Του Γρηγόρη Σαμπάνη*
Οι συνέπειες στην ανάπτυξη της δυσβάστακτης, πλέον, επιβάρυνσης των ελληνικών νοικοκυριών και επιχειρήσεων από φόρους και ασφαλιστικές εισφορές έχουν συζητηθεί πολύ. Όλοι αναγνωρίζουν (ακόμη και ο ΣΥΡΙΖΑ) ότι είναι αναγκαία προϋπόθεση η ελάφρυνση της φορολογίας, αν θέλουμε να φθάσουμε κάποτε σε υψηλό, μακροπρόθεσμο ρυθμό ανάπτυξης (long-term growth rate), που θα επαρκεί για να αντιμετωπίσει η χώρα το ογκώδες χρέος, δημόσιο και ιδιωτικό.
Όμως, οι υψηλές φορολογικές επιβαρύνσεις έχουν άλλες δύο σοβαρές παρενέργειες, που δεν έχουν συζητηθεί σοβαρά: αφενός, λειτουργούν σαν ένα πολύ ισχυρό κίνητρο φοροδιαφυγής για όσους μπορούν ακόμη να φοροδιαφεύγουν χωρίς σοβαρό κίνδυνο να εντοπισθούν από τις αρχές. Αφετέρου, αυτή η ομάδα πολιτών που αποφεύγουν να πληρώνουν τους φόρους και τις εισφορές τους μετατρέπεται σε «βαρίδι» για το κοινωνικό κράτος, που προσπαθεί να ανταποκριθεί στις αυξημένες ανάγκες υποστήριξης των πραγματικά ασθενέστερων.
Τα τελευταία στοιχεία της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων αποκαλύπτουν ότι το φορολογικό μας σύστημα, παρά τις μεταρρυθμίσεις και βελτιώσεις που έγιναν τα τελευταία χρόνια, με υποδείξεις και τεχνική υποστήριξη από την Ευρώπη και το ΔΝΤ, εξακολουθεί να αποτυγχάνει παταγωδώς στην άντληση φορολογικών εσόδων από τους ελεύθερους επαγγελματίες, οι οποίοι πάντα κατάφερναν να κρατούν μεγάλο μέρος των εσόδων τους μακριά από την «τσιμπίδα» των φορολογικών αρχών.
Όλα δείχνουν, μάλιστα, ότι η μεγάλη αύξηση των φορολογικών επιβαρύνσεων αποτέλεσε πρώτης τάξεως κίνητρο για όσους ελεύθερους επαγγελματίες μπορούν να κρύψουν εισοδήματα από την εφορία να κρύψουν ακόμη περισσότερα. Φθάνουμε, έτσι, στο σημείο όπου σχεδόν 300.000 ελεύθεροι επαγγελματίες (τρεις στους τέσσερις), δηλώνουν εισοδήματα κάτω από 10.000 ευρώ, ενώ κάτω από 5.000 ευρώ, δηλαδή κάτω από το επίσημο όριο φτώχειας, είναι τα δηλωμένα εισοδήματα σχεδόν 230.000 επαγγελματιών (57% του συνόλου)!
Αυτοί είναι οι επαγγελματίες που σε μεγάλο ποσοστό μπορούμε να πιθανολογήσουμε βάσιμα ότι φοροδιαφεύγουν, αλλά συνεχίζουν τις δραστηριότητες τους. Γιατί υπάρχει και μια ομάδα σχεδόν 100.000 επαγγελματιών που έχουν κλείσει τα βιβλία τους και μπορούμε να πιθανολογήσουμε ότι σε μεγάλο ποσοστό συνέχισαν να ασκούν τη δραστηριότητά τους, αλλά περνώντας πλέον στο «μαύρο» τομέα της οικονομίας.
Με βάση αυτά τα δεδομένα, εύκολα καταλαβαίνει κανείς ότι έχει δημιουργηθεί μια πολύ μεγάλη ομάδα πολιτών, που φοροδιαφεύγουν λιγότερο ή περισσότερο και κατηγοριοποιούνται ως οικονομικά ασθενείς, με αποτέλεσμα να δημιουργείται μια δεύτερη στρέβλωση, αυτή την φορά στη λειτουργία του κοινωνικού κράτους.
Επί ημερών διακυβέρνησης από τον ΣΥΡΙΖΑ, έγινε μια προσπάθεια να εφαρμοσθούν ορισμένες σωστές ρυθμίσεις, που είχαν αρχίσει ήδη από την προηγούμενη κυβέρνηση, όπως είναι το κοινωνικό εισόδημα αλληλεγγύης, ένα «δίχτυ» ελάχιστης εισοδηματικής προστασίας για τους ασθενέστερους. Ταυτόχρονα, με ψηφοθηρικά κριτήρια και με λογικές που παραπέμπουν σε καθεστώτα τριτοκοσμικού σοσιαλισμού, έγινε προσπάθεια να ακολουθηθεί μια επιδοματική κοινωνική πολιτική, με αποκορύφωμα τις πληρωμές των λεγόμενων κοινωνικών μερισμάτων, που έβγαιναν από την υπερβολική αφαίμαξη της κοινωνίας με φόρους και τη συγκράτηση πολύτιμων δαπανών του Δημοσίου, όπως οι επενδυτικές δαπάνες.
