Οι παρακαταθήκες που αφήνει η πανδημία στο σύστημα υγείας

Οι παρακαταθήκες που αφήνει η πανδημία στο σύστημα υγείας

Το πανδημικό κύμα του στελέχους Όμικρον βρίσκεται σε αποκλιμάκωση αλλά οι σκληροί δείκτες της πανδημίας επιμένουν σε υψηλά επίπεδα - ειδικά ο δείκτης των θανάτων - καθώς ο αριθμός των διασωληνωμένων ασθενών μειώθηκε τις τελευταίες ημέρες κι έπεσε για πρώτη φορά μετά από καιρό κάτω απο το ψυχολογικό όριο των 600 ασθενών.

Με αυτή την αργή αλλά ξεκάθαρη αποκλιμάκωση, η πανδημία του κορονοϊού θα περάσει το προσεχές διάστημα στο επόμενο στάδιο και θα υποχωρήσει, ο κορονοϊός όμως θα μείνει ως ενδημική νόσος. Σχετική προειδοποίηση στέλνουν σε όλους τους τόνους οι επιστήμονες «ότι η πανδημία θα φύγει όχι ο ιός» και γι’ αυτό θα πρέπει το 1,1 εκατομμύρια συμπολίτες μας που είναι ελλιπώς εμβολιασμένοι (800.000 δεν έχουν κάνει την 3η δόση και άλλοι 300.000 δεν έχουν κάνει ούτε την πρώτη δόση) να προχωρήσουν άμεσα στον εμβολιασμό τους ώστε να μετατραπεί η covid19 σε μία ενδημική νόσο που δεν θα έχει καταλυτικό αποτύπωμα στο σύστημα υγείας.

Η πανδημία του κορονοϊού εδώ και δύο χρόνια άσκησε αφόρητη πίεση στα νοσοκομεία του ΕΣΥ, δοκιμάζοντας τις αντοχές τους και τώρα που βρίσκεται λίγο πριν την τελική της μετάβαση σε ενδημική νόσο άφησε σαν «προίκα»  διδάγματα για την ενδυνάμωση και τον εξορθολογισμό του συστήματος υγείας, καθώς και για τη διόρθωση στρεβλώσεων που επί χρόνια ταλάνιζαν ασθενείς και υγειονομικούς στην Ελλάδα. Τα διδάγματα αυτά αφορούν τους δημόσιους φορείς, τις δομές υγείας και την κοινωνία, δείχνοντας τον δρόμο σε μία νέα στρατηγική δημόσιας υγείας κι αναδεικνύοντας εκείνους τους πυλώνες που θα αποτελέσουν τους «άξονες» λειτουργίας της δημόσιας υγείας -και της κοινωνίας-από δω και εμπρός.

Οι άξονες

Ο πρώτος άξονας είναι η ενδυνάμωση του συστήματος υγείας με 1.300 μονάδες εντατικής θεραπείας για κάθε νόσημα, γεγονός που αναβάθμισε την Ελλάδα από διαχρονικό ουραγό της Ευρώπης στις ΜΕΘ, στο μέσο ευρωπαϊκό όρο. Οι ΜΕΘ - όπως και κάθε άλλη νοσοκομειακή δομή - δεν αρκούν χωρίς το ανθρώπινο δυναμικό που τις επανδρώνει. Η Covid19 έγινε «μοχλός» ταχύτερης ενίσχυσης του εθνικού συστήματος υγείας με την πρόσληψη και την μονιμοποίηση 12.000 γιατρών (αρκετοί εκ των οποίων εργάζονταν ήδη σαν επικουρικοί) όπως και την πρόσληψη 4.000 νοσηλευτών. Ταυτόχρονα ελήφθη ειδική μέριμνα για την κάλυψη των θέσεων γιατρών και νοσηλευτών ειδικά στις μονάδες εντατικής θεραπείας, όπου οι εργαζόμενοι υγειονομικοί χρειάζονται ειδική εκπαίδευση, η οποία διαρκεί από 4 μήνες έως και 2 χρόνια, αναλόγως των καθηκόντων τους.  

