Συνελήφθησαν το βράδυ της Παρασκευής οι δύο δράστες του ξυλοδαρμού του σταθμάρχη στο Μετρό της Ομόνοιας.
Σημειώνεται, ότι τα πρόσωπα των δύο δραστών είχαν καταγραφεί από κάμερες ασφαλείας και η ΕΛΑΣ κατόρθωσε σε σύντομο χρονικό διάστημα να τους ταυτοποιήσει. Οι συλληφθέντες πρόκειται να οδηγηθούν αύριο στον εισαγγελέα Ανηλίκων.
Σύμφωνα με τις πρώτες πληροφορίες πρόκειται για δύο ανήλικα αδέλφια, 15 και 17 ετών, σε βάρος των οποίων σχηματίζεται δικογραφία.
Το χρονικό του άγριου ξυλοδαρμού του σταθμάρχη
Υπενθυμίζεται ότι την Πέμπτη ο σταθμάρχης έπεσε θύμα ξυλοδαρμού στο μετρό από αρνητές της μάσκας, περιστατικό που κατέγραψε βίντεο στο οποίο οι δύο νεαροί τον γρονθοκοπούν, επειδή τους έκανε παρατήρηση να τηρήσουν τα μέτρα, με αποτέλεσμα αυτός να καταλήξει στο νοσοκομείο.
Ανάλογα φαινόμενα έχουν καταγραφεί τους τελευταίους μήνες σε βάρος εργαζόμενων στα μέσα μαζικής μεταφοράς αλλά και εναντίον εκπαιδευτικών από γονείς που αρνούνταν να φορέσουν μάσκα τα παιδιά τους.
Του άγριου ξυλοδαρμού είχε προηγηθεί σύσταση από τον εργαζόμενο του μετρό στους δύο νεαρούς επιβάτες να φορέσουν τη μάσκα τους και στον έναν εξ αυτών να κατεβάσει τα πόδια του από το κάθισμα και ενώ ο συρμός εκτελούσε την διαδρομή Ανθούπολη - Ομόνοια.
Όταν ο εργαζόμενος της ΣΤΑΣΥ αποβιβάστηκε στην Ομόνοια, εκείνοι τον ακολούθησαν και στην αποβάθρα του σταθμού του επιτέθηκαν, τον γρονθοκόπησαν, τον χτύπησαν με κλωτσιές σε διάφορα άλλα σημεία του σώματός του. Το θύμα παρέλαβε το ΕΚΑΒ για να τον μεταφέρει σε νοσοκομείο, ενώ οι δράστες διέφυγαν.
«Πίστεψα ότι θα με αφήσουν ανάπηρο», δήλωσε ο σταθμάρχης του Μετρό
«Θυμάμαι ότι φώναζα "φτάνει" και στη συνέχεια νόμιζα ότι θα μείνω ανάπηρος», είναι τα λόγια του σταθμάρχη της ΣΤΑΣΥ για τον άγριο ξυλοδαρμό του χθες από τους δύο νεαρούς στον σταθμό της Ομόνοιας. «Τους μίλησα όπως στο παιδί μου, ήταν αγρίμια», ανέφερε χαρακτηριστικά, περιγράφοντας στον ΑΝΤ1 τις λεπτομέρειες του άγριου ξυλοδαρμού.
