Το παρασκήνιο πίσω από την πρόταση Μπάιντεν για την άρση των πατεντών των Covid εμβολίων, την οποία αποδέχτηκε η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα Φον Ντερ Λάιεν, τον ρόλο της Ελλάδας στο άνοιγμα της συγκεκριμένης ατζέντας πριν ένα χρόνο και το κατά πόσο το αντικείμενο της συζήτησης είναι ρεαλιστικό ή ουτοπικό σχολιάζουν στο Liberal.gr δύο διακεκριμένοι επιστήμονες.
Ο ομότιμος καθηγητής Οικονομικών της Υγείας Ιωάννης Κυριόπουλος καταγράφει τις εξελίξεις και εξηγεί τι πυροδότησε την προ ημερών δήλωση του Αμερικανού προέδρου που εξελίχθηκε σε παγκόσμιο «talk of the town», ενώ ο καθηγητής Γενετικής του Πανεπιστημίου της Γενεύης Μανώλης Δερμιτζάκης εξηγεί πόσο κοντά η μακριά από την υλοποίηση της είναι αυτή η πρόταση. Και δίνει μια ρεαλιστική εναλλακτική λύση για την Κομισιόν η οποία δεν έχει διαχειριστεί έως τώρα με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τα φλέγοντα ζητήματα σχετικά με τα covid εμβόλια.
Το καμπανάκι κινδύνου λόγω Ινδίας
Οι τραγικές εξελίξεις στην Ινδία με την ινδική μετάλλαξη του κορονοϊού να γεννά παγκόσμια ανησυχία επανέφεραν στο προσκήνιο με δραματικό τρόπο τις προειδοποιήσεις πολλών επιστημόνων πως αν δεν αντιμετωπιστεί η πανδημία με μαζικό εμβολιασμό και στον αναπτυσσόμενο κόσμο σε αληθινό χρόνο (εντός του 2021), τότε θα κινδυνέψουμε να βρεθούμε αντιμέτωποι με επικίνδυνες μεταλλάξεις, που ενδέχεται να μην τις «πιάνει» κανένα από τα υπάρχοντα εμβόλια.
«Θυμηθείτε τι κάναμε στο πρώτο κύμα της covid. Επιβάλλαμε πολύ νωρίς ένα σκληρό lock down, γιατί τρομοκρατηθήκαμε από τις εξελίξεις στην Ιταλία. Φοβηθήκαμε μην γίνουμε Μπέργκαμο.
Το ίδιο συνέβη και τώρα. Ο Τζο Μπάιντεν και όλοι οι αρχηγοί κρατών τρόμαξαν με αυτά που συμβαίνουν στην Ινδία. Και έτσι επανήλθε στο τραπέζι η πρόταση για την κατάργηση της πνευματικής ιδιοκτησίας στα Covid εμβόλια», όπως εξηγεί ο ομότιμος καθηγητής Οικονομικών της Υγείας Ιωάννης Κυριόπουλος και κάνει μια ιστορική αναδρομή γι αυτό το πολυσυζητήμενο θέμα.
Μια συζήτηση που άνοιξε το 2000 στο Κατάρ
Πριν από 21 χρόνια, στην Ντόχα, την πρωτεύουσα του Κατάρ, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου άνοιξε για πρώτη φορά τη συζήτηση της πατέντας των φαρμάκων, αλλά η κίνηση κατέληξε σε πλήρη αποτυχία. Πριν από μερικά χρόνια το θέμα επανήλθε στην επικαιρότητα μέσα από ένα άρθρο του Αμερικανού καθηγητή Τζόζεφ Στίγκλιτς, ο οποίος είχε βραβευτεί με το Νόμπελ Οικονομικών Επιστημών.
Στο άρθρο του ο Στίγκλιτς πρότεινε να δημιουργηθεί ένα παγκόσμιο ταμείο το οποίο θα μπορούσε μέσα από τα χρήματα που θα συγκέντρωνε να πληρώνει για την αγορά της πατέντας κάποιων φαρμακευτικών προϊόντων.
Πέρυσι τον Απρίλιο με την covid πανδημία σε εξέλιξη ο καθηγητής πολιτικής υγείας του London School of Economics Ηλίας Μόσιαλος πρότεινε οι κυβερνήσεις να αγοράζουν ή να νοικιάζουν τις πατέντες των covid εμβολίων ώστε να μπορούν να παράξουν τα εμβόλια όπου υπάρχουν εργοστάσια με τις κατάλληλες υποδομές.
Έτσι λοιπόν τα κράτη θα είχαν το δικαίωμα να προβούν σε μαζική παραγωγή εμβολίων, πέραν των εργοστασίων που διαθέτουν οι παρασκευάστριες φαρμακοβιομηχανίες. Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης υιοθέτησε την πρόταση του Ηλία Μόσιαλου και την υπέβαλε στην Κομισιόν.
Τώρα, ένα χρόνο μετά η πρόταση έρχεται από την άλλη όχθη του Ατλαντικού, από τον πρόεδρο της Αμερικής ο οποίος «ταρακουνήθηκε» από το παράδειγμα της Ινδίας.
Ουσιαστικά τα τεκταινόμενα στην Ινδία λειτούργησαν σαν «καμπανάκι κίνδυνου» θυμίζοντας ότι σχεδόν οι μισές χώρες του πλανήτη (ενδεικτικά, η Αφρική, η Λατινική Αμερική, ένα μεγάλο μέρος Ασίας) είναι χώρες οι οποίες δεν έχουν την δυνατότητα να εμβολιάσουν τους πολίτες τους και όσο αυτοί οι ογκώδεις πληθυσμοί παραμένουν ανεμβολίαστοι, ο κορονοϊός βρίσκει χώρο και χρόνο να μεταλλαχθεί περισσότερο.
Αυξάνεται επομένως η πιθανότητα να «ξεπηδήσουν» επικίνδυνες μεταλλάξεις οι οποίες θα διασπαρθούν και στο βόρειο ημισφαίριο. Έτσι λοιπόν οδηγηθήκαμε στην πρόταση να υπάρξει μαζική παραγωγή και διάθεση των εμβολίων όχι μόνο στον αναπτυγμένο κόσμο αλλά και στον αναπτυσσόμενο κόσμο γιατί αλλιώς δεν θα τεθεί ποτέ σε έλεγχο η πανδημία.
Όπως εξηγεί ο καθηγητής Οικονομικών της Υγείας, με αφορμή αυτές τις εξελίξεις, μερικές ριζοσπαστικές φωνές προσπαθούν να συμπαρασύρουν στην συζήτηση την εξαγορά ή την κατάργηση των πατεντών για πολλά φάρμακα. Αυτή ωστόσο είναι μία επέκταση της κουβέντας καταρχάς ανέφικτη και σε δεύτερη ανάγνωση ανεπιθύμητη, καθώς δεν υπάρχει κίνητρο για κάτι τέτοιο μεταξύ πανεπιστημίων και εταιριών του ιδιωτικού τομέα.
Απαιτείται μια 5ετία για Μονάδες Παραγωγής Εμβολίων
Καταλήγοντας, ο καθηγητής Ι. Κυριόπουλος σχολιάζει πως η πρόταση Μόσιαλου η οποία υιοθετήθηκε από την ελληνική κυβέρνηση όπως και η πρωτοβουλία Μητσοτάκη για το πράσινο διαβατήριο είναι δύο κινήσεις με θετικό πρόσημο για την χώρα.
Σε ό,τι αφορά τις βιομηχανικές της εγκαταστάσεις, η Ελλάδα παρότι διαθέτει περισσότερες από 20 φαρμακευτικές παραγωγικές μονάδες, δεν έχει εργοστάσιο παραγωγής εμβολίων κι ακόμα κι αν μας χαρίζανε τις πατέντες των εμβολίων, θα χρειαζόμασταν τουλάχιστον 4-5 χρόνια για να δημιουργήσουμε τις απαιτούμενες υποδομές και να συγκεντρώσουμε το ανθρώπινο δυναμικό για τις διαδικασίες και τις πιστοποιήσεις, καθώς οι Μονάδες Παραγωγής Εμβολίων έχουν πολύ υψηλές και πολύ συγκεκριμένες προδιαγραφές.
Αντικίνητρο για την φαρμακοβιομηχανία
Από την Γενεύη, ο καθηγητής γενετικής Μανώλης Δερμιτζάκης σχολιάζει πως η πρόταση του Τζο Μπάιντεν συνιστά ένα μη ρεαλιστικό σχέδιο το οποίο -για την φαρμακοβιομηχανία -ισοδυναμεί με ένα τεράστιο αντικίνητρο για την ανάπτυξη μελλοντικών φαρμάκων κι εμβολίων τόσο για την αντιμετώπιση της επόμενης πανδημίας, όσο και για την θεραπεία όλων των χρόνιων και σπάνιων νοσημάτων τα οποία μας απειλούν και δεν πρόκειται να εξαφανιστούν εξαιτίας του κορονοϊού.
Μάλιστα ο καθηγητής γενετικής εκφράζει την έκπληξη του για την σχετική δήλωση του Γενικού Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών και την στάση της Κομισιόν, η οποία μέχρι στιγμής δεν τα έχει πάει καλά στα φλέγοντα ζητήματα με τα εμβόλια κι έχει γίνει στόχος σκληρής κριτικής τόσο για τις καθυστερήσεις στις παραδόσεις των δόσεων όσο και για την πολυφωνία στα ζητήματα των παρενεργειών.
Μια ρεαλιστική εναλλακτική πρόταση
Αντί η Ευρώπη να χάνει χρόνο και να κάνει τέτοιες δηλώσεις οι οποίες συνιστούν ένα τεράστιο αντικίνητρο για την φαρμακοβιομηχανία, θα ήταν προτιμότερο να δημιουργήσει εκείνες τις προϋποθέσεις ώστε να μπορούν να παραχθούν σε μαζικές ποσότητες τα εμβόλια σε εργοστάσια των αναπτυσσόμενων χωρών που υπάρχουν στην Ινδία την Αφρική, την Αίγυπτο κι αλλού, προσθέτει ο Μανώλης Δερμιτζάκης.