Βέβαια, ανοιχτή «πληγή» παραμένουν οι περίπου 6.000 υγειονομικοί οι οποίοι βρίσκονται σε αναστολή καθώς αρνήθηκαν να εμβολιαστούν. Την ίδια ώρα ωστόσο, η πανδημία ανέδειξε την ανάγκη να γίνει υποχρεωτικός ο εμβολιασμός έναντι των σοβαρών λοιμώξεων τουλάχιστον στους υγειονομικούς. Η υποχρεωτικότητα σε ό,τι αφορά τον εμβολιασμό έναντι της Covid19 είναι πιθανό να παραμείνει και μετά το τέλος της πανδημίας σαν μόνιμο μέτρο δημόσιας υγείας. Επίσης είναι πιθανό να επεκταθεί και σε ό,τι αφορά στην γρίπη, ώστε να διορθωθούν τα «κακώς κείμενα» του παρελθόντος, καθώς η Ελλάδα για πολλά χρόνια είχε πολύ χαμηλά ποσοστά εμβολιασμού έναντι της γρίπης (από 9 -13%) στους εργαζόμενους μέσα στα νοσοκομεία. Αντίστοιχα, είναι πολύ πιθανό να παραμείνει και να επεκταθεί ο υποχρεωτικός εμβολιασμός των εργαζομενων σε γηροκομεία και λοιπές Μονάδες Φροντίδας (ηλικιωμένων, χρονικώς πασχόντων, ψυχικά νοσούντων και αναπήρων).

Η υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού στους υγειονομικούς σε μία μεταγενέστερη φάση είναι πιθανό να οδηγήσει και στον υποχρεωτικό εμβολιασμό των εργαζομένων που δουλεύουν σε κρίσιμους τομείς του Δημοσίου και έχουν πολύ συχνή επαφή με τον πολίτη, με την πανδημία  να έχει ωθήσει αρκετές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να υιοθετήσουν αυτήν την στρατηγική - όπως για παράδειγμα η κυβέρνηση του Μάριο Ντράγκι στην Ιταλία. Επίσης υποχρεώθηκαν η κραταιά  Γερμανία, μαζί με την Μεγάλη  Βρετανία, να συζητήσουν για πρώτη φορά  ον υποχρεωτικό εμβολιασμό των εργαζομένων στα νοσοκομεία και τις δομές φροντίδας.

Ένας επιπλέον «άξονας» που θα αποτελέσει κεντρικό στοιχείο στήριξης του συστήματος υγείας μετά την πανδημία είναι η αναδιαμόρφωση της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας. Η πανδημία του κορονοϊού έδειξε με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο ότι η πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας οφείλει να λειτουργεί, καθώς όταν τα νοσοκομεία δέχονται ένα τεράστιο βάρος από μία ασύμμετρη υγειονομική απειλή, οι εξωνοσοκομειακές δομές και η φροντίδα κατ’ οίκον θα πρέπει να αναλάβουν το φορτίο που τα νοσοκομεία αδυνατούν (προσωρινά) να καλύψουν. 

Όπως έχουν εκθέσει σε μελέτες τους, ο καθηγητής πολιτικής υγείας Κυριάκος Σουλιώτης, Κοσμήτωρ στην Σχολή πολιτικών και κοινωνικών επιστημών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου και ο ομότιμος καθηγητής οικονομικών της υγείας Ιωάννης Κυριόπουλος, επί σειρά ετών Κοσμήτωρ της τότε Εθνικής Σχολής Δημόσιας Υγείας (ΕΣΔΥ) και νυν Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής (ΠΑΔΑ), η Ελλάδα για πάρα πολλά χρόνια είχε ένα ιατροκεντρικό και πανάκριβο σύστημα υγείας με αρκετά νοσοκομεία της περιφέρειας να εμφανίζουν πολύ χαμηλή αποδοτικότητα και τις δομές υγείας να μην έχουν καμία διασύνδεση μεταξύ τους. Σαν αποτέλεσμα οι ασθενείς περιφέρονταν από εξωτερικά ιατρεία σε διαγνωστικά κέντρα και απο γιατρό σε γιατρό, ενίοτε άσχετης ειδικότητας.

