Η ερώτηση αυτή δεν έχει μια μοναδική απάντηση. Αν ρωτήσει κάποιος 10 άτομα είναι πολύ πιθανό να λάβει 10 διαφορετικές απαντήσεις. Και αυτό διότι είναι δύσκολο να καταλήξουμε ότι ένα θέμα μπορεί να υπερκεράσει όλα τα υπόλοιπα, ότι μια πρόκληση είναι πιο σημαντική από όλες τις υπόλοιπες.
Πρόκειται φυσικά και για διαφορετικής φύσεως προκλήσεις. Άλλες έχουν πρόσημο οικονομικό και άλλες κοινωνικό. Απαραίτητο είναι να υπάρχει μια ισορροπία ανάμεσα σε αυτές τις δύο μεγάλες κατηγορίες.
Τα αιτήματα για καλύτερες συνθήκες εργασίας, για ένα περιβάλλον φιλικό προς τις επενδύσεις που προσφέρει κίνητρα σε νέους επαγγελματίες, για την ψηφιοποίηση βασικών υποδομών της χώρας μας τόσο σε επίπεδο κεντρικού κράτους όσο και περιφέρειας, για την ενίσχυση του δημόσιου Συστήματος Υγείας πρέπει να συμπορεύονται με αιτήματα για ίση και δίκαιη αντιμετώπιση απέναντι σε μειονότητες, για τη δημιουργία ενός πλαισίου άμβλυνσης των ανισοτήτων ανάμεσα στα φύλα και την εφαρμογή πολιτικών φιλικών προς το φυσικό μας περιβάλλον.
Η αναφορά των προκλήσεων είναι επιγραμματική και σε αυτές μπορούν να προστεθούν άλλες τόσες. Υπάρχει ωστόσο ένα προαπαιτούμενο για όλα τα παραπάνω. Μια αίρεση που πρέπει να πληρούται έτσι ώστε να μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικά όλες αυτές τις προκλήσεις.
Η γενιά μου έχει αποκτήσει το αντανακλαστικό της άμεσης και άνευ όρων καχυποψίας όταν ακούει τις λέξεις -και όλα τα παράγωγά τους- πολιτική, κόμμα, κυβέρνηση, θεσμός. Μπορούμε να δικαιολογήσουμε κάπως μια τέτοια αντίδραση.
Τα τελευταία δέκα χρόνια μας έδωσαν αρκετά παραδείγματα και περιπτώσεις που γέννησαν πολλά αντανακλαστικά απέναντι σε αυτές τις λέξεις και όσα αντιπροσωπεύουν με την καχυποψία να είναι ίσως το πιο ήπιο από αυτά.
Και η καχυποψία αυτή είναι καλό να υπάρχει έτσι ώστε να οδηγεί σε υγιή αμφισβήτηση, σε επαγρύπνηση και ουσιαστική κριτική απέναντι σε ζητήματα που μας αφορούν αλλά όχι σε απέχθεια.
Η απέχθεια απέναντι στην πολιτική, στο κράτος, στην κυβέρνηση (όποια κυβέρνηση) και στους θεσμούς είναι κάτι το οποίο δεν μπορούμε να αντέξουμε και μας ζημιώνει όλους.
Η εμπιστοσύνη όμως απέναντι στους θεσμούς είναι η αφετηρία. Η τυφλή πίστη ότι κάποιοι αποκλειστικά λόγω καλών προθέσεων πρόκειται να ακολουθήσουν πολιτικές που θα εξυπηρετούν τους σκοπούς που αναφέραμε φυσικά και δεν είναι αρκετή.
Ο δικός μας ρόλος και η πίεση που μπορούμε να ασκήσουμε σχετικά με αυτά τα ζητήματα πρέπει να είναι στον πυρήνα των προβληματισμών μας. Πώς η φωνή μας θα ακούγεται ημέρα με την ημέρα περισσότερο και πιο δυνατά.
Είμαστε μια γενιά που έχει μεγαλώσει με τα social media στην καθημερινότητά της και τα αξιοποιεί για να μιλήσει και να προβληματισθεί για όλες αυτές τις προκλήσεις αλλά αυτό στερείται αποτελέσματος.
Ο κοινωνικός ακτιβισμός δεν μπορεί να περιορίζεται στον ψηφιακό κόσμο. Δεν είναι αρκετό να ψέξουμε κάποιον επειδή χρησιμοποίησε μια λάθος έκφραση ή επειδή έκανε κάτι το οποίο δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Όσο και αν κατακεραυνώσουμε αυτόν τον άνθρωπο σε απανωτά thread, η κατάσταση μένει ίδια.
Ας μην φτάσουμε στο σημείο να θεωρούμε κοινωνική ευαισθητοποίηση το πόσο επικριτικοί θα είμαστε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης με κάποιον που έσφαλλε. Το ζήτημα είναι τι κάνουμε πέρα από αυτό το σημείο.
Ένας συνδυασμός των δύο παραπάνω ίσως είναι μια καλή αρχή. Η απενοχοποίηση όρων όπως πολιτική, κόμμα, κράτος, θεσμός και η έντονη επαγρύπνηση από μεριάς μας.
Το πρώτο, διότι, είτε το θέλουμε, είτε όχι, είτε μας αρέσει, είτε όχι, αυτά είναι το όχημα για την εφαρμογή μέτρων που αλλάζουν και βελτιώνουν όλα όσα μας απασχολούν και το δεύτερο διότι χωρίς πίεση από την κοινωνία των πολιτών το όχημα αυτό μπορεί να πάρει μια κατεύθυνση πολύ διαφορετική από αυτή που προσδοκούμε.
*Ο Βασίλης Κουτσούμπας είναι Συνιδρυτής και Υπεύθυνος της ΜΚΟ «WeFor»