Την άποψη ότι πλέον είναι ορατός ο κίνδυνος, το 2016, παρά την αυξητική τάση των τουριστικών αφίξεων, εντούτοις τα έσοδα που συνδέονται με το ευρύτερο τουριστικό προϊόν να κλείσουν σε επίπεδα σημαντικά χαμηλότερεα των προσδοκώμενων εκφράζει ο Σύνδεσμος Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΣΕΤΕ).
Σε ανακοίνωσή του, ο Σύνδεσμος επισημαίνει ότι παρ'' ότι θα υπάρξει αύξηση των αφίξεων όχι μακράν του αρχικού στόχου των 25 εκατ. (συν 2,5 εκατ. από την κρουαζιέρα), τα έσοδα αναμένονται μειωμένα, ύστερα από την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων επταμήνου της Τράπεζας της Ελλάδος, τα οποία καταγράφουν πτώση -5% ή υστέρηση 346 εκατ. ευρώ σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα πέρυσι.
Ως ιδιαίτερα αρνητικό σημείο, σύμφωνα με το ΣΕΤΕ, είναι η πτώση -3%, ήτοι περίπου 104 εκατ. ευρώ, τον Ιούλιο, εξέλιξη που κατά πάσα πιθανότητα θα επηρεάσει τα ετήσια αποτελέσματα.
Καθ' όλη τη διάρκεια του έτους, ο ΣΕΤΕ αναδεικνύει διαρκώς τους παράγοντες που επηρεάζουν την πορεία του ελληνικού τουρισμού, καθώς και την ανταγωνιστικότητά του.
Ειδικότερα, οι αυξήσεις άνω του 10% στο καλάθι του τουρίστα, οι διαδοχικές αυξήσεις των συντελεστών ΦΠΑ, η κατάργηση των μειωμένων συντελεστών των νησιών, καθώς και οι επιβαρύνσεις όλων των επιμέρους κλάδων του τουρισμού με νέα τέλη και φόρους, ενέτειναν την αλλαγή στην καταναλωτική τάση των τουριστών, με κύριο χαρακτηριστικό τις συγκρατημένες δαπάνες σε σχέση με προηγούμενες χρονιές.
Παράλληλα, οι τουριστικές επιχειρήσεις, για να καταφέρουν να παραμείνουν ανταγωνιστικές, ύστερα και από την αρνητική εξέλιξη των μεγεθών κατά το πρώτο εξάμηνου του έτους, προώθησαν στην αγορά πακέτα μειωμένων τιμών «τελευταίας στιγμής», που σε συνδυασμό με την απορρόφηση του ΦΠΑ, επηρέασαν την τιμολογιακή τους πολιτική, καταγράφοντας τελικά πτώση εσόδων.
Επιπρόσθετα, αφήνοντας πλήρως ανεξέλεγκτη την αγορά των ενοικιαζόμενων καταλυμάτων, το κράτος έχει ήδη απολέσει σημαντικά έσοδα, τα οποία πιθανότατα θα είχαν αποτρέψει τις πρόσθετες επιβαρύνσεις στην ανταγωνιστικότητα του ελληνικού τουριστικού προϊόντος και στα αποτελέσματα των τουριστικών επιχειρήσεων.
Τέλος, η χώρα μας δεν επωφελήθηκε στον δέοντα βαθμό από την γεωπολιτική κατάσταση της Ανατολικής Μεσογείου, χάνοντας την ευκαιρία να κεφαλαιοποιήσει το γεγονός ότι παρά το προσφυγικό / μεταναστευτικό ζήτημα, η Ελλάδα παραμένει ο πλέον ασφαλής τουριστικός προορισμός σε σχέση με την ευρύτερη περιοχή.
Από την άλλη πλευρά, η συνεχιζόμενη αύξηση των αφίξεων, όπως προαναφέρθηκε, συντελεί αποφασιστικά στη δημιουργία νέων θέσεων απασχόλησης στον Τουρισμό, με αποτέλεσμα ο τομέας να παραμένει βασικός πυλώνας ενίσχυσης της απασχόλησης.
Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία του SETE Intelligence, οι άμεσα απασχολούμενοι στον κλάδο ξενοδοχείων και εστιατορίων αποτελούν πλέον, περίπου, το 10% του συνόλου των απασχολούμενων της χώρας, κατατάσσοντας τον τουρισμό στη 3η πολυπληθέστερη κατηγορία απασχόλησης, πίσω από το Εμπόριο και τον Πρωτογενή τομέα.
Προκειμένου να διατηρηθεί και να ενισχυθεί η καθοριστικής σημασίας συνεισφορά του τομέα στην εθνική οικονομία, η Πολιτεία οφείλει πρωτίστως να λύσει συστηματικά και αποτελεσματικά το προσφυγικό / μεταναστευτικό ζήτημα, να επενδύσει στη δυναμική και στοχευμένη προβολή του ελληνικού τουρισμού και των προϊόντων του και να διαβεβαιώσει τον τομέα ότι αντιλαμβάνεται την ανάγκη επαναφοράς της φορολογίας σε ανταγωνιστικά επίπεδα.
Ο ΣΕΤΕ σημειώνει ότι είναι ξεκάθαρο πλέον ότι χωρίς επάνοδο των φορολογικών συντελεστών κοντά στα επίπεδα του ανταγωνισμού – ο οποίος προβλέπεται οξύτατος για την περίοδο του 2017, κυρίως λόγω της επιθετικής επανόδου στη διεθνή αγορά των ανταγωνιστικών προορισμών που φέτος αντιμετώπισαν σοβαρές δυσκολίες, ο ελληνικός τουρισμός θα ξεκινά από αρνητική αφετηρία.
Επίσης είναι ξεκάθαρο ότι χωρίς αποδοτικά αναπτυξιακά εργαλεία και άμεση έναρξη εφαρμογής του επενδυτικού νόμου, χωρίς βιώσιμη επίλυση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων, αλλά και χωρίς ρευστότητα, ο Ελληνικός Τουρισμός θα έπεται των εξελίξεων και η συνολική δυναμική του, θα εξαρτάται εξακολουθητικά από συγκυρίες.
Οι παράγοντες αυτοί, θεωρούνται καταλύτες τόσο για την τελική προσπάθεια ανάκτησης των χαμένων εσόδων στον τομέα έως το τέλος του έτους, όσο και για την περαιτέρω πορεία ανάπτυξης του ελληνικού τουρισμού τα επόμενα χρόνια.