Στον αντίποδα αυτών των στρεβλώσεων που χαρακτήρισαν πολλές δεκαετίες, η Ελλάδα θα αποκτήσει χάρη στην υποχρεωτική αναμόρφωση που επέβαλε η πανδημία, ένα σύστημα υγείας ασθενοκεντρικό, με νοσοκομεία υψηλής αποδοτικότητας, διασυνδεδεμένα με κέντρα επειγόντων περιστατικών ΤΕΠ, τα οποία είναι πολύ πιο ευέλικτα και λιγότερο κοστοβόρα για τον εθνικό προϋπολογισμό. Έτσι θα γίνει εφικτή η εξοικονόμηση πόρων που θα επενδυθούν σε άλλους τομείς (όπως π.χ, η αντικατάσταση του παλαιού ιατροτεχνολογικού εξοπλισμού - που συνήθως έως τώρα πραγματοποιούνταν απο δωρεές - ή η δημιουργία προγραμμάτων νοσηλείας κατ’ οίκον).

Στον τομέα, της αντικατάστασης του ιατροτεχνολογικού εξοπλισμού, η Ελλάδα είχε την τύχη να λάβει μεγάλες ενισχύσεις σε δωρεές από Ιδρύματα, Οργανισμούς, μεγάλους ευεργέτες και τις εταιρίες του ιδιωτικού φορέα, οπότε μετά την πανδημία, θα ξημερώσει μια καινούργια μέρα στα νοσοκομεία, με νέους γραμμικούς επιταχυντές, περισσότερους αναπνευστήρες και περισσότερες συσκευές μη επεμβατικού αερισμού, ενώ θα υλοποιηθεί για πρώτη φορά στο ΕΣΥ ένα οργανωμένο πρόγραμμα αντιμετώπισης της «πανδημίας» μικροβιακής αντοχής, που στοιχίζει αμέτρητες ανθρώπινες ζωές, καθώς η πατρίδα μας παραμένει παραδοσιακά «πρωταθλήτρια» στα ανθεκτικά μικρόβια στην Ευρώπη.

Την επόμενη μέρα μετά την πανδημία, πρέπει να υπάρξει φροντίδα και νοσηλεία κατ’ οίκον και ένα πολύ μεγάλο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση είναι η επαναστατική -για τα δεδομένα της χώρας μας - διάθεση των πρώτων αντιικών χαπιών που έχουν φτάσει στην Ελλάδα για ασθενείς υψηλού κινδύνου για σοβαρή νόσηση. Η διάθεση τους θα γίνει με «ντελίβερι» στο σπίτι, με μηδενική ταλαιπωρία των  ασθενών, ανοίγοντας νέους δρόμους στην κατ’ οίκον νοσηλεία.

Οι νέες ψηφιακές υπηρεσίες υγείας που εξαλείφουν την γραφειοκρατεία και καταργούν την ταλαιπωρία των ασθενών δημιουργήθηκαν χάρη στο «σπριντ» που έκανε το υπουργείο ψηφιακής διακυβέρνησης, στην ψηφιοποίηση των υπηρεσιών υγείας. Το αποτέλεσμα ήταν ένα άλμα που έγινε όχι μόνο στη δημόσια υγεία αλλά και στις περισσότερες υπηρεσίες του κράτους με την δημιουργία των σχετικών πλατφορμών, όπου αιτήσεις διεκπεραιώνονται σε ελάχιστο χρόνο.

Από την ερχόμενη εβδομάδα, ξεκινά η διαδικασία για την διανομή των πρώτων  5.700 αντιικών θεραπειών σε χάπι της MSD στους δικαιούχους ασθενείς και όταν δοθεί η επίσημη έγκριση φαρμάκου από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Φαρμάκων, η χώρα μας παραλάβει και τις υπόλοιπες 25.000 θεραπείες της MSD (Merck Αμερικής) ενώ θα ακολουθήσουν και οι θεραπείες της Pfizer. 

Έτσι, τα νέα αντιικά χάπια για την αντιμετώπιση του κορονοιού, εκτός από «όπλο» στην θεραπευτική φαρέτρα, εξελίσσονται σε ένα νέο πιλοτικό μοντέλο διαχείρισης ασθενών υψηλού κινδύνου, με τον ασθενή να ενημερώνει το γιατρό του μετά το θετικό διαγνωστικό τεστ, τον γιατρό να συμπληρώνει την αίτηση στην ψηφιακή πλατφόρμα, η έγκριση να έρχεται «αστραπιαία» ψηφιακά (εντός 24 ωρών) και από κει και πέρα τον ΕΟΠΠΥ να αναλαμβάνει με την συγκατάθεση του ασθενούς να στείλει την θεραπείες στο σπίτι.

