Το ένα μετά το άλλο έσπασε τα ρεκόρ ο φετινός καύσωνας που χτύπησε την Ελλάδα, σύμφωνα με μελέτη του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών. Μάλιστα, ο καύσωνας που έπληξε την Ελλάδα από τα τέλη Ιουλίου έως και την πρώτη εβδομάδα του Αυγούστου θεωρείται από τους σφοδρότερους και μεγαλύτερους σε διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών.
Πιο αναλυτικά, όπως αναφέρει η δρ Δήμητρα Φουντά, διευθύντρια Ερευνών του Ινστιτούτου Περιβάλλοντος και Βιώσιμης Ανάπτυξης (ΙΕΠΒΑ) του ΕΑΑ, σε δημοσίευσή της στο περιοδικό «Κόσμος» του Αστερ -από τουςοσκοπείου, ο καύσωνας υπήρξε «σίγουρα συγκρίσιμος με τους ιστορικούς καύσωνες του 1987 και 2007 που έχουν χαραχτεί στη μνήμη μας. Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και η σπανιότητα του συγκεκριμένου καύσωνα μπορούν να αναδειχθούν μέσα από το ιστορικό κλιματικό αρχείο του ΕΑΑ που χρονολογείται από το 19ο αιώνα και αποτελεί τη μοναδική ιστορική πηγή πληροφορίας για το κλίμα στην περιοχή μας, σε κλίμακα αιώνα».
Από τη σύγκριση με όλους τους καύσωνες από το 1890 έως σήμερα, με βάση στοιχεία από τον ιστορικό σταθμό του ΕΑΑ στο Θησείο, ο φετινός καύσωνας παρουσίασε:
- Τη μεγαλύτερη διάρκεια καύσωνα που έχει καταγραφεί ποτέ στον ιστορικό σταθμό του ΕΑΑ (10 ημέρες), με τους καύσωνες 8-16/8/1945, 19-27/7/2007 και 8-16/7/2012 να ακολουθούν, με εννέα μέρες διάρκεια ο καθένας.
- Τη μεγαλύτερη τιμή ελάχιστης (νυχτερινής) θερμοκρασίας που έχει καταγραφεί ποτέ στον ιστορικό σταθμό του ΕΑΑ, ίση με 31,6 0C (03/08/2021), με δεύτερη και τρίτη στη σειρά τη θερμοκρασία των 31,2 0C (6/7/2000) και 31,1 0C (25/8/1958) αντίστοιχα.
- Τη μεγαλύτερη τιμή μέσης ελάχιστης θερμοκρασίας καθ' όλη τη διάρκεια του επεισοδίου που έχει καταγραφεί σε καύσωνα, ίση με 29,4 0C.
- Τη μεγαλύτερη τιμή μέσης ημερήσιας θερμοκρασίας (θερμοκρασία 24ώρου) που έχει καταγραφεί ποτέ στον ιστορικό σταθμό του ΕΑΑ, ίση με 36,5 0C (03/08/2021), με δεύτερη τη θερμοκρασία των 36,4 0C στις 26/6/2007.
- Τη δεύτερη μεγαλύτερη τιμή μέγιστης ημερήσιας θερμοκρασίας που έχει καταγραφεί ποτέ στον ιστορικό σταθμό του ΕΑΑ, ίση με 43,9 0C (03/08/2021), με το απόλυτο ρεκόρ να παραμένει στη θερμοκρασία των 44,8 0C που καταγράφηκε κατά τον καύσωνα του Ιουνίου 2007 (26/6/2007) .
- Τη μεγαλύτερη τιμή αθροιστικής (σωρευτικής) ζέστης (πλεονάζοντες βαθμοί Κελσίου αθροιστικά για όλη τη διάρκεια του καύσωνα, σε σχέση με κάποια τιμή κατωφλίου), ίση με 40,3 0C ως προς τη μέση θερμοκρασία 24ώρου και ίση με 33,7 0C ως προς την ελάχιστη (νυχτερινή) θερμοκρασία.
Σε άλλες περιοχές της ηπειρωτικής Ελλάδας σημειώθηκαν πολύ μεγαλύτερες θερμοκρασίες (έως και 47 0C) καταρρίπτοντας επίσης ιστορικά ρεκόρ, σύμφωνα με το δίκτυο μετεωρολογικών σταθμών της υπηρεσίας meteo του ΕΑΑ και της Εθνικής Μετεωρολογικής Υπηρεσίας.
Συμπερασματικά, όπως επισημαίνει η κ. Φουντά, η μεγάλη διάρκεια, οι υψηλές θερμοκρασίες και κατά τη διάρκεια της νύχτας, καθώς επίσης η συνολική αθροιστική ζέστη (συνδυασμός έντασης και διάρκειας) ήσαν τα κύρια χαρακτηριστικά του φετινού καύσωνα. Ιδιαίτερο ακόμη ενδιαφέρον παρουσιάζει η διαφορά των νυχτερινών θερμοκρασιών του τελευταίου, σε σχέση με τον ιστορικό καύσωνα του 1987, όταν οι νυχτερινές θερμοκρασίες ήσαν κατά μέσο όρο 2 0C χαμηλότερες.
Επίσης, επισημαίνει ότι «αν και το φαινόμενο του καύσωνα είναι ευρέως αντιληπτό ως μια παρατεταμένη περίοδος υπερβολικής ζέστης, δεν υπάρχει στη διεθνή βιβλιογραφία κοινά αποδεκτός ορισμός σχετικά με το τι συνιστά "παρατεταμένη περίοδο" και κυρίως τι συνιστά "υπερβολική ζέστη". Η ελάχιστη διάρκεια των τριών ημερών φαίνεται να έχει επικρατήσει στη βιβλιογραφία και να έχει υιοθετηθεί από τις περισσότερες μετεωρολογικές υπηρεσίες. Το κατώφλι θερμοκρασίας πάνω από το οποίο ορίζεται ένα επεισόδιο καύσωνα, διαφέρει από περιοχή σε περιοχή. Μια συνήθης προσέγγιση είναι η χρήση ανώτατων εκατοστημορίων (90ου ή 95ου) της κατανομής της μέγιστης ημερήσιας θερμοκρασίας, που αντιπροσωπεύουν το τοπικό κλίμα μιας περιοχής, ενώ συχνά χρησιμοποιείται συνδυασμός κατωφλίων μέγιστης και ελάχιστης (νυχτερινής) θερμοκρασίας. Η θερμοκρασία των 37 C αντιστοιχεί στο 95ο εκατοστημόριο της κατανομής της μέγιστης ημερήσιας θερμοκρασίας το καλοκαίρι στο σταθμό του ΕΑΑ, για την περίοδο αναφοράς 1971-2000».