Saxo Bank: O δρόμος για το Μέγαρο των Ηλυσίων παραμένει μακρύς και δύσκολος

Saxo Bank: O δρόμος για το Μέγαρο των Ηλυσίων παραμένει μακρύς και δύσκολος

Ισχυρότερη διακρίνει τη στήριξη προς τη Marine Le Pen, ο Επικεφαλής Μακροοικονομικών Αναλύσεων της Saxo Bank, Christopher Dembik, ο οποίος σημειώνει ωστόσο ότι «ο δρόμος για το Μέγαρο των Ηλυσίων παραμένει μακρύς και δύσκολος».

Το άρθρο του κ. Dembik έχει ως εξής:

Οι επικείμενες γαλλικές προεδρικές εκλογές προκαλούν κύματα κρύου ιδρώτα στους επενδυτές σε ολόκληρο τον κόσμο. Μετά το πρόσφατο παράδειγμα των ΗΠΑ, όλοι φοβούνται μια έκπληξη της τελευταίας στιγμής που θα μπορούσε να θέσει έναν λαϊκιστή πολιτικό επικεφαλής της πέμπτης οικονομικής δύναμης παγκοσμίως. Για την ακρίβεια, η Marine Le Pen προηγείται σημαντικά στις δημοσκοπήσεις. Τις τελευταίες εβδομάδες εκμεταλλεύτηκε το σκάνδαλο «Penelopegate» και τον θυμό που κυριαρχεί στα πλέον υποβαθμισμένα προάστια της Γαλλίας προς όφελός της.

Στον πρώτο γύρο ενδέχεται να εξασφαλίσει περίπου το 27% των ψήφων, σημαντικά υψηλότερο ποσοστό από τους υπόλοιπους υποψήφιους. Στον δεύτερο γύρο, πρόσφατη δημοσκόπηση της δίνει άνω του 40% των ψήφων (43% έναντι του Francois Fillon και 42% έναντι του Emmanuel Macron), όταν λίγες εβδομάδες νωρίτερα το ίδιο ποσοστό κυμαινόταν πολύ χαμηλότερα (περίπου στο 35% των ψήφων). Η δημοσίευση μιας νέας δημοσκόπησης σε καθημερινή σχεδόν βάση αποτελεί μακρόχρονη γαλλική παράδοση. Επομένως αυτή η ανοδική τάση πρέπει να επιβεβαιωθεί από τις επόμενες δημοσκοπήσεις. Ωστόσο, είναι μάλλον ήδη φανερό ότι η προεδρική κούρσα αρχίζει να κρίνεται και ότι το Εθνικό Μέτωπο δεν βρέθηκε ποτέ πιο κοντά στην εξουσία – γεγονός που από μόνο του αρκεί για να προκαλέσει πανικό στους επενδυτές.

Το «φαινόμενο Le Pen» είναι γεγονός

Στις χρηματοπιστωτικές αγορές, το «φαινόμενο Le Pen» είναι ήδη εμφανές:

- Οι επενδυτές στοιχηματίζουν όλο και περισσότερο στο γαλλικό δημόσιο χρέος. Οι όγκοι συναλλαγών στο γαλλικό χρέος εκτινάχθηκαν τον περασμένο Ιανουάριο στα 236,1 δισ. ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί σε αύξηση 40% σε σύγκριση με τον μηνιαίο μέσο όρο του προηγούμενου έτους (πηγή: Trax).

- Το spread των γαλλικών ομολόγων παραμένει κοντά στις 80 μονάδες βάσης – το υψηλότερο επίπεδο από το 2012. Πριν από λίγους μήνες, βρισκόταν μόλις στις 20 μονάδες βάσης.

 

- Το γαλλικό CDS (συμβόλαιο ασφάλισης πιστωτικού κινδύνου) μόλις ξεπέρασε το όριο των 70 μονάδων βάσης, ενώ στα τέλη Ιανουαρίου κυμαινόταν περίπου στις 40 μονάδες βάσης.

- Ο δείκτης αβεβαιότητας οικονομικής πολιτικής της Γαλλίας βρίσκεται σε ιστορικά υψηλά επίπεδα, όταν ο δείκτης οικονομικής αβεβαιότητας για την Ευρώπη σημειώνει πτώση από το υψηλό του 2016.

