Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία που μεταδίδονται από τα διεθνή μέσα ενημέρωσης, φαίνεται πως το ενδεχόμενο μεγάλων τρομοκρατικών πληγμάτων στη γαλλική επικράτεια με συγκεκριμένη μορφή και μεθοδολογία, δεν ήταν κάτι άγνωστο στις γαλλικές αρχές ασφαλείας. Παρά ταύτα, όπως αποδείχθηκε στην πράξη, ακόμα και η καλύτερη προετοιμασία δεν αποτελεί εχέγγυο ευτυχούς έκβασης, ενώ η φύση του προβλήματος δεν έχει συνειδητοποιηθεί απόλυτα, συνεπεία ιδεολογικών μηχανισμών, αλλά και των όσων υπαγορεύει ενίοτε και αυτό καθαυτό το Δυικό αξιακό πλαίσιο…
Όπως αναφέρει σε τηλεγράφημά του το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων (ΑΠΕ), οι γαλλικές υπηρεσίες ασφαλείας υποτίθεται ότι είχαν λάβει στα σοβαρά προειδοποιήσεις που υπήρχαν περί της στοχοποίησης της χώρας τους, πατρίδας του ευρωπαϊκού διαφωτισμού, από τον ισλαμικό εξτρεμισμό, καθώς δεν θα πρέπει να ξεχνά κανείς τον συμβολικό χαρακτήρα που λαμβάνει.
Η παρουσία συμπαγών μουσουλμανικών πληθυσμών από χώρες της βόρειας Αφρικής στις γαλλικές μεγαλουπόλεις, αρκετοί εκ των οποίων ουδέποτε έγιναν κοινωνοί της γαλλικής κουλτούρας και του ιδεολογικού της υποβάθρου, λειτουργεί στην πράξη ως «πέμπτη φάλαγγα» και ως διαρκή υπενθύμιση του ρόλου της χώρας της περίοδο της αποικιοκρατίας…
Κάπου εδώ εντοπίζεται ένα μεγάλο πρόβλημα, αυτό των ορίων της καταλληλότητας της καταναγκαστικής βίας στην αντιμετώπιση του φαινομένου. Τα κατασταλτικά μέτρα είναι ενίοτε αποτελεσματικά σε πρώτη φάση, μακροπρόθεσμα όμως συχνά έχουν το αποτέλεσμα να απομακρύνουν πολίτες μουσουλμανικής θρησκείας, οι οποίοι έχουν εξ ορισμού την προδιάθεση, αν και σε διαφορετικό βαθμό ο καθένας, να ακούσουν την επιχειρηματολογία του τρομοκράτη.
Αυτό το γνωρίζουν οι εξτρεμιστές και προσαρμόζουν τη ρητορική τους με στόχο να κερδίσουν το ενδιαφέρον και την προσοχή των μαζών που έχουν αυτή την προδιάθεση και νομοτελειακά, συν τω χρόνω, αυξάνεται η υποστήριξη των πολιτών της κατηγορίας αυτής επιτείνοντας το πρόβλημα, παρότι προφανώς υπάρχουν διαβαθμίσεις.
Παράλληλα, η αυστηροποίηση του νομικού πλαισίου και η υιοθέτηση μέτρων που περιορίζουν την ελευθερία, ίσως γίνονται αποδεκτά σε πρώτη φάση, όσο όμως απομακρυνόμαστε από το χρονικό σημείο μιας τραγωδίας και η ζωή επανέρχεται στους φυσιολογικούς της ρυθμούς, με τις μνήμες να ξεθωριάζουν, η αντίδραση αρχίζει να μεγαλώνει.
Τον Ιούνιο του 2011, η ηγεσία της γαλλικής Αστυνομίας διοργάνωσε μια μεγάλη άσκηση για την αντιμετώπιση πιθανών πολλαπλών βομβιστικών επιθέσεων στο Παρίσι: «Το σενάριο προέβλεπε δύο-τρεις ταυτόχρονες επιθέσεις και σύλληψη ομήρων. Η γαλλική αντιτρομοκρατική υπηρεσία (GIGN) είχε μάλιστα αντλήσει διδάγματα και είχε βάλει στο μικροσκόπιο την τραγωδία του σχολείου στο Μπεσλάν στη Βόρεια Οσετία, τον Σεπτέμβριο 2004 (331 νεκροί) και την τρομοκρατική επίθεση στο θέατρο της Μόσχας τον Οκτώβριο του 2002 (117 νεκροί)».
Ταυτόχρονα, η GIGN είχε εκπονήσει και σχέδιο με την κωδική ονομασία «Διαρκής Πόλεμος» το οποίο προέβλεπε «την αντιμετώπιση επιθέσεων σε πάνω από 200 δημόσιους χώρους, ανάμεσα στους οποίους το προεδρικό μέγαρο, το πρωθυπουργικό, η Εθνοσυνέλευση και μεγάλες αίθουσες του Παρισιού».
Η βασική παρατήρηση που μπορεί να γίνει, είναι ότι στις περιπτώσεις αυτές ο επιτιθέμενος έχει το απόλυτο πλεονέκτημα, αφού μπορεί να επιλέξει τον τόπο, τον τρόπο και τη μεθοδολογία της επίθεσης, επιχειρώντας τον απόλυτο αιφνιδιασμό των αρχών και επ' αυτού είναι πολύ λίγα αυτά που μπορούν να γίνουν.
