*Γράφουν οι Πάνος Τσακλόγλου και Παυλίνα Καρασιώτου
Ο όρος «εθνική σύνταξη» είναι σχετικά πρόσφατος στο συνταξιοδοτικό μας σύστημα. Εισήχθη το 2016 με το νόμο 4387 και είναι το ποσό που καταβάλλεται στον κάθε συνταξιούχο από τον κρατικό προϋπολογισμό. Δηλαδή, στην ουσία πρόκειται για μεταφορά από τον φορολογούμενο πολίτη προς τον συνταξιούχο για την ενίσχυση του βιοτικού επιπέδου του τελευταίου.
Αποτελεί το αναδιανεμητικό τμήμα της σύνταξης και είναι απόλυτα διακριτό από το ανταποδοτικό κομμάτι της κύριας σύνταξης, το οποίο είναι συνάρτηση του χρόνου εργασίας (για την ακρίβεια, του διαστήματος καταβολής ασφαλιστικών εισφορών) και του ύψους των εισφορών που κατέβαλε ο συνταξιούχος και οι εργοδότες του κατά τη διάρκεια του εργασιακού του βίου. Το ύψος της πλήρους μηνιαίας εθνικής σύνταξης – δηλαδή αυτής που καταβάλλεται σε όσους έχουν τουλάχιστον είκοσι χρόνια εισφορών – είναι 384 ευρώ και για μία πολύ μεγάλη ομάδα συνταξιούχων η εθνική σύνταξη αποτελεί το μεγαλύτερο κομμάτι του εισοδήματός τους.
Μέσω της εθνικής σύνταξης επιτυγχάνεται ο στόχος της τριμερούς χρηματοδότησης του συστήματος (κράτος, εργαζόμενος, εργοδότης) και στην ουσία λειτουργεί ως προστασία από τη φτώχεια στην τρίτη ηλικία για ανθρώπους που είτε δούλεψαν σχετικά λίγα χρόνια, είτε είχαν χαμηλά εισοδήματα κατά τη διάρκεια του εργασιακού τους βίου. Για τη χορήγησή της, πέρα από τη γενική προϋπόθεση να έχει εργαστεί κάποιος τουλάχιστον 15 χρόνια, απαιτείται επιπλέον, η παραμονή στη χώρα για 40 έτη. Για κάθε έτος παραμονής λιγότερο από τα 40, η εθνική σύνταξη μειώνεται κατά 1/40.
Η προϋπόθεση της παραμονής στη χώρα είναι γενική και δεν σχετίζεται με την εθνικότητα ή την υπηκοότητα του ασφαλισμένου. Σχετίζεται περισσότερο, μπορεί να πει κανείς, με το πόσα χρόνια κάποιος κατέβαλε φόρους και συμμετείχε στη οικονομική ζωή της χώρας. Παρόμοιες προβλέψεις υπάρχουν στα ασφαλιστικά συστήματα αρκετών ευρωπαϊκών χωρών που έχουν θεσμούς παρόμοιους με αυτόν της «εθνικής σύνταξης».
Σε αυτό το γενικό σύστημα, εισήχθη πρόσφατα μια εξαίρεση, ή για να είμαστε πιο ακριβείς, μια μεταβατική περίοδος για συγκεκριμένη ομάδα συμπολιτών μας. Η εξαίρεση αυτή αφορά ομογενείς μας από την Αλβανία και από χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης και κρίθηκε αναγκαία, προκειμένου να διορθώσει μια αντικειμενική αδικία που υφίστανται έως και σήμερα αυτοί οι ασφαλισμένοι.
Οι ομογενείς αυτών των δύο κατηγοριών, ζούσαν σε πολιτικά ανελεύθερα καθεστώτα έως και τις αρχές της δεκαετίας του 1990 και αντιμετώπιζαν κλειστά σύνορα. Ως εκ τούτου, ήταν αντικειμενικά αδύνατο να έρθουν και να εργαστούν στη χώρα. Δεν ισχύει το ίδιο για όλους τους υπόλοιπους, Έλληνες πολίτες και μη, οι οποίοι μπορούσαν ανά πάσα στιγμή να επιλέξουν να βρίσκονται και να εργάζονται στην Ελλάδα και να έχουν κατά τη στιγμή της συνταξιοδότησής τους τα απαιτούμενα 40 έτη παραμονής στη χώρα.