Μένοντας στον ευρύτερο χώρο της ψηφιακής  μεταρρύθμισης του κράτους, προχωράμε στον επόμενο «άξονα» που έχει ψηφιακό χαρακτήρα και αφορά την επιχείρηση «Ελευθερία». Ο μαζικός εμβολιασμός έναντι του κορονοϊού με ένα πρόγραμμα που στήθηκε πάνω σε μια ψηφιακή πλατφόρμα και η ευαισθητοποίηση του κόσμου σε ό,τι αφορά το ξεκάθαρο συμπέρασμα ότι «τα εμβόλια πρέπει να γίνονται και να επαναλαμβάνονται σε εκείνο τον αριθμό των δόσεων που συστήνει η επιστήμη», αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο ενός νέου μοντέλου διαχείρισης της δημόσιας υγείας, που έλειπε απο την Ελλάδα. Γι' αυτό άλλωστε στο πολύ πρόσφατο παρελθόν ζήσαμε ακόμα και επιδημικές εξάρσεις της ιλαράς και μετρήσαμε νεκρούς απο διφθερίτιδα!  

Οι εμβολιασμοί έχουν έρθει για να μείνουν και στην προ κορονοϊού εποχή βοήθησαν στην αποφυγή εκατομμυρίων θανάτων ετησίως, σώζοντας 750.000 παιδιά τον χρόνο, από ισόβιες αναπηρίες.

Στην μετά covid19 εποχή, οι εμβολιασμοί θα αποτελούν ζωτικό «κομμάτι» στο παζλ και πιθανώς θα ξαναγραφτούν οι κανόνες για τον υποχρεωτικό εμβολιασμό των παιδιών προκειμένου να πάνε σχολείο και των εργαζομενων στην εστίαση και τον τουρισμό. 

Ήδη μετά από δύο χρόνια μάχης με την πανδημία, η Ελλάδα μετρά τον θάνατο επτά παιδιών ηλικίας 0-17 ετών και το γεγονός αυτό αποτελεί από μόνο του ισχυρό μήνυμα για την σημασία του εμβολιασμού των παιδιών, των εφήβων και των γυναικών σε εγκυμοσύνη καθώς κάποια εμβόλια δεν μπορούν να γίνουν στην βρεφική ηλικία οπότε θα πρέπει να είναι εμβολιασμένη τουλάχιστον η μέλλουσα μητέρα.

Όλοι αυτοί οι πυλώνες θα δημιουργήσουν την νέα αντίληψη στην δημόσια υγεία αξιοποιώντας κι ένα άλλο μεγάλο μάθημα του κορονοϊού, ότι δεν μπορεί ένα νόσημα - όσο απειλητικό κι αν είναι - να μονοπωλεί το εθνικό σύστημα υγείας.

Στη χώρα μας δεν έχουμε αυτή την πολυτέλεια και για έναν ακόμα λόγο, επειδή δεν έχουμε ακόμα αναπτύξει την κατ’οίκον φροντίδα/νοσηλεία και επειδή έχουμε σοβαρό δημογραφικό πρόβλημα. Είμαστε ο δεύτερος πιο γηρασμένος λαός της Ευρώπης μετά τους Ιταλούς και είμαστε διαρκώς αντιμέτωποι με μεγάλη συχνότητα εμφάνισης των «νοσημάτων φθοράς» (καρδιολογικά, υπέρταση, καρκίνοι, ρευματολογικά, οστεοαρθρίτιδες κ.λπ.). Συνεπώς είναι αδύνατον να αφήνουμε αυτούς τους ασθενείς «ξεκρέμαστους» επειδή όσοι νοσούν από μια λοίμωξη έχουν καταλάβει όλα τα διαθέσιμα κρεβάτια. Για να μην ξανασυμβεί αυτό, πέρα από τον μαζικό εμβολιασμό, το νέο μοντέλο διαχείρισης των ασθενών υψηλού κινδύνου με καινούργια φάρμακα, την ενδυνάμωση του συστήματος υγείας, τη διασύνδεση του ΕΣΥ με εξωνοσοκομειακές δομές, τη φροντίδα κατ’οίκον και τη νοσηλεία κατ’οίκον θα χρειαστεί να γίνει η πρόληψη τρόπος ζωής.

