Της Κατερίνας Οικονομάκου
«Χρειάστηκε να περάσουν μόλις τέσσερις ημέρες στην Κασγκάρ, στην Κίνα, προτού η μυστική αστυνομία αποκτήσει πρόσβαση στα όνειρά μου. Μακάρι να μπορούσα να πω ότι γίνομαι υπερβολικός, αλλά όταν σε ακολουθούν όλες τις ώρες της ημέρας, σε κάθε βήμα σου, είναι πολύ δύσκολο να μην αρχίσεις να τους βλέπεις και στα όνειρά σου». Με αυτή τη φράση αρχίζει την αφήγησή του ο συντάκτης των «New York Times», Πολ Μόζουρ, επιστρέφοντας από μια δημοσιογραφική αποστολή στην Κίνα. Ο Μόζουρ είχε πάει στην πόλη για να ερευνήσει με ποιους τρόπους χρησιμοποιούν οι κινεζικές αρχές την τεχνολογία για να θέσουν υπό τον απόλυτο, ασφυκτικό έλεγχό τους τον πληθυσμό στην επαρχία της Σιντζιάγκ, στα δυτικά της χώρας.
Τα βλέμματα της διεθνούς κοινότητας στράφηκαν για πρώτη φορά στην απομακρυσμένη κινεζική επαρχία το περασμένο φθινόπωρο. Εκείνη την περίοδο είδαν το φως της δημοσιότητας πολλά ρεπορτάζ γύρω από τα δεκάδες τεράστια «στρατόπεδα εκπαίδευσης και αναμόρφωσης», στα οποία υπολογίζεται ότι κρατούνται περίπου ένα εκατομμύριο Ουιγούροι, Καζάκοι και μέλη άλλων τουρκόφωνων, μουσουλμανικών μειονοτήτων της χώρας. Με ποια αφορμή οδηγείται κάποιος στα στρατόπεδα; Επειδή επισκέφθηκε συγγενείς στο εξωτερικό, επειδή τον είδαν να προσεύχεται σε δημόσιο χώρο, επειδή έκοψε το κάπνισμα ή το αλκοόλ. Αλλά δεν είναι κι απαραίτητο να υπάρξει αφορμή.
«Αν μπεις, δεν ξαναβγαίνεις...»
«Στο Χοτάν λέμε ότι αν μπεις στο στρατόπεδο του Λουόπου, δεν πρόκειται να ξαναβγείς», εξηγούσε ένας άνδρας, που χρησιμοποιεί το ψευδώνυμο Αντίλ Αβούτ, σε δημοσιογράφο της βρετανικής «Guardian» τον περασμένο Δεκέμβριο. Το ρεπορτάζ της εφημερίδας συνέπιπτε με την κινητοποίηση των Ηνωμένων Εθνών που ζητούσαν από την κυβέρνηση της Κίνας να τους επιτρέψει την είσοδο στα στρατόπεδα. Το Πεκίνο είχε αρνηθεί κατηγορηματικά να το κάνει, δηλώνοντας ότι ο εγκλεισμός στα στρατόπεδα ωφελεί τους Ουιγούρους και αποτρέπει με ειρηνικό τρόπο τον κίνδυνο να σημειωθούν στην επαρχία βίαιες εξεγέρσεις, όπως είχε γίνει στο παρελθόν. Ο στόχος του, υποτίθεται, είναι να προλάβουν ή να θεραπεύσουν την ριζοσπαστικοποίηση των μουσουλμάνων της περιοχής. Σύμφωνα, πάντως, με τις μαρτυρίες που έχουν δημοσιευτεί στον διεθνή Τύπο, αυτό που αναγκάζονται να κάνουν οι έγκλειστοι στα στρατόπεδα είναι να μελετούν κινέζικα, να ορκίζονται πίστη στο Κομμουνιστικό Κόμμα και να τραγουδούν πατριωτικά τραγούδια. Κι αν δεν θυμούνται τα λόγια, οι φρουροί τους υποβάλλουν σε ξυλοδαρμό και τους στερούν την τροφή.