Επίσης, δεν είναι διόλου βέβαιο ότι οι δράστες είχαν σχέσεις με τρομοκρατικές οργανώσεις, ώστε να δώσουν την ευκαιρία στις μυστικές υπηρεσίες να εντοπίσουν κάποιες κινήσεις και να εστιάσουν την προσοχή τους σε αυτούς, αν και η εμπειρία έχει δείξει ότι αντικειμενικοί παράγοντες όπως το μεγάλο κόστος, η απουσία προσωπικού και η ανάγκη να τεθούν προτεραιότητες στους στόχους που παρακολουθούνται, μπορεί να αποβεί μοιραία.
Όσο πιο ολιγομελής είναι η ομάδα, τόσο δυσκολότερος είναι ο εντοπισμός της δράσης της, για να φτάσουμε στην περίπτωση του εφιάλτη των ανά τον κόσμο μυστικών υπηρεσιών, των «μοναχικών λύκων» (lone wolves), οι οποίοι μπορούν υπό προϋποθέσεις να σπείρουν τον όλεθρο, χωρίς να έχουν δώσει το παραμικρό στίγμα της δράσης τους.
Το μεγάλο όπλο του συγκεκριμένου αντιπάλου είναι όχι απλά η αποφασιστικότητά του να πεθάνει, αλλά ακόμα και αυτή καθαυτή η επιθυμία να αποδημήσει εις… Αλλάχ, όπου θα απολαύσει όσα πιστεύει εξαιτίας της συστηματικής πλύσης εγκεφάλου την οποία έχει υποστεί, η οποία αφορά σε απολαύσεις τις οποίες του στέρησε η συντηρητική – οπισθοδρομική φύση της ίδιας του της θρησκείας, κυρίως δε όσων δίνουν έμφαση στην πλέον μονολιθική, άκαμπτη και εξτρεμιστική ανάγνωση του κορανίου.
Ποιος θα το πίστευε ότι ο Φρόιντ θα ήταν τόσο επίκαιρος στις μέρες μας… Το πρόβλημα είναι πλέον, ότι στις περιπτώσεις ομηρίας που βιώνουμε το τελευταίο διάστημα, ενώ στο παρελθόν εκμεταλλευόντουσαν την εστίαση πάνω τους του συνόλου των διεθνών μέσων ενημέρωσης για να περάσουν το μήνυμά τους, πλέον δείχνουν ότι θα σπεύδουν να προκαλούν όσα περισσότερα θύματα μπορούν, αφού αυτή είναι η προτεραιότητά τους και όχι η απόπειρα «ιδεολογικής-θρησκευτικής κατήχησης».
Κατά συνέπεια οι απανταχού ισλαμιστές καθοδηγητές, τάζοντας όλες αυτές τις απολαύσεις στη μετά θάνατον ζωή, υπό την προϋπόθεση να είναι κάποιος «καλός μουσουλμάνος» επί της γης, με έμφαση… τον ιερό πόλεμο (jihad) κατά των απίστων (kafir), δημιουργούν ανθρώπινες μηχανές μαζικής καταστροφής, οι οποίες σε καμία περίπτωση δεν συμμερίζονται την ανάλυση της Δύσης για την αξία της ανθρώπινης ζωής.
Τα αποτελέσματα δεν είναι απλώς ορατά, είναι αυταπόδεικτα. Με βάση αυτό το σκεπτικό, η ανάλυση ξεφεύγει από την απλή θεώρηση μιας απειλής έναντι της οποίας πρέπει να βρεθεί τρόπος προστασίας, καθώς αντίπαλος του επιτιθέμενου είναι ο ίδιος ο τρόπος ζωής της «διεφθαρμένης και άπιστης Δύσης», με τον «καλό μουσουλμάνο» να υποχρεούται να την πολεμήσει και να διαδώσει ακόμα και δια της επιβολής το κοράνι, τον ισλαμικό νόμο της «σαρία».
Δηλαδή, να διέπει κάθε έκφανση της κοινωνικής ζωής το ιερό βιβλίο των απανταχού μουσουλμάνων, το οποίο μάλιστα, όπως αποκαλύπτει η ερευνητική εργασία των ενασχολούμενων με το Ισλάμ, επιδέχεται πολλών ερμηνειών, ενώ εμπεριέχει και αντιφατικές αναφορές, πέραν ορισμένων σημείων όπου η αποδεκτή συμπεριφορά εμπίπτει στις ρητές απαγορεύσεις του δυτικού νομικού κώδικα και μάλιστα όχι αποκλειστικά για τα αδικήματα που συνδέονται με τη τζιχάντ, αφού το κοράνι ρυθμίζει ακόμα και τις προσωπικές σχέσεις…
Εν ολίγοις, καταληκτικά, το πρόβλημα είναι τεράστιο και αυτό που απειλείται δεν είναι απλά η ασφάλεια των δυτικών κοινωνιών, αλλά συνολικότερα ο τρόπος ζωής τους από τους οπαδούς μιας θρησκείας που διεκδικεί το «δικαίωμα» να επιχειρήσει δια της βίας την επιβολή του ισλαμικού νόμου, στρεφόμενη ευθέως κατά του αξιακού πλαισίου και της ελευθερίας τα Δύσης. Όσο συντομότερα το συνειδητοποιήσουμε τόσο πιο ορθολογική και αποτελεσματική θα είναι η συλλογική, πρωτίστως ευρωπαϊκή, απάντηση.
Του Ζαχαρία Μίχα