- Ο δείκτης μετοχών CAC 40 παρουσιάζει υποαποδόσεις σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές μετοχές ήδη από τις αρχές του έτους. Παρά τη θετική περίοδο ανακοίνωσης εσόδων, ο γαλλικός δείκτης μειώθηκε κατά 0,3%, ενώ ο DAX και ο FTSE 100 κατέγραψαν άλμα 1,9% και 2% αντίστοιχα.

- Το διετές γερμανικό κρατικό ομόλογο Schatz, το οποίο αποτελεί παραδοσιακά ασφαλή τίτλο απέναντι στην αβεβαιότητα της ΕΕ, κινείται σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα κοντά στο -1%.

Η διάσπαση του φράγματος είναι μάλλον δύσκολη

Ως Γάλλος πολίτης εκτιμώ ότι ο φόβος των ξένων επενδυτών (κατέχουν περίπου το 60% του δημοσίου χρέους της χώρας) είναι αρκετά υπερτιμημένος και κατά πάσα πιθανότητα συνδέεται με την άγνοια για το γαλλικό πολιτικό και θεσμικό σύστημα.

- Οι δημοσκοπήσεις είναι αξιόπιστες. Η ψήφος υπέρ του Εθνικού Μετώπου εκτιμάται σωστά από τις δημοσκοπήσεις, κάτι που δεν ίσχυε στην περίπτωση του Τrump ή του κινήματος υπέρ του Brexit, αφού επρόκειτο για δύο νέα πολιτικά φαινόμενα που ήταν δύσκολο να μεταφραστούν σε ποσοτικούς όρους. Λίγα χρόνια πριν, οι υποστηρικτές του Εθνικού Μετώπου δίσταζαν να εκφράσουν δημόσια τον πολιτικό προσανατολισμό τους και σε όλες τις δημοσκοπήσεις η δύναμή τους υπολογιζόταν μικρότερη της πραγματικής (κάτι που εξηγεί γιατί οι δημοσκοπήσεις απέτυχαν να προβλέψουν τη δεύτερη θέση του Jean-Marie Le Pen στις προεδρικές εκλογές του 2002). Ωστόσο, αυτό δεν ισχύει πλέον. Συνεπώς, λογικά δεν αναμένεται κάποια σημαντική έκπληξη σε ό,τι αφορά το αποτέλεσμα του Εθνικού Μετώπου.

- Για να σημειωθεί νίκη του Εθνικού Μετώπου πρέπει να διαμορφωθούν εξαιρετικές ιστορικές συνθήκες, όπως μια άνευ προηγουμένου μείωση του ποσοστού συμμετοχής στις εκλογές. Καθ'' όλη τη διάρκεια της Πέμπτης Γαλλικής Δημοκρατίας (δηλαδή από το 1958), ο μέσος όρος συμμετοχής κυμαίνεται στο 80% για τον πρώτο γύρο και στο 81,5% για τον δεύτερο γύρο. Σε όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις που το Εθνικό Μέτωπο κατάφερε να περάσει στον δεύτερο γύρο, η συμμετοχή αυξήθηκε σημαντικά (+8 μονάδες βάσης στις προεδρικές εκλογές του 2002 και στις περιφερειακές εκλογές του 2015, όπου το κόμμα της άκρας δεξιάς πέρασε στον δεύτερο γύρο σε 13 από τις 18 περιφέρειες, αλλά δεν κέρδισε καμία). Πολλές μελέτες επιβεβαιώνουν ότι οι ψηφοφόροι υιοθετούν συστηματικά την κατάλληλη συμπεριφορά ώστε να αποφύγουν μια νίκη των υποψηφίων ή των συνδυασμών του Εθνικού Μετώπου.

- Η Marine Le pen δεν θα καταφέρει να συγκεντρώσει αρκετές ψήφους ώστε να ξεπεράσει το αποφασιστικό όριο του 50%. Με βάση την υπόθεση για 10 εκατομμύρια ψήφους στον πρώτο γύρο και ποσοστό συμμετοχής 81,5% στον δεύτερο γύρο, το Εθνικό Μέτωπο χρειάζεται άλλες 8 εκατομμύρια ψήφους για να κερδίσει. Η δυσκολία θα είναι ακόμα μεγαλύτερη αν το ποσοστό συμμετοχής αυξηθεί, κάτι που είναι σύνηθες όταν το Εθνικό Μέτωπο περνά στον δεύτερο γύρο. Υποθέτοντας μια συμμετοχή της τάξης του 87% (δηλαδή στα επίπεδα του 1974, του υψηλότερου ποσοστού για προεδρικές εκλογές στο πλαίσιο της Πέμπτης Δημοκρατίας) το συγκεκριμένο κόμμα χρειάζεται άλλες 9 εκατομμύρια ψήφους για να κερδίσει τον δεύτερο γύρο. Λαμβάνοντας υπόψη το υψηλότερο ποσοστό της Marine Le Pen στις δημοσκοπήσεις για τον δεύτερο γύρο (43% των ψήφων), σε όλα τα πιθανά σενάρια της λείπουν άλλες 2 ή 3 εκατομμύρια ψήφοι για να εκλεγεί πρόεδρος.

- Για να εκλεγεί πρόεδρος, είναι σημαντικό να κερδίσει τις ψήφους της ομάδας ψηφοφόρων 60 ετών και άνω. Οι ηλικιωμένοι ψηφοφόροι είναι αυτοί που ψηφίζουν λιγότερο υπέρ του Εθνικού Μετώπου εξαιτίας της θέσης του κόμματος για έξοδο από το ευρώ και του πιθανού αντίκτυπου που θα έχει κάτι τέτοιο στις αποταμιεύσεις τους. Παράλληλα κατέχουν το υψηλότερο ποσοστό συμμετοχής σε όλες τις εκλογές (87% στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών του 2012, έναντι 80% του συνολικού εκλογικού σώματος). Πρόσφατα, το Εθνικό Μέτωπο προσπάθησε να μαλακώσει την αντιευρωπαϊκή στάση του αλλά αυτό είναι μάλλον απίθανο να προσελκύσει τους ηλικιωμένους ψηφοφόρους, οι οποίοι συνήθως τείνουν να ψηφίζουν υπέρ του δεξιού υποψηφίου (σε αυτή την περίπτωση, υπέρ του Francois Fillon).

Όλα τα παραπάνω φαίνεται να υποδεικνύουν ότι η Marine Le Pen έχει πολύ λίγες πιθανότητες να αναλάβει την προεδρία το 2017.

Και αν παρ'' όλα αυτά η Marine Le Pen πραγματοποιήσει το απραγματοποίητο;

Σε θεσμικό και πολιτικό επίπεδο: Η Marine Le Pen θα βρισκόταν σύντομα στην άβολη θέση του προέδρου της Τέταρτης Δημοκρατίας, δηλαδή να είναι πρόεδρος χωρίς καμία πραγματική εξουσία. Πράγματι, είναι σχεδόν βέβαιο ότι το Εθνικό Μέτωπο δεν θα καταφέρει να εξασφαλίσει την πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο στις βουλευτικές εκλογές της 11ης και της 18ης Ιουνίου. Επομένως, η χώρα θα βρεθεί σε κατάσταση συγκυβέρνησης. Αυτό θα συμβεί για τέταρτη φορά από το 1958 και για πρώτη φορά από το δημοψήφισμα του Σεπτεμβρίου του 2000 σχετικά με την πενταετή προεδρική θητεία, το οποίο διεξήχθη ειδικά για να αποφευχθούν όσο το δυνατόν περισσότερο οι συγκυβερνήσεις, ευθυγραμμίζοντας τη διάρκεια της προεδρικής θητείας με τη διάρκεια της θητείας των βουλευτών. Η συγκυβέρνηση θα εμποδίσει τη Marine Le Pen να προγραμματίσει δημοψήφισμα για τη συμμετοχή στην ΕΕ, όπως σχεδίαζε να κάνει μετά τη διαπραγμάτευση μιας «καλύτερης συμφωνίας» με τις Βρυξέλλες. Παρά το γεγονός ότι η προσφυγή σε δημοψήφισμα αποτελεί προνόμιο του προέδρου (άρθρο 11 του Συντάγματος), μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο μετά από πρόταση της κυβέρνησης ή μετά από κοινή πρόταση της Εθνοσυνέλευσης και της Γερουσίας. Ακόμα και αν εκλεγεί, λοιπόν, η Marine Le Pen δεν θα είναι σε θέση να εφαρμόσει σχεδόν κανένα από τα οικονομικά και ευρωπαϊκά μέτρα της.

Για τον CAC 40: Είναι αρκετά εύκολο να περιμένει κανείς ότι η γαλλική αγορά μετοχών θα σημειώσει βουτιά μετά από μια νίκη της Marine Le Pen. Ιστορικά, οι γαλλικές προεδρικές εκλογές έχουν ελάχιστο αντίκτυπο στις χρηματαγορές. Οι μόνες εκλογές στο πλαίσιο της Πέμπτης Δημοκρατίας που είχαν αξιοσημείωτο αντίκτυπο ήταν αυτές του 1981 και οδήγησαν στη νίκη του σοσιαλιστή υποψηφίου Francois Mitterand. Στη διάρκεια των 30 ημερών μετά τον πρώτο γύρο, ο CAC 40 υποχώρησε σχεδόν κατά 20%, καθώς οι επενδυτές φοβόντουσαν ότι «τα Σοβιετικά τανκ θα έκαναν παρέλαση στη Σανζ Ελιζέ». Μια ανάλογη ανατροπή είναι πιθανή σε περίπτωση νίκης του Εθνικού μετώπου, τουλάχιστον μέχρι οι ξένοι επενδυτές να συνειδητοποιήσουν ότι η νέα πρόεδρος είναι ανίσχυρη.

Για τα κόστη δανεισμού και τη δημοσιονομική βιωσιμότητα της Γαλλίας: Ο βασικός φόβος των ξένων επενδυτών είναι μια μεγάλη αύξηση στα επιτόκια λόγω πολιτικού κινδύνου. Το 2007, οι τόκοι πληρωμής της Γαλλίας (που αποτελούν τον δεύτερο σημαντικότερο παράγοντα εξόδων του κράτους) αντιπροσώπευαν το 2,5% του ΑΕΠ και το 2016 μόλις το 1,7%, λόγω της μείωσης των επιτοκίων – και παρά τη σημαντική αύξηση του δημόσιου χρέους. Οι τόκοι πληρωμής της Γαλλίας ως ποσοστό του ΑΕΠ είναι χαμηλότεροι από ό,τι στα περισσότερα άλλα ευρωπαϊκά κράτη (Ηνωμένο Βασίλειο, Ιταλία, Ισπανία), με εξαίρεση τη Γερμανία. Λόγω της μακρόχρονης διάρκειας του γαλλικού χρέους (7 χρόνια) μια μεταβολή των επιτοκίων κατά 1% έχει ετήσιο αντίκτυπο ύψους μόλις 0,14% στις καταβολές τόκων. Ακόμα και στην περίπτωση άλματος των επιτοκίων, οι τόκοι πληρωμής αναμένεται να παραμείνουν πτωτικοί το 2017 και το 2018 (φθάνοντας περίπου στο 1,5% του ΑΕΠ) λόγω της αποπληρωμής χρεών που έχουν ήδη εκδοθεί από την εποχή της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2007. Σύμφωνα με την υπόθεση ότι η απόδοση του 10ετούς γαλλικού κρατικού ομολόγου είναι 4%, ο ετήσιος πληθωρισμός 2% και η ετήσια ανάπτυξη του ΑΕΠ 1%, και εφόσον οι υπόλοιποι παράγοντες παραμείνουν σταθεροί, οι καταβολές των τόκων θα φθάσουν στα επίπεδα του 2012 μόλις στις αρχές της δεκαετίας του 2020. Επομένως, η επίδραση μιας ανόδου των επιτοκίων λόγω του «φαινομένου Λε Πεν» (που δεν είναι πιθανό να διαρκέσει) ή λόγω εξωτερικών παραγόντων όπως μια συνολική αύξηση του πληθωρισμού, δεν αναμένεται να έχει σημαντικό αντίκτυπο στα δημόσια οικονομικά για το μεγαλύτερο διάστημα της επόμενης προεδρικής θητείας.