Και εξηγεί: «Για να συμβεί αυτό, απαιτούνται τα εξής. Καταρχάς η διαθεσιμότητα των πρώτων υλών, η μεταφορά της τεχνογνωσίας (με αποστολή ομάδων ειδικών), να υπάρξει η δυνατότητα των πιστοποιήσεων της ασφάλειας και της ποιότητας των εμβολίων και να βρεθεί το ανθρώπινο δυναμικό που απαιτείται για όλα αυτά, ώστε μετά τα εργοστάσια να αναλάβουν να φέρουν σε πέρας την παραγωγή των εμβολίων».
Ανάλογες κινήσεις είδαμε από την αρχή της πανδημίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση με φαρμακοβιομηχανίες που δεν φτιάχνουν εμβόλια να προσφέρουν τις άρτιες εγκαταστάσεις τους στις παρασκευάστριες εταιρίες των covid εμβολίων για να παραχθούν τα εμβόλια σε μεγαλύτερους όγκους. Ένα μεγάλο ζήτημα που μένει να λυθεί στην ΕΕ και αποτελεί «καυτή πατάτα» της παραγωγικής διαδικασίας είναι η διαθεσιμότητα των πρώτων υλών, κάτι που στην Αμερική λύθηκε με ειδικό νομικό πλαίσιο.
Οι κινήσεις αυτές που είδαμε με συνεργασίες φαρμακοβιομηχανιών που εδώ και χρόνια υπήρξαν σκληροί ανταγωνιστές στην ελεύθερη αγορά θα μπορούσαν να διευρυνθούν αν είχε συμφωνηθεί εξαρχής σε παγκόσμιο επίπεδο ότι κάθε παρασκευάστρια φαρμακοβιομηχανία θα παρήγαγε συγκεκριμένο αριθμό εκατομμυρίων δόσεων εμβολίων με ένα πολύ μικρό περιθώριο κέρδους για κάθε εμβόλιο αλλά επειδή η παραγωγή θα ήταν για τεράστιους όγκους, το τελικό κέρδος θα ήταν ικανοποιητικό.
Ωστόσο τέτοιου είδους συμφωνία δεν υπήρξε ποτέ και η Ευρώπη απέτυχε στην όλη διαχείριση, προσθέτει ο καθηγητής γενετικής.
«Εδώ και χρόνια ακούμε ιστορίες για την ‘κακή’ φαρμακοβιομηχανία που κερδοσκοπεί. Ωστόσο, πουθενά στον κόσμο δεν υπάρχει κυβερνητικός φορέας που μπορεί να αναπτύξει φάρμακα. Το μόνο που μπορούν ενδεχομένως να κάνουν οι κυβερνητικοί φορείς είναι η έρευνα που προηγείται της παραγωγής φαρμάκων. Όμως μόνο η φαρμακοβιομηχανία μπορεί να αναπτύξει φάρμακα και χρειάζεται για να κάνει αυτή την δουλειά. Και για να την κάνει χρειάζεται κίνητρα ,γιατί αν στερηθεί τα κίνητρα, θα σταματήσει την έρευνα για νέα φάρμακα και για νέα εμβόλια και φανταστείτε πού θα μας οδηγήσει όλο αυτό. Θα ξεμείνουμε με παλιάς κοπής φάρμακα», σημειώνει.
Ο παράγοντας ρίσκο
Μια φαρμακοβιομηχανία για να αγοράσει ένα project από μια start up ομάδα μέσα από ένα πανεπιστήμιο μπορεί να δώσει 1 δισεκατομμύριο ευρώ για να αναπτύξει ένα φάρμακο με κίνδυνο τελικά να μην βγει αποτελεσματικό.
Η ανάπτυξη φαρμάκων κι εμβολίων είναι πολυδάπανη, πολυετής και περίπλοκη διαδικασία με τεράστιο ρίσκο.
Πριν κάποια χρόνια η Pfizer επένδυσε 1,2 δισ. ευρώ για ένα φάρμακο που θα ανέβαζε την καλή HDL χοληστερόλη, προκειμένου να μειωθεί ο κίνδυνος καρδιοπαθειών. Τελικώς αποδείχθηκε ότι η HDL δεν μειώνει τον κίνδυνο καρδιοπάθειας και το φάρμακο δεν βγήκε ποτέ στην αγορά.
Για να συνεχίσει, να υπάρχει παραγωγή φαρμάκων πρέπει να δημιουργηθεί μια κατάσταση οφέλους (win-win situation). Μόνο οι συνεργασίες αμοιβαίου οφέλους έχουν μέλλον επιχειρηματικά.
Αυτή είναι η λύση και όχι η άρση των πατεντών που αποτελεί κατάσταση μηδενικού κέρδους (zero sum profit), καταλήγει ο καθηγητής Γενετικής.