Σε χιλιάδες ανέρχονται τα πρώτα φύλλα αναστολής καθηκόντων που παραλαμβάνουν από το πρωί ανεμβολίαστοι γιατροί, νοσηλευτές και διοικητικοί υπάλληλοι νοσοκομείων, μετά την εκπνοή της προθεσμίας.
Την ίδια στιγμή το Συμβούλιο της Επικρατείας απέρριψε οριστικά τις αιτήσεις 115 γιατρών, νοσηλευτών και εργαζομένων σε δημόσια νοσοκομεία που ζητούσαν «πάγωμα» της απόφασης για υποχρεωτικό εμβολιασμό στον χώρο της υγείας και αναστολή εργασίας για όσους δεν έχουν εμβολιαστεί. Όσο για το συνολικό αριθμό υγειονομικών που θα τεθεί σε καθεστώς αναστολής δεν υπάρχει, ωστόσο μέχρι αργά χθες οι ανεμβολίαστοι ανέρχονταν σε περίπου 10.000.
Σε χιλιάδες ανέρχονται τα πρώτα φύλλα αναστολής καθηκόντων που παραλαμβάνουν από το πρωί ανεμβολίαστοι γιατροί, νοσηλευτές και διοικητικοί υπάλληλοι νοσοκομείων, μετά την εκπνοή της προθεσμίας.
Την ίδια στιγμή το Συμβούλιο της Επικρατείας απέρριψε οριστικά τις αιτήσεις 115 γιατρών, νοσηλευτών και εργαζομένων σε δημόσια νοσοκομεία που ζητούσαν «πάγωμα» της απόφασης για υποχρεωτικό εμβολιασμό στον χώρο της υγείας και αναστολή εργασίας για όσους δεν έχουν εμβολιαστεί.
Σημειωτέον ότι η ομοσπονδία των εργαζομένων στα δημόσια νοσοκομεία (ΠΟΕΔΗΝ) έχει καταθέσει στο ΣτΕ και αίτηση ακύρωσης της απόφασης κατά του υποχρεωτικού εμβολιασμού, η οποία πρόκειται να συζητηθεί στις 8 Οκτωβρίου. Σε κάθε περίπτωση, η σημερινή οριστική απόρριψη των αιτημάτων υγειονομικών να «παγώσει» το μέτρο του υποχρεωτικού εμβολιασμού, στέλνει σαφές μήνυμα για τη στάση του ανωτάτου δικαστηρίου απέναντι στο θέμα.
Στο μεταξύ, από σήμερα και μετά, υγειονομικός σε αναστολή που θα αποφασίσει να εμβολιαστεί, θα μπορεί να επιστρέψει στην εργασία του 14 ημέρες από την ημέρα του εμβολιασμού του με το μονοδοσικό και 35 ημέρες μετά αν κάνει και τις δύο δόσεις. Τα κενά που θα προκύψουν στις μονάδες πρώτης γραμμής μετά τις αναστολές των ανεμβολίαστων υγειονομικών θα καλυφθούν με επικουρικό προσωπικό και συνενώσεις κλινικών και τμημάτων με άλλες. Εκτός από όσους παραλαμβάνουν σταδιακά φύλλα αναστολής, αρκετές διοικήσεις νοσοκομείων έχουν ήδη βγάλει εκτός υπηρεσίας τους ανεμβολίαστους εργαζόμενους, όπως αναφέρει η ΠΟΕΔΗΝ
Ακριβή εικόνα για τον αριθμό των υγειονομικών που δεν εμβολιάστηκαν και θα τεθούν σε καθεστώς αναστολής δεν υπάρχει, ωστόσο μέχρι αργά χθες οι ανεμβολίαστοι ανέρχονταν σε περίπου 10.000. Δηλαδή λίγες ώρες πριν την εκπνοή της προθεσμίας ένα 10% επί των 100.000 που εργάζονται στα δημόσια νοσοκομεία της χώρας, παρέμεναν ανεμβολίαστοι.
Την ίδια ώρα, η ΠΟΕΔΗΝ προγραμματίζει νέες κινητοποιήσεις προτάσσοντας ως αιτήματα κανένας εργαζόμενος να μη χάσει τη δουλειά του και μιλώντας για δυσαναπλήρωτα κενά που δημιουργούνται από σήμερα στη Δημόσια Υγεία.
Αύριο, Πέμπτη 2 Σεπτεμβρίου προκηρύσσει στάση εργασίας 10.00 - 15.00 και συγκεντρώσεις στις 11.00 π.μ., για την Αττική στο υπουργείο Υγείας, για τη Θεσσαλονίκη στο υπουργείο Μακεδονίας- Θράκης και για την περιφέρεια στις κατά τόπους ΥΠΕ και στις πύλες των νοσοκομείων.
Το αίτημα της ΠΟΕΔΗΝ
Στο μεταξύ και η ΠOEΔΗΝ έχει καταθέσει στο Συμβούλιο της Επικρατείας και αίτηση ακύρωσης της απόφασης κατά του υποχρεωτικού εμβολιασμού, η οποία έχει προσδιοριστεί να συζητηθεί στις 8 Οκτωβρίου.
Η ΠΟΕΔΗΝ, στην αίτηση ακύρωσης υποστηρίζει ότι πριν την θέσπιση της υποχρεωτικότητας του εμβολιασμού στον χώρο της Υγείας και των Δομών Κοινωνικής Πρόνοιας δεν υπήρξε επιστημονική και επιδημιολογική τεκμηρίωση για την αναγκαιότητα λήψης ενός τέτοιου μέτρου, όπως εξάλλου θεωρεί επιβεβλημένο η Επιτροπή Βιοηθικής και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας αλλά και η υφιστάμενη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Ακόμη επισημαίνει πως, με το υπό κρίση μέτρο, παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας καθώς δεν εξετάστηκε καν η λήψη ηπιότερων μέτρων, όπως η υποχρεωτική προσκόμιση διαγνωστικού τεστ, για όσους δεν επιθυμούν να εμβολιαστούν.
Η Πανελλήνια Ομοσπονδία Εργαζομένων στα Δημόσια Νοσοκομεία (ΠΟΕΔΗΝ) οργανώνει συγκέντρωση διαμαρτυρίας για την υποχρεωτικότητα στους εμβολιασμούς στην Αχαΐα, με τον πρόεδρο της Μιχάλη Γιαννάκο να ζητά παράταση για να πειστούν και οι υπόλοιποι 10.000 περίπου εργαζόμενοι σε Δομές υγείας και νοσοκομείων εκ των οποίων η συντριπτική πλειοψηφία φαίνεται να είναι νοσηλευτές και διοικητικό προσωπικό.