«Κάθισαν στα καθίσματα και έβαλαν και τα πόδια πάνω στα καθίσματα. Λέω στον ένα “βρε παλικάρι, έτσι κάθεσαι στο σπίτι σου, και χωρίς μάσκα και βάζεις τα πόδια σου στο κάθισμα;”. Γυρνάει τότε και μου απαντάει: “Εγώ έτσι κάθομαι στο σπίτι μου”. Του είπα κι εγώ “ωραίο σπίτι”. Σηκώθηκε ο μεγαλύτερος και μου είπε: “Τι είπες στον αδελφό μου”. Σηκώθηκαν και οι δύο όρθιοι, σηκώθηκα κι εγώ γιατί φοβήθηκα. Επειδή είχε ένα τσαντάκι φοβήθηκα μήπως είχε κάποιο μαχαίρι, κάτι άλλο. Δεν κατέβηκα σε άλλον σταθμό, είπα θα κατεβώ στην Ομόνοια γιατί εκεί έχει πάντα κόσμο», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Στη συνέχεια, όπως περιέγραψε ο σταθμάρχης, «κατέβηκα στην Ομόνοια και την ώρα που ήταν να φύγει το τρένο βγήκαν και οι νεαροί, κρατώντας δύο κουτάκια αναψυκτικά, τα οποία του πέταξαν». «Την ώρα που πήγα να αποφύγω το δεύτερο, ο ένας ήρθε από πίσω, μου τράβηξε μια μπουνιά στο κεφάλι και στο σαγόνι, με ρίξανε κάτω και στη συνέχεια με βάραγαν και με κλώτσαγαν», είπε φορτισμένος ο άτυχος άνδρας.
Στη συνέχεια περιέγραψε ότι θυμάται να τους φώναζα «φτάνει» και πως νόμιζε ότι θα μείνει ανάπηρος από τα χτυπήματα.
«Έφαγα κάτι κλωτσιές μέσα στη μέση και σα να μου κοπήκανε τα πόδια. Από ό,τι έμαθα αργότερα, και ο αστυνομικός-βάρδια, που ήταν εκεί το παιδί, κατέβηκε, αλλά επειδή είναι μεγάλος σταθμός η Ομόνοια και έχει πολλές εξόδους δεν τους πρόλαβε», σημείωσε, για να προσθέσει: «Έβριζαν. Εγώ εκείνη τη στιγμή προτεραιότητα είχα να προστατευτώ όσο μπορούσα και να δω πού θα τελειώσει. Όπως ήμουν πεσμένος, μου χτυπάγανε το κεφάλι από τη δεξιά πλευρά, το σαγόνι, τη μύτη και μου έριξαν κλωτσιά στην πλάτη».
«Μου έκαναν εξετάσεις: δύο κατάγματα στη μύτη, ένα κάταγμα στην κάτω γνάθο δεξιά και τρεις ραγισμένους σπονδύλους και μώλωπες και όλα τα υπόλοιπα στο πρόσωπο… Αυτή τη στιγμή δεν μπορώ να μιλήσω. Μιλάω κάπως ψευδά κι έχω συνέχεια νοσοκομεία», τόνισε ο εργαζόμενος στο Μετρό.
«Η κόρη μου είναι 23 χρόνων, άρα ήταν μικρότερα από τα παιδιά μου. Τους μίλησα όπως θα μιλούσα στην κόρη μου: “γιατί βάζεις τα πόδια σου στο κάθισμα και γιατί δεν φοράς μάσκα” και νομίζω ότι οποιοσδήποτε πολίτης έχει μια στοιχειώδη παιδεία πρέπει να ενδιαφέρεται για τον συμπολίτη του», εξήγησε ο 53χρονος
Τόνισε ότι «δεν φορούσαν, ούτε κρατούσαν καν μάσκες. Άλλοι σηκώνουν τη μάσκα και σε κοροϊδεύουν... Αυτοί ήταν αγρίμια, δεν μπορώ να το καταλάβω» είπε και διερωτήθηκε: «Γιατί τέτοιο μένος; Θες να κάνεις αυτό που θες; Δώσε μου μια μπουνιά, ένα χαστούκι και φύγε. Η συνεχόμενη ροή με μπουνιές και κλωτσιές είναι σαν να θες να σκοτώσεις κάποιον, δεν θες μόνο να τον τραυματίσεις».
Παρά το βίαιο περιστατικό, ο 53χρονος εργαζόμενος είπε πως δεν φοβάται να επιστρέψει στη δουλειά του: «Εγώ είμαι σταθμάρχης και μπορώ να πω ό,τι μου αρέσει. Όχι, δεν φοβάμαι να γυρίσω. Πηγαίνοντας στη δουλειά, πηγαίνω στην οικογένειά μου εδώ και 17 χρόνια. Οι σταθμοί που δουλεύω και οι συνάδελφοι που δουλεύω είναι οικογένεια».