Η ζωή, όμως, δεν είναι καθόλου εύκολη και για όσους παραμένουν εκτός των στρατοπέδων. Η Αστυνομία δεν χρειάζεται ένταλμα για να μπει σε οποιοδήποτε σπίτι και να το ερευνήσει, σηκώνοντας χαλάκια προσευχής, κάδρα, ακόμη και βάζα με λουλούδια. Οι πόλεις και τα χωριά στην επαρχία Σιντζιάγκ είναι σαν φρούρια. Οι κάμερες παρακολούθησης είναι διάσπαρτες παντού. Κάθε λίγα χιλιόμετρα ξεφυτρώνει κι ένα σημείο ελέγχου. Για να το περάσουν, οι Ουιγούροι πρέπει να δείχνουν τα χαρτιά τους σε αστυνομικούς που ψάχνουν τα αυτοκίνητά τους, τους περνούν από σωματικό έλεγχο, ενώ μηχανήματα σκανάρουν το πρόσωπό τους. Οι αρχές συγκεντρώνουν σε ξεχωριστή βάση δεδομένων τα βιομετρικά στοιχεία τους. Και αν το επιθυμούν, μπορούν να απαιτήσουν να ελέγξουν το κινητό τους τηλέφωνο.
Τραγούδια για... «χειραφέτηση»
Πριν από λίγους μήνες, ένας ρεπόρτερ του «Guardian» περιέγραφε πώς ο αξιωματικός απαίτησε να δει και το δικό του τηλέφωνο, επειδή «κάποιος είπε ότι είδε μηνύματα σε αραβικά και τη γλώσσα των Ουιγούρων». Την ίδια στιγμή, οι Κινέζοι αξιωματούχοι απαντούσαν στο αυξημένο ενδιαφέρον των διεθνών μέσων ενημέρωσης, διακηρύσσοντας ότι όλοι οι διεθνείς παρατηρητές είναι ευπρόσδεκτοι στην περιοχή. Οι δημοσιογράφοι της βρετανικής εφημερίδας, πάντως, ανέφεραν στα ρεπορτάζ τους ότι υπέστησαν τετράωρη ανάκριση από τις αρχές της πόλης Χοτάν, όπου σύμφωνα με πληροφορίες εφαρμόζονται και τα αυστηρότερα μέτρα ελέγχου του πληθυσμού.
Οπως έμαθαν οι Βρετανοί δημοσιογράφοι φτάνοντας στο χωριό Λουόπου, οι αρχές μαζεύουν τους κατοίκους και τους αναγκάζουν να τραγουδούν πατριωτικά τραγούδια και διδάσκουν τις γυναίκες πώς να είναι «καλές γυναίκες της νέας εποχής», οι οποίες θα προάγουν την «ιδεολογική χειραφέτηση». Ο,τι κι αν αυτό μπορεί να σημαίνει. Ηταν δύσκολο να πάρουν πιο συγκεκριμένες πληροφορίες. Η γυναίκα που είδαν να καίει ένα σωρό από κλαδιά σε μια άκρη του δρόμου, άρχισε να απαριθμεί τους συγγενείς της που έχουν σταλεί σε στρατόπεδα. Ανάμεσά τους κι ο 16χρονος γιος της. Ενας άνδρας αρχίζει να περιγράφει πώς έκλεισαν σε στρατόπεδο τον γείτονά του. Κι έπειτα σταματάει απότομα την αφήγηση. «Φοβόμαστε που σας μιλάμε. Θα μας εκδικηθούν».
Το καθεστώς ασφυκτικού ελέγχου που έχει εγκαθιδρύσει στην επαρχία Σιντζιάγκ η κυβέρνηση της Κίνας, μεταφράζεται σε επένδυση πολλών εκατομμυρίων που τοποθετείται σε υποδομές, ανθρώπινο δυναμικό και αγορά υψηλής τεχνολογίας παρακολούθησης. Αυτήν ακριβώς την πτυχή ήθελε να ερευνήσει ο Πολ Μόζουρ των «ΝΥΤ», πηγαίνοντας στην Κασγκάρ, όπου έγινε μάρτυρας της δραματικής κατάστασης στην οποία βρίσκονται οι οικογένειες των Ουιγούρων. Με τα περισσότερα μέλη τους κλεισμένα στα στρατόπεδα, αδυνατούν να εργαστούν στα χωράφια για να βιοποριστούν, ενώ είναι εκτεταμένο των φαινόμενο των ανθρώπων που εξαναγκάζονται από τις αρχές να καταδώσουν τους συγγενείς τους για κάποιο επινοημένο παράπτωμα. Ο μαζικός εγκλεισμός στα στρατόπεδα, για απροσδιόριστο πάντα διάστημα, διαλύει τις οικογένειες και την ίδια την κοινότητα.
