Θέμα 15ετίας έθεσαν για το ασφαλιστικό οι επικεφαλής των θεσμών, οι οποίοι κατά τη χθεσινή συνάντηση με τον υπουργό Εργασίας Γιώργο Κατρούγκαλο εμφανίστηκαν με «σκληρές διαθέσεις». Όπως αναφέρει η Καθημερινή, χωρίς να ζητήσουν ξεκάθαρα την κατάργηση της 15ετίας και την αύξηση των απαιτούμενων ετών ασφάλισης για τη λήψη σύνταξης σε 20 χρόνια (6.000 ημέρες ασφάλισης - ένσημα), οι επικεφαλής του κουαρτέτου των δανειστών υποστήριξαν ότι η λήψη σύνταξης με λίγα έτη λειτουργεί εκ προοιμίου αποτρεπτικά για τη συνέχιση της ασφάλισης.
Παράλληλα, εμφανίστηκαν επιφυλακτικοί στην πρόταση του Έλληνα υπουργού για αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών κατά δύο μονάδες, για τα επόμενα τρία χρόνια, προκειμένου να διαφυλαχτεί ως «εθνική κόκκινη γραμμή» η προστασία των κύριων συντάξεων, χωρίς να ανοίξουν τα χαρτιά τους.
Προς το παρόν, οι δανειστές αποφεύγουν να τοποθετηθούν στο θέμα των εισφορών και δεν ανοίγουν τα χαρτιά τους. Κατά τη χθεσινή συνάντηση, μάλιστα, ξεκαθάρισαν ότι όλα θα εξαρτηθούν από το συνολικό πακέτο της μεταρρύθμισης, το οποίο θα παρουσιαστεί από την ελληνική πλευρά την πρώτη εβδομάδα του νέου έτους.
Η κυβέρνηση θα κάνει, συνεπώς, ποδαρικό με ασφαλιστικό καθώς οι δύο πλευρές συμφώνησαν να παρουσιαστεί ολοκληρωμένη μεταρρύθμιση, με συγκεκριμένα ποσοστά αναπλήρωσης και αναλυτική περιγραφή της νέας δομής του συστήματος, την πρώτη εβδομάδα του Ιανουαρίου, προκειμένου το σχετικό νομοσχέδιο να κατατεθεί έως το τέλος του ίδιου μήνα.
Βέβαια, καθ' όλη τη διάρκεια της χθεσινής συνάντησης, που διήρκεσε μιάμιση ώρα, οι εκπρόσωποι των δανειστών έδειξαν ότι θα διεξαχθεί μια σκληρή διαπραγμάτευση, με το ενδιαφέρον να πέφτει τόσο στο δημοσιονομικό σκέλος της μεταρρύθμισης όσο και στη μελλοντική δομή του νέου συστήματος, που εν πολλοίς θα καθορίσει και τη μακροπρόθεσμη πορεία των συνταξιοδοτικών δαπανών. Σύμφωνα με πληροφορίες, στο πρώτο σκέλος, κυβέρνηση και θεσμοί έχουν ήδη καλύψει το 70% των δεσμεύσεων για δημοσιονομική προσαρμογή εντός του 2016, και αναμένεται να συζητηθούν και να συμφωνηθούν μέτρα της τάξεως των 500 εκατ. ευρώ. Στο δεύτερο σκέλος, κλειδί της διαπραγμάτευσης θεωρείται το ποσοστό αναπλήρωσης βάσει του οποίου θα υπολογίζονται οι νέες συντάξεις, για το οποίο η κυβέρνηση δεν άνοιξε τα χαρτιά της. Αν και οι θεσμοί φάνηκαν να ενδιαφέρονται ιδιαίτερα για τη νέα δομή του συστήματος, τους συντελεστές αναπλήρωσης και το αν τελικά με βάση την κυβερνητική πρόταση «βγαίνουν τα νούμερα», οι δύο πλευρές συμφώνησαν να ανοίξουν τα χαρτιά τους τον Ιανουάριο.
Από τις συνεχείς ερωτήσεις που σύμφωνα με πληροφορίες έθεσε το κουαρτέτο στον κ. Κατρούγκαλο, διεφάνη η πρόθεσή τους να ανοίξουν εκ νέου θέμα 15ετίας, δηλαδή της ελάχιστης απαιτούμενης περιόδου ασφάλισης για να λάβει κάποιος σύνταξη. Οι δανειστές υποστήριξαν ότι η πρόβλεψη για καταβολή της σύνταξης με 15 έτη ασφάλισης λειτουργεί αποτρεπτικά για την ασφάλιση. Στην πράξη, οι εκπρόσωποι των δανειστών επανέρχονται εκτός ατζέντας, σε ένα θέμα που είχαν συμφωνήσει με την προηγούμενη κυβέρνηση και αφορούσε την αύξηση των απαιτούμενων ετών ασφάλισης για τη λήψη σύνταξης, από 15 (4.500 ένσημα) σε 20 χρόνια (6.000 ένσημα). Δεν αποκλείεται, στη συζήτηση που γίνεται για την εθνική σύνταξη, οι εκπρόσωποι των θεσμών να επιδιώξουν τη διασύνδεση της καταβολής της με εισοδηματικά κριτήρια, στην περίπτωση που ο ασφαλισμένος έχει μόνο 15 έτη ασφάλισης. Αλλωστε, σχετική πρόβλεψη υπήρχε στο μνημόνιο, δεν θεσμοθετήθηκε όμως όταν ψηφίστηκαν οι διατάξεις που προβλέπουν την καταβολή της κατώτατης σύνταξης μόνο μετά τη συμπλήρωση των 67 ετών.
Αμέσως μετά τη συνάντηση, ο υπουργός Εργασίας Γιώργος Κατρούγκαλος αναφέρθηκε στη δέσμευση του πρωθυπουργού ότι θα προστατευθούν οι συντάξεις, μέσα από μια δίκαιη μεταρρύθμιση. Σε ερώτηση δημοσιογράφων για το εάν υπήρξε αντίδραση από τους επικεφαλής των θεσμών για την αύξηση των εισφορών ως αντιστάθμισμα των μειώσεων, απάντησε ότι το άκουσαν χωρίς να το απορρίψουν.
Ειδική αναφορά έγινε για το ΕΚΑΣ, με τον υπουργό Εργασίας να επαναλαμβάνει ότι ισχύει η δέσμευση της κυβέρνηση που αποτυπώνεται και στη συμφωνία του Ιουλίου για κατάργηση (από το 2016) του 20% των δικαιούχων με βάση νέα εισοδηματικά κριτήρια. Η σχετική δαπάνη θα είναι μειωμένη τον νέο χρόνο κατά 223 εκατ. ευρώ, ωστόσο το υπουργείο Εργασίας επεξεργάζεται μελέτη που θα περιλαμβάνει σειρά μέτρων, προκειμένου να αντισταθμιστούν οι απώλειες.