Με λιγότερους από πέντε μήνες να απομένουν μέχρι τις Ενδιάμεσες Εκλογές του 2022, όπου- μεταξύ άλλων- το σύνολο των μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων και το 1/3 των Γερουσιαστών θα τεθούν υπό την κρίση του εκλογικού σώματος, οι προοπτικές για το Δημοκρατικό Κόμμα διαγράφονται εξαιρετικά δυσοίωνες. Με τα ποσοστά αποδοχής του προέδρου Μπάιντεν να βρίσκονται υπό το 40%, σύμφωνα με τις τελευταίες μετρήσεις, και τα σύννεφα, που μαζεύονται πάνω από την αμερικανική και παγκόσμια οικονομία, οι περισσότεροι πολιτικοί αναλυτές προεξοφλούν την έντονη αποδοκιμασία του Δημοκρατικού Κόμματος στις κάλπες.
Υπό μία έννοια, κάτι τέτοιο είναι αναμενόμενο αφού σχεδόν πάντα οι ενδιάμεσες εκλογές καταλήγουν σε ήττα, πολλές φορές συντριπτική, του κόμματος που ελέγχει το Λευκό Οίκο, ιδιαιτέρως όταν κατέχει και την πλειοψηφία στο Κογκρέσο, όπως έγινε πιο πρόσφατα το 2018 και το 2010.
Οι εκλογές αυτές τείνουν να λειτουργούν ως βαλβίδα εκτόνωσης της δυσαρέσκειας όχι μόνο ψηφοφόρων του «αντιπολιτευόμενου» κόμματος, που συνήθως αδημονούν να την εκφράσουν, αλλά επιπλέον της κριτικής διάθεσης των «συμπολιτευόμενων» ψηφοφόρων, πολλοί από τους οποίους ίσως θέλουν να στείλουν προειδοποιητικό μήνυμα διόρθωσης πορείας μέσω της αποχής και της απογοήτευσης πιο κεντρώων ψηφοφόρων που ακόμη κι αν έχουν επιφυλάξεις για το αντιπολιτευόμενο κόμμα, συνήθως προτιμούν να εκφράσουν τη δυσαρέσκεια τους έναντι του εκάστοτε προέδρου.
Τούτων δοθέντων, πολλοί αναλυτές ήδη προεξοφλούν την απώλεια της Βουλής των Αντιπροσώπων για τους Δημοκρατικούς, ενώ στη Γερουσία τα πράγματα είναι πιο περίπλοκα, καθώς η μεγάλη πλειοψηφία των Γερουσιαστών, των οποίων οι θέσεις είναι προς επανεκλογή φέτος είναι Ρεπουμπλικάνοι και ο εκλογικός χάρτης είναι ιδιαιτέρως ευνοϊκός για τους Δημοκρατικούς, σε βαθμό που ίσως να μπορεί να επικρατήσει τόσο του τρέχοντος πολιτικού κλίματος και της πολιτικής ιστορίας που προοιωνίζει ήττα τους.
Αυτό που μπορεί να ειπωθεί με σιγουριά είναι πως, βάσει όσων έχουν συμβεί στο παρελθόν, το αποτέλεσμα των ενδιάμεσων εκλογών δεν είναι οιωνός του τι μπορεί να συμβεί δύο χρόνια αργότερα στις προεδρικές εκλογές. Οι πρόεδροι Ομπάμα και Κλίντον, το 1996 και το 2012, πέτυχαν θριαμβευτικές επανεκλογές αμέσως μετά από τις δύο ίσως χειρότερες συντριβές που έχει υποστεί το κόμμα του προέδρου σε ενδιάμεσες εκλογές στη σύγχρονη πολιτική ιστορία των ΗΠΑ. Αυτό συμβαίνει για διάφορους λόγους.
Καταρχήν είναι διαφορετικό το διακύβευμα, αφού στις Ενδιάμεσες εκλογές ο κόσμος γνωρίζει πως ότι κι αν συμβεί ο Λευκός Οίκος δεν θα αλλάξει ένοικο. Είναι διαφορετική η σύνθεση του εκλογικού σώματος, που τείνει να είναι σημαντικά μικρότερο στις Ενδιάμεσες Εκλογές. Εν κατακλείδι, είναι γενικά τα διαφορετικά κριτήρια ψήφου, οδηγώντας σε πολύ διαφοροποιημένο πολιτικό πλαίσιο ανάμεσα στις Ενδιάμεσες και τις Προεδρικές Εκλογές.
Ωστόσο, η προχωρημένη ηλικία του Τζο Μπάιντεν, η έλλειψη χαρισματικότητας αλλά κι εμφανίσεις σαν αυτή στην δημοφιλή εκπομπή του Jimmy Kimmel, όπου ο πρόεδρος φάνηκε να χάνει συχνά τον ειρμό του και να απαντά συγκεχυμένα στις ερωτήσεις που του τέθηκαν, εντείνουν τους φόβους των Δημοκρατικών ότι δύσκολα θα επαναλάβει την πολιτική επανάκαμψη των Δημοκρατικών προκατόχων του. Αν το 2020 φαινόταν σαν ο πλέον κατάλληλος υποψήφιος για να εκφράσει τη δυσαρέσκεια της πλειοψηφίας των Αμερικανών έναντι του Ντόναλντ Τραμπ, τώρα ίσως είναι ο πλέον ευάλωτος.
Επιπλέον, έστω κι αν δεν προδικάζει αποτυχία διατήρησης του Λευκού Οίκου το 2024, τυχόν ήττα και έλεγχος του Κογκρέσου, ιδιαιτέρως της Γερουσίας, της οποίας η έγκριση απαιτείται για διορισμούς Ομοσπονδιακών Δικαστών και άλλων Αξιωματούχων, θα έχει σοβαρές συνέπειες.
Πέραν της σχεδόν πλήρους νομοθετικής παράλυσης που λογικά θα επέλθει, της ανάγκης για σοβαρούς συμβιβασμούς στο θέμα του προϋπολογισμού και των εξεταστικών επιτροπών που αναμένεται να συστήσουν με την παραμικρή αφορμή οι Ρεπουμπλικάνοι σε περίπτωση ανάκτησης της πλειοψηφίας, οι δημόσιες συνεδριάσεις της Επιτροπής για τη διερεύνηση των όσων συνέβησαν την 6η Ιανουαρίου 2021, έχουν γεννήσει έναν καινούργιο, πρωτοφανή φόβο.
Όσο η Επιτροπή ξεδιπλώνει το κουβάρι όσων συνέβησαν, καθίσταται ολοένα και πιο ξεκάθαρο πως ο πρώην Πρόεδρος Τραμπ, συνεπικουρούμενος από μία μικρή ομάδα συμβούλων, επιχείρησε να παρεμποδίσει με κάθε τρόπο την επικύρωση από το Κογκρέσο της νίκης του αντιπάλου του.
Αν και τότε αρκετοί Ρεπουμπλικάνοι, τόσο σε τοπικό επίπεδο, όπως ο Υπουργός Εσωτερικών της Πολιτείας της Τζόρτζια, όσο και στο Κογκρέσο, με προεξέχοντα τον τότε Πρόεδρο της Γερουσίας και Αντιπρόεδρο των ΗΠΑ, Μαικ Πενς, αντιστάθηκαν στις πιέσεις αυτές κι απέτρεψαν κάτι τέτοιο, φαίνεται πως το ανανεωμένο μετά τις Ενδιάμεσες Εκλογές, Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, θα έχει στις τάξεις του πολλούς περισσότερους υπέρμαχους της θεωρίας των κλεμμένων εκλογών. Αυτοί θα είναι έτοιμοι να συστρατευθούν σε τυχόν αμφισβήτηση του εκλογικού αποτελέσματος, είτε από τον ίδιο τον Τραμπ, αν αποφασίσει να είναι υποψήφιος, είτε από κάποιον άλλο Ρεπουμπλικάνο υποψήφιο με παρόμοια παρόρμηση αδυναμίας παραδοχής της ήττας.
Αυτό το ενδεχόμενο καθιστά πιθανό ένα σενάριο όπου το ελεγχόμενο από τους Ρεπουμπλικάνους Κογκρέσο απλώς θα αρνηθεί, με κάποιο πρόσχημα, να επικυρώσει τη νίκη του Δημοκρατικού Υποψηφίου. Κάτι τέτοιο θα οδηγούσε σε αχαρτογράφητα νερά, πρωτοφανές συνταγματικό χάος και πολιτικοκοινωνική πόλωση που θα παρέπεμπε στην εποχή του εμφυλίου. Ίσως λοιπόν, τελικά, ένα ασυνήθιστο πιθανό διακύβευμα των επικείμενων ενδιάμεσων εκλογών να είναι, κατά ένα μέχρι πρότινος αδιανόητο τρόπο, και η τύχη των επόμενων προεδρικών εκλογών.
* Νικόλας Νικολαΐδης, Διδάκτωρ Πολιτικών Επιστημών ΕΚΠΑ, Δικηγόρος