«Στην Κίνα δεν υπάρχουν "γιατί"»
Η εμπειρία του Μόζουρ έχει πολλά κοινά σημεία με όσα αφηγήθηκαν οι συνάδελφοί του από το Λονδίνο. Ο Μόζουρ δεν είχε πάει στην αποστολή του απροετοίμαστος. Ήξερε ότι όλοι οι ξένοι δημοσιογράφοι που ταξιδεύουν στην Κίνα για δουλειά, πρέπει να θεωρούν δεδομένο ότι παρακολουθούνται. Αλλά οι προσπάθειες των κινεζικών αρχών να τον εμποδίσουν να κάνει τη δουλειά του ήταν τόσο οργανωμένες και τόσο επίμονες, που ο ρεπόρτερ των ΝΥΤ αποφάσισε να αφιερώσει σ'' αυτές ένα ξεχωριστό άρθρο.
Από την ώρα που ξυπνούσε κι έβγαινε στον δρόμο, τον ακολουθούσαν επτά άντρες. Τι έκαναν; Πρώτα απ'' όλα σημείωναν τα ονόματα των ανθρώπων με τους οποίους ερχόταν σε επαφή. Αυτό και μόνο ήταν αρκετό για να απομακρύνει τις επαφές του. Αλλά ο Αμερικανός ρεπόρτερ πήρε και μια γερή δόση από αυτό που υφίστανται σε καθημερινή βάση οι Ουιγούροι. «Οι αστυνομικοί με σταματούσαν πολλές φορές την ημέρα στα σημεία ελέγχου, με την απαίτηση να ερευνήσουν το περιεχόμενο του κινητού μου και πολύ συχνά έσβηναν φωτογραφίες και βίντεο. Και κάποιες φορές, αξιωματικοί μου απαγόρευαν να φτάσω στον προορισμό μου». Στην πραγματικότητα, ήταν αδύνατο να κάνει κανονικά ρεπορτάζ, παραδέχεται.
Κωμικές στιγμές
Η εικόνα που σκιαγραφούν οι διηγήσεις του Μαζούρ έχει και στοιχεία κωμωδίας. «Στο ξενοδοχείο έμεναν στο απέναντι δωμάτιο. Ο καπνός από τα τσιγάρα τους περνούσε μέσα από τους αεραγωγούς», θυμάται και φαίνεται να διασκεδάζει με εκείνη τη φορά που τους ανάγκασε να τον ακολουθούν περπατώντας επί ώρες, χωρίς να σταματήσουν ούτε μία φορά για φαγητό. «Την άλλη μέρα εμφανίστηκαν με ποδήλατα», γράφει. Όταν ήρθε να τον βρει ο φωτογράφος της εφημερίδας, Κρις Μπάκλεϊ, οι δυο τους νοίκιασαν αυτοκίνητο και βγήκαν να εξερευνήσουν την περιοχή. Για να βρεθούν αντιμέτωποι με ένα σκηνοθετημένο αυτοκινητικό ατύχημα, όπου κανένα από τα εμπλεκόμενα οχήματα δεν είχε την παραμικρή γρατσουνιά.
Μια άλλη φορά, ένας αστυνομικός ζήτησε να ελέγξει την κάμερα του Μπάκλεϊ. Ο άντρας έσβησε τη φωτογραφία μιας καμήλας. Όταν ο Αμερικανός τον ρώτησε γιατί το έκανε, ο άλλος του αποκρίθηκε: «Στην Κίνα δεν υπάρχουν γιατί». «Ηταν καλή συμβουλή. Καθώς κατηφορίζαμε έναν άλλο δρόμο αναζητώντας ένα ακόμη στρατόπεδο “αναμόρφωσης”, ένα αυτοκίνητο μας προσπέρασε με ταχύτητα για να έρθει μπροστά και να μας αναγκάσει να φρενάρουμε. Από μέσα πετάχτηκαν δύο άνδρες κραδαίνοντας μία από αυτές τις λωρίδες με καρφιά που χρησιμοποιούνται για την ακινητοποίηση οχημάτων. “Ο δρόμος είναι κλειστός”, μας είπαν. Δεν ρωτήσαμε γιατί».
*Το άρθρο δημοσιεύτηκε στον Φιλελεύθερο στις 22 Απριλίου.