Για το λόγο αυτό, υλοποιώντας προσωπική δέσμευση του πρωθυπουργού προς τους ομογενείς μας, τον περασμένο Μάρτιο ψηφίστηκε η εν λόγω διάταξη, η οποία εξειδικεύτηκε με πρόσφατη κοινή υπουργική απόφαση των υπουργών Εργασίας, Οικονομικών, Εξωτερικών, Εσωτερικών και Προστασίας του Πολίτη. Συγκεκριμένα, με τη διάταξη αυτή μειώνονται από 40 σε 30 τα έτη διαμονής στη χώρα τα οποία απαιτούνται για να λάβει κάποιος πλήρη εθνική σύνταξη. Για όσους είναι ήδη συνταξιούχοι ή θα καταστούν συνταξιούχοι εντός του 2022, η πλήρης εθνική σύνταξη θα τους καταβάλλεται εφόσον έχουν 30 έτη διαμονής στη χώρα, ενώ για κάθε χρόνο που υπολείπεται των 30 θα μειώνεται κατά 1/30.
Ουσιαστικά, η διάταξη αυτή υπονοεί ότι από το 1992 και εφεξής και αυτή η ομάδα των ομογενών θα μπορούσε να έρθει και να εργασθεί στη χώρα μας. Το όριο των 30 ετών αναπροσαρμόζεται ετησίως, έτσι ώστε μετά από μία δεκαετία, οι προϋποθέσεις εξομοιώνονται με αυτές του γενικού πληθυσμού και πλέον θα απαιτούνται 40 χρόνια διαμονής για κάθε δικαιούχο για την παροχή πλήρους εθνικής σύνταξης.
Ο επανυπολογισμός της εθνικής σύνταξης θα γίνει αναδρομικά από 1.1.2022 για όσους ήταν ήδη συνταξιούχοι εκείνη την ημερομηνία και από την ημερομηνία έναρξης καταβολής της σύνταξης εφόσον κατέστησαν συνταξιούχοι σε μεταγενέστερη ημερομηνία. Με τον τρόπο αυτό αποκαθίσταται μια αδικία για περίπου 15.000 άτομα που είναι ήδη συνταξιούχοι, ενώ οι δυνητικά ωφελούμενοι που θα καταστούν συνταξιούχοι μέσα στην επόμενη δεκαετία εκτιμώνται σε περίπου 50-55.000 άτομα.
Το ακαθάριστο κόστος για τον κρατικό προϋπολογισμό -δηλαδή, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι δευτερογενείς θετικές δημοσιονομικές επιπτώσεις μέσω φορολογίας και εισφορών κοινωνικής ασφάλισης - κατά το πρώτο έτος εφαρμογής του μέτρου ανέρχεται σε 24 εκατομμύρια ευρώ. Τα επόμενα χρόνια αυξάνει μέχρι το μέγιστο των 37 εκατομμύριων ευρώ, και, κατόπιν, σταδιακά μειώνεται και, εν τέλει, εκμηδενίζεται σε βάθος χρόνου.
Η συγκεκριμένη διάταξη συμβάλει στην προώθηση της κοινωνικής δικαιοσύνης και στην βελτίωση του βιοτικού επιπέδου μίας ευάλωτης ομάδας συμπατριωτών μας, χωρίς να θίγει τον πυρήνα της φιλοσοφίας της «εθνικής σύνταξης». Η εθνική σύνταξη εξακολουθεί να αποτελεί τη συμβολή του κρατικού προϋπολογισμού στο κοινωνικοασφαλιστικό μας σύστημα και το 2032 οπότε και συμπληρώνονται 40 χρόνια από το νοητό χρονικό όριο ανοίγματος των συνόρων των χωρών προέλευσης των συγκεκριμένων ομάδων ομογενών, επανερχόμαστε στην ενιαία πρόβλεψη της τεσσαρακονταετίας παραμονής στη χώρα για τη λήψη πλήρους εθνικής σύνταξης.
* Ο Πάνος Τσακλόγλου είναι Υφυπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων
* Η Παυλίνα Καρασιώτου είναι Γενική Γραμματέας Κοινωνικής Ασφάλισης