Η μεγαλύτερη διαρροή δεδομένων της CIA σχετικά με τα υψηλής τεχνολογίας εργαλεία λογισμικού και τις τεχνικές που χρησιμοποιεί η αμερικανική υπηρεσία για να παραβιάζει την ασφάλεια των smartphones, των computers, αλλά και των συνδεδεμένων με το Ιντερντ τηλεοράσεων από τον ιστότοπο WikiLeaks δημιουργεί ενόχληση, φόβο και ορισμένα ερωτηματικά.
Ενόχληση για το γεγονός ότι μία υπηρεσία που αποστολή της είναι να κλέβει τα μυστικά άλλων δεν μπόρεσε να φυλάξει τα δικά της μυστικά.
Φόβο για το έλλειμμα κάλυψης από την αμερικανική υπηρεσία Πληροφοριών στόχων, οι οποίοι, γνωρίζοντας πλέον τι μπορούν να κάνουν οι πράκτορες, έχουν πλέον τη δυνατότητα να αλλάξουν τη συμπεριφορά τους και να διαφύγουν της παρακολούθησης.
Ερωτηματικά σχετικά με το πώς λειτουργεί η ισορροπία ανάμεσα στην κάλυψη των κενών της τεχνολογίας σε είδη κατανάλωσης και την εκμετάλλευσή τους για τη συλλογή πληροφοριών: όταν, δηλαδή, μία υπηρεσία εντοπίζει ένα κενό ασφαλείας σε μία τεχνολογική εφαρμογή και πρέπει να αποφασίσει αν θα ειδοποιήσει τον κατασκευαστή για να το κλείσει, βελτιώνοντας την ασφάλεια της εφαρμογής, ή αν θα αποσιωπήσει το γεγονός ώστε να μπορεί να το εκμεταλλευθεί για να συλλέγει πληροφορίες, γράφει ο ειδικός συντάκτης σε θέματα ασφαλείας του BBC Γκόρντον Κορέρα.
Αντίθετα με τα έγγραφα για την National Security Agency (NSA) που αποκαλύφθηκαν από τον Εντουαρντ Σνόουντεν το 2013, τα στοιχεία για την CIA που αποκαλύφθηκαν χθες από τον ιστότοπο WikiLeaks δεν περιλαμβάνουν παραδείγματα του τρόπου με τον οποίο τα τεχνολογικά εργαλεία παρακολούθησης της αμερικανικής Υπηρεσίας Πληροφοριών χρησιμοποιήθηκαν κατά ξένων στόχων, γεγονός που μπορεί να περιορίσει τη ζημιά της διαρροής για την εθνική ασφάλεια. Ομως, η διαρροή είναι εξαιρετικά ενοχλητική για μία υπηρεσία που εξαρτάται από την μυστικότητα, αναφέρεται στο σημερινό δημοσίευμα των New York Times.
Ο Ρόμπερτ Μ. Τσέσνι, ειδικός σε θέματα νομοθεσίας εθνικής ασφαλείας στο University of Texas, συνδέει την εργαλειοθήκη της CIA με τα εργαλεία πειρατείας της NSA που αποκαλύφθηκαν τον περασμένο χρόνο από την αυτοαποκαλούμενη Shadow Brokers ομάδα χάκερς.
«Αν (τα στοιχεία) είναι αληθινά, αυτό σημαίνει ότι η NSA δεν είναι η μόνη (υπηρεσία) που έχει ένα προχωρημένο και επίμονο πρόβλημα λειτουργικής ασφάλειας των εργαλείων αυτών», σχολιάζει στους New York Times.
Αν και δεν υπήρξε δημόσια επιβεβαίωση της αυθεντικότητας των στοιχείων της διαρροής, αμερικανός κυβερνητικός αξιωματούχος δήλωσε ότι τα ντοκουμέντα είναι αυθεντικά, ενώ πρώην αξιωματούχος των αