Του Γαβριήλ Χ. Σερέτη
Πολυτελή αυτοκίνητα, «λιμουζίνες» υψηλού κυβισμού και SUV, ύψους 1.600.000 ευρώ, για χρήση πολλές φορές από μεσαία στελέχη, ακόμα και περιφερειακών πρεσβειών και προξενείων, αγόραζε, από τον Σεπτέμβριο του 2017 και καθ'' όλη τη διάρκεια του τελευταίου τριμήνου του έτους, το ΥΠΕΞ, εξασφαλίζοντας κονδύλια από την ισόποση μείωση δαπανών για προμήθεια υλικού απολύτως απαραίτητου σε μια σύγχρονη διπλωματία, όπως είναι οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές.
Οι συγκεκριμένες αποφάσεις, που υλοποιήθηκαν «με εντολή υπουργού», ταυτίζονται χρονικά με το νέο τσουνάμι μέτρων που προκαλούσε το νέο μνημόνιο Τσίπρα - Καμμένου, αλλά και με την αμφισβήτηση, από τότε, της ρητορικής του πρωθυπουργού περί «αντιμέτρων» και «καθαρής εξόδου» στις αγορές, τόσο από τον Ευ. Τσακαλώτο όσο και κυρίως από τον αντιπρόεδρο της Κομισιόν, Β. Ντομπρόφσκις, ο οποίος αποκάλυπτε ότι η αύξηση των φόρων αντί της περικοπής των δαπανών ήταν απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης.
Έρχονται δε σε πλήρη αντίθεση με τις εξαγγελίες του ίδιου του κ. Τσίπρα, κατά τις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης, περί δραστικής μείωσης του στόλου των κυβερνητικών οχημάτων και για χρηστή διαχείριση του δημόσιου χρήματος, αλλά και των κοινοβουλευτικών παρεμβάσεων του ΣΥΡΙΖΑ, ως αντιπολίτευσης, για «ανάλογες περιπτώσεις», όπως αυτή με το πολυτελές αυτοκίνητο του τότε υπουργού Οικονομικών Ευ. Βενιζέλου. Αποδεικνύοντας την κυβερνητική διάσταση του «ηθικού πλεονεκτήματος της Αριστεράς».
Την ίδια περίοδο που οι οικονομικά αδύναμοι και η μεσαία τάξη υπερφορολογούνταν, τα εθνικά θέματα βρίσκονται στην πιο ευαίσθητη στιγμή μεταπολιτευτικά, η χώρα έμενε με το στόμα ανοιχτό από τους χειρισμούς της κυβέρνησης στο θέμα της πετρελαιοκηλίδας στον Αργοσαρωνικό και ο υπουργός Άμυνας έκανε τα... ψώνια του στο Λονδίνο, την ώρα που οι πιο μυημένοι καυτηρίαζαν τα «κυβερνητικά τερτίπια» στο «γήπεδο» των επενδύσεων, λόγω των εξελίξεων στις Σκουριές και το Ελληνικό, ινστρούκτορες της ελληνικής διπλωματίας εκτιμούσαν ότι η μαζική αγορά -καινούργιων μάλιστα- αυτής της κλάσης οχημάτων, κόστους δεκάδων χιλιάδων ευρώ έκαστο, ακόμα και για συμβούλους πρεσβειών και σε χώρες όπως η Ζιμπάμπουε, αποτελεί «πρώτη προτεραιότητα», σε ευθεία στοίχιση με τις ανάγκες της εκπροσώπησης της χώρα στο εξωτερικό, μιας και προδήλως θα εξασφάλιζαν το ασφαλέστερο και κυρίως το... ανετότερο της μεταφοράς του διπλωματικού μηνύματος. Στο πλαίσιο, πάντα, των δημοσιονομικών περιορισμών και των μνημονιακών δεσμεύσεων.