Κοινό χαρακτηριστικό όλων των επιδομάτων, από το κοινωνικό εισόδημα αλληλεγγύης, ως το «κοινωνικό μέρισμα», είναι ότι καταβάλλονται με εισοδηματικά κριτήρια, καθώς οι ξένοι δανειστές, με πρώτο το ΔΝΤ, επέβαλαν στις κυβερνήσεις το καθιερωμένο διεθνώς μοντέλο του “means testing”, επιδιώκοντας -και ορθά- να κατευθύνονται οι περιορισμένοι πόροι του κράτους σε όσους έχουν πραγματική ανάγκη.
Όμως, όταν το “means testing” (εισοδηματικός έλεγχος) γίνεται με βάση τα στοιχεία για τα εισοδήματα που παράγει ένα εντελώς στρεβλό φορολογικό σύστημα, φθάνουμε στο σημείο όπου πιθανόν δεκάδες ή εκατοντάδες χιλιάδες φοροφυγάδων επαγγελματιών, εμφανίζονται σαν αναξιοπαθούντες και λαμβάνουν επιδόματα που προορίζονται για πραγματικά φτωχούς, «γονατίζοντας» το κοινωνικό κράτος. Αντίστροφα, τα επιδόματα, σε συνδυασμό βέβαια και με την εξαιρετικά υψηλή φορολογία, γίνονται θαυμάσιο κίνητρο για όσους μπορούν να κρύψουν εισοδήματα να κρύβουν όσο περισσότερα μπορούν.
Το πρόβλημα δεν περιορίζεται μόνο στο πεδίο της στενά νοούμενης κοινωνικής πολιτικής, αλλά περνά και σε άλλες πλευρές της οικονομικής πολιτικής. Για παράδειγμα, η ρύθμιση για την προστασία της πρώτης κατοικίας, όπου για πρώτη φορά η κυβέρνηση περιέλαβε και τους επαγγελματίες, υπάρχει εύλογη ανησυχία ότι θα αξιοποιηθεί και από τους φοροφυγάδες που φαίνονται φτωχοί και εμπίπτουν στα εισοδηματικά κριτήρια του νέου νόμου. Έτσι, οι τράπεζες είναι πιθανό να αναδιαρθρώσουν, με κρατική επιδότηση, μάλιστα, τα δάνεια φοροφυγάδων που εκμεταλλεύονται άλλη μια φορά τις αδυναμίες του συστήματος.
Σε ποιο συμπέρασμα οδηγούν οι παραπάνω σκέψεις; Τα εισοδηματικά κριτήρια για τις παροχές του κοινωνικού κράτους προφανώς και πρέπει να διατηρηθούν. Όμως, χρειαζόμαστε κατεπειγόντως ένα φορολογικό σύστημα που δεν θα δημιουργεί περισσότερα προβλήματα από όσα λύνει. Οι φορολογικές και ασφαλιστικές επιβαρύνσεις πρέπει επειγόντως να εκλογικευθούν, για να πάψουν να λειτουργούν σαν κίνητρα φοροδιαφυγής και μετάβασης στο «μαύρο» τομέα της οικονομίας.
Χρειάζεται να γίνει μια σοβαρή και υπεύθυνη συζήτηση με τους δανειστές, για να καταλάβουν ότι η ορθολογική φορολόγηση της οικονομικής δραστηριότητας θα κάνει περισσότερους να εργασθούν για την αύξηση των εισοδημάτων τους, αλλά και να τα δηλώσουν στην εφορία, ώστε να ενισχυθεί η ανάπτυξη και τα φορολογικά έσοδα και να μη χάσουμε τους στόχους της δημοσιονομικής πολιτικής. Επίσης, ο εξορθολογισμός φόρων και εισφορών θα βοηθήσει το κοινωνικό κράτος να κατευθύνει πιο σωστά τους περιορισμένους πόρους του για την ανακούφιση των πραγματικά φτωχών.
Η εκδοχή τριτοκοσμικού σοσιαλισμού της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, με εξοντωτικές φορολογικές επιβαρύνσεις στην οικονομική δραστηριότητα και επιδοματική πολιτική σε φτωχούς και δήθεν φτωχούς, με στόχο τη δημιουργία κομματικής πελατείας, έχει εξαντλήσει τα όρια της και εξαντλεί τα αποθέματα παραγωγικότητας και δημιουργικότητας των συντελεστών της οικονομίας. Πρέπει να σταματήσει το συντομότερο!
*Ο κ. Γρηγόρης Σαμπάνης είναι Οικονομολόγος, πρώην στέλεχος τραπεζών.