράμματος παγκοσμίως».

Η ομιλία του Αμερικανού προέδρου προκάλεσε την έντονη αντίδραση της Τεχεράνης. Οι ΗΠΑ «είναι πιο μόνες από ποτέ εναντίον του ιρανικού λαού», σχολίασε ο Ιρανός πρόεδρος Χασάν Ροχανί.

«Οι δηλώσεις (του Τραμπ) είναι ένα κουβάρι προσβολών και αβάσιμων κατηγοριών», τόνισε ο Ροχανί.

«Η συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα δεν μπορεί να τροποποιηθεί, δεν μπορούμε να προσθέσουμε σε αυτή ούτε ένα άρθρο ούτε μια υποσημείωση», επανέλαβε ο Ιρανός πρόεδρος. «Για όσο καιρό εξυπηρετούνται τα συμφέροντά μας, θα παραμείνουμε στη συμφωνία και θα συνεργαζόμαστε με την ΙΑΕΑ, όμως αν μια ημέρα δεν εξυπηρετούνται τα συμφέροντά μας, δεν θα διστάσουμε ούτε δευτερόλεπτο και θα αντιδράσουμε».

Εξάλλου στην επίσημη ανακοίνωση που ανήρτησε στον ιστότοπό του το ιρανικό υπουργείο Εξωτερικών τονίζει ότι «οι Φρουροί της Επανάστασης είναι εθνικοί ήρωες και κάθε λάθος από την αμερικανική κυβέρνηση ή το Κογκρέσο θα προκαλέσει την οργή και το μίσος του ιρανικού λαού και μια απάντηση που θα τους κάνει να το μετανιώσουν. Ο Αμερικανός πρόεδρος θα είναι ο μόνος υπεύθυνος για αυτή την επικίνδυνη ενέργεια».

«Η Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν δεν θα είναι η πρώτη που θα αποχωρήσει από τη συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα όμως αν τα δικαιώματα και τα συμφέροντά της δεν γίνονται σεβαστά στο πλαίσιο της, θα αναστείλει όλες τις δεσμεύσεις της και θα ξεκινήσει και πάλι τις ειρηνικές πυρηνικές δραστηριότητες χωρίς κανέναν περιορισμό», τονίζεται στην ανακοίνωση του υπουργείου Εξωτερικών.

Διεθνείς αντιδράσεις

Η Μόσχα κατήγγειλε τη στρατηγική του Τραμπ στο θέμα αυτό. Η επικεφαλής της ευρωπαϊκής διπλωματίας Φεντερίκα Μογκερίνι προειδοποίησε από την πλευρά της κατά οποιασδήποτε απόπειρας να «διαλυθεί μια συμφωνία που λειτουργεί».

Σε μια διπλωματική, αλλά έντονη, ανακοίνωσή τους η Βρετανίδα πρωθυπουργός Τερέζα Μέι, η Γερμανίδα καγκελάριος Άγγελα Μέρκελ και ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν υπογράμμισαν ότι παραμένουν «δεσμευμένοι» στη συμφωνία, ζητώντας «την πλήρη εφαρμογή της από όλες τις πλευρές».

Ο Μακρόν μάλιστα είχε τηλεφωνική επικοινωνία με τον Ροχανί για να τον διαβεβαιώσει για «τη δέσμευση της Γαλλίας» στη συμφωνία του 2015 και να του δηλώσει ότι «εξετάζει το ενδεχόμενο» να επισκεφθεί την Τεχεράνη.

Στο μεταξύ ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Ρεξ Τίλερσον προσπάθησε να εμφανιστεί καθησυχαστικός. «Αναμένω οι σύμμαχοι και φίλοι μας στην Ευρώπη και την περιοχή θα στηρίξουν πλήρως τις προσπάθειές μας να αντιμετωπίσουμε τις ιρανικές απειλές», δήλωσε.

Σε ανάρτησή του στο Twitter το βράδυ ο Τραμπ σχολίασε ότι «οι συμμετέχοντες στη συμφωνία βγάζουν πολλά χρήματα από τις συναλλαγές τους με το Ιράν».

Ο Ισραηλινός πρωθυπουργός Μπενιαμίν Νετανιάχου ήταν μεταξύ αυτών που συνεχάρησαν τον Αμερικανό πρόεδρο για την απόφασή του. Ανάλογη στάση κράτησε και η Σαουδική Αραβία, η οποία χαιρέτισε «τη σταθερή στρατηγική» του.

Μετά την ομιλία του Τραμπ, το Κογκρέσο πρέπει να αποφασίσει αν θα επιβάλει εκ νέου κυρώσεις στο Ιράν. Προς το παρόν οι Ρεπουμπλικάνοι, που διαθέτουν την πλειοψηφία, δεν φαίνονται διατεθειμένοι να το πράξουν και άρα να θεωρηθούν υπεύθυνοι για την υπονόμευση της συμφωνίας.

Μια λύση που προτείνουν δύο Ρεπουμπλικάνοι γερουσιαστές σε στενή συνεργασία με τον Λευκό Οίκο είναι να ψηφιστεί ένα νομοσχέδιο που θα ανοίγει μια νέα πόρτα για την επιβολή κυρώσεων εναντίον του Ιράν.

Στόχος των Αμερικανών κοινοβουλευτικών είναι να καταστούν μόνιμοι οι περιορισμοί στην ανάπτυξη του πυρηνικού προγράμματος της Τεχεράνης.

«Προτείνουμε έναν δρόμο που θα διορθώσει τα κενά της συμφωνίας για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, διατηρώντας παράλληλα τις ΗΠΑ στη συμφωνία», εξήγησε ο Μπομπ Κόρκερ πρόεδρος της Επιτροπής Εξωτερικών Θεμάτων της Γερουσίας.

«Οτιδήποτε μοιάζει με νέους όρους» που προστίθενται στη συμφωνία θα θεωρηθεί «μονομερής παραβίασή της», προειδοποίησε από την πλευρά της η Γουέντι Σέρμαν, η επικεφαλής της αμερικανικής ομάδας που συμμετείχε στις διαπραγματεύσεις για τη συμφωνία αυτή.

«Τίθενται σε κίνδυνο τα συμφέροντα εθνικής ασφάλειας των ΗΠΑ και των πιο στενών τους συμμάχων», τόνισε ο πρώην υπουργός Εξωτερικών της χώρας Τζον Κέρι που συμμετείχε στις διαπραγματεύσεις.

Παρόλο που Τεχεράνη και Ουάσινγκτον διέκοψαν τις διπλωματικές τους σχέσεις το 1980, η κυβέρνηση του πρώην προέδρου των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα είχε σηματοδοτήσει μια αλλαγή σελίδας. Ο Ομπάμα είχε εκτιμήσει ότι η συμφωνία αυτή αποτελεί «ευκαιρία να προχωρήσουμε προς μια νέα κατεύθυνση».

Όμως μετά την εκλογή του Τραμπ στην προεδρία των ΗΠΑ, η τακτική της Ουάσινγκτον άλλαξε και σκλήρυνε τους τόνους απέναντι στο Ιράν.

ΠΗΓΗ: ΑΠΕ-ΜΠΕ