Οι εν λόγω αποφάσεις έρχονται να προστεθούν στην αγανάκτηση, όχι μόνο της Ομογένειας, αλλά ακόμα και των διπλωματικών υπαλλήλων. Που βλέποντας προξενεία και ελληνικά σχολεία στο εξωτερικό να κλείνουν, δεν διστάζουν να μιλούν για «πλήρη απαξίωση και διάλυση». Υπενθυμίζοντας ότι δεν έχει περάσει καιρός από το ευτράπελο σημείο που «υπηρεσίες δεν διέθεταν toner για τα φωτοτυπικά μηχανήματα και χαρτί υγείας ακόμη και για τους ξένους επισκέπτες». Κι όμως, «Ταλεϊράνδοι» των κεντρικών της Βασιλίσσης Σοφίας, στις 22 Σεπτεμβρίου του 2017, «σαν να μην πέρασε μια μέρα», φρόντιζαν να επιβεβαιώσουν τους κακεντρεχείς, όπως ο Ντ.Λ. Τζορτζ, που ισχυρίζονταν ότι «οι διπλωμάτες εφευρέθηκαν απλώς για να σπαταλούν χρόνο». «Και χρήμα», πρόσθεταν άλλοι.
Το ποσό του 1.600.000 ευρώ που απαιτήθηκε για την «Προμήθεια μεταφορικών μέσων ξηράς» (ΚΑΕ 1731) προέκυψε, μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας και τους ανυποψίαστους φορολογουμένους, από την αντίστοιχη μείωση του λογαριασμού για την «Προμήθεια ηλεκτρονικών υπολογιστών, προγραμμάτων και λοιπών υλικών» (ΚΑΕ 1723) κατά 700.000 ευρώ. Καθώς και αυτού που αφορούσε τις αμοιβές νομικών προσώπων κατά 900.000 ευρώ.
Λίγους μήνες αργότερα, στην κορύφωση της κρίσης στα ελληνοτουρκικά και της διαπραγμάτευσης στο Μακεδονικό, η ελληνική διπλωματία, στην ψηφιακή εποχή, «τυφλωνόταν» ηλεκτρονικά καθώς «έμεινε» από... ταχυδρομείο, επί μέρες. Γεγονός που η ηγεσία του υπουργείου, μέσω «κύκλων», απέδωσε απλώς σε «αστοχία ηλεκτρονικού υλικού» και σε «κακοήθη προσπάθεια παραπληροφόρησης» από τον Τύπο. Κάνοντας, ωστόσο, την αξιωματική αντιπολίτευση να μιλά για «αστείες δικαιολογίες και ψεματάκια», που προκαλούν το γέλιο ακόμα και... των τοίχων του κτιρίου της Βασιλίσσης Σοφίας.
Η πραγματικότητα, ωστόσο, άμεσα απέδειξε ότι η προμήθεια «μεταφορικών μέσων ξηράς», όπως ήταν η διπλωματική γλώσσα, αφορούσε την αγορά υπερ-πολυτελών αυτοκινήτων, τα οποία κοσμούν πλέον υπηρεσίες που πασχίζουν για την εξωτερική μας πολιτική. Το πρόβλημα, πέραν του οικονομικού κόστους, που παραπέμπει σε εποχές παχιών αγελάδων προ χρεοκοπίας, είναι ότι οι εντολές πληρωμών για τα «τετράτροχα παλάτια» εκδίδονται στο όνομα διπλωματών και στελεχών που δεν βρίσκονται και στις κορυφαίες θέσεις της ιεραρχίας, με πολλούς εξ αυτών να είναι σύμβουλοι σε πρεσβείες και προξενεία τα οποία, στις περισσότερες των περιπτώσεων, δεν αποτελούν την αιχμή του δόρατος της διπλωματικής μας φαρέτρας. Όπως η Σιγκαπούρη, το Λουξεμβούργο, η Λιουμπλιάνα, η Μπρατισλάβα, το Ερεβάν, η Χαράρε, η Γκουανγκζού, η Μόνιμη Αντιπροσωπεία στην UNESCO και άλλες. Κάνοντας τους γνωρίζοντες να μιλούν για «φωτογραφικές» αγορές και για «απίστευτες και άχρηστες σπατάλες που προκαλούν το δημόσιο αίσθημα». Όταν, μάλιστα, υπάρχει η δυνατότητα προμήθειας μέσω leasing, αλλά και η ευρύτερη νομοθεσία που διέπει την προμήθεια κρατικών οχημάτων.