Θα χρειαστεί, δηλαδή, να γίνουν εκστρατείες και νέα προγράμματα προασυμπτωματικού ελέγχου για τους πολίτες, για εκείνες τις ηλικιακές και πληθυσμιακές ομάδες που έχουν υψηλό κίνδυνο. Για την Ελλάδα αποτελεί επείγουσα ανάγκη να υλοποιηθεί άμεσα πρόγραμμα προασυμπτωματικού ελέγχου για τον καρκίνο του πνεύμονα.

Πρόκειται για το ογκολογικό νόσημα με την μεγαλύτερη θνητότητα μετά τα καρδιαγγειακά και όπως εξηγεί ο παθολόγος - ογκολόγος Ιωάννης Μπουκοβίνας πρώην πρόεδρος της Εταιρίας Ογκολόγων Παθολόγων Ελλάδας (ΕΟΠΕ), η Ελλάδα είναι «πρωταθλήτρια» πανευρωπαϊκά στους θανάτους από καρκίνο του πνεύμονα, με τον καθηγητή Πολιτικής Υγείας Κυριάκο Σουλιώτη από το Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου να υπογραμμίζει πως στην Ελλάδα καταγράφονται ετησίως 9.000 νέα περιστατικά καρκίνου του πνεύμονα και περίπου 7,800 θάνατοι, ενώ θα μπορούσαμε να μειώσουμε την θνητότητα κατά 30% εάν είχαμε πρόγραμμα προασυμπτωματικού ελέγχου.

Το πρόγραμμα αυτό δεν αφορά όλο τον κόσμο αλλά τους ανθρώπους ηλικίας 50 ετών και άνω που έχουν υπάρξει ή παραμένουν για 15-20 χρόνια  καπνιστές και απαιτεί την ετήσια διενέργεια της ενδεικνυόμενης εξέτασης η οποία είναι η αξονική τομογραφία θώρακος χαμηλής δόσης.

Ωστόσο πέρα από την ανάγκη να γίνει πρόγραμμα προασυμπτωματικού ελέγχου για τον καρκίνο των πνευμόνων, θα πρέπει να γίνουν καμπάνιες ευαισθητοποίησης ώστε οι πολίτες να θυμηθούν τις  προληπτικές εξετάσεις αφού υπάρχουν προγράμματα προασυμπτωματικού ελέγχου που... μαραζώνουν. Ενδεικτικά, για τον καρκίνο του τραχήλου της μήτρας, όπου πρέπει να αυξηθεί το ποσοστό του  HPV εμβολιασμού  και να αντικατασταθεί  το τεστ Παπ με το τεστ HPV DNA.

Επίσης, στο πρόγραμμα για τον καρκίνο του μαστού θα πρέπει να μπει στις εξετάσεις πρώτης γραμμής η ψηφιακή τομοσύνθεση αντί της ψηφιακής μαστογραφίας για ορισμένες γυναίκες που πληρούν τα κριτήρια. Οι πολίτες πρέπει να επιστρέψουν στην λογική των τακτικών προληπτικών τσεκ-απ, που εγκατέλειψαν κατά τα χρόνια της πανδημίας, ενώ θα πρέπει να εξοικειωθούν με την ιδέα πως και οι μάσκες ήρθαν για να μείνουν σε εσωτερικούς χώρους όπως τα νοσοκομεία, οι Μονάδες Φροντίδας και πιθανώς τα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς.

Θα χρειαστεί να ζήσουμε αρκετό καιρό μαζί με τις μάσκες, ελπίζοντας ότι τουλάχιστον σύντομα θα απαλλαχθούμε απο την υποχρέωση να τις φοράμε σε εξωτερικούς χώρους, ενώ θα μάθουμε να τηρούμε τους κανόνες υγιεινής σαν κάτι  αυτονόητο, όπως το να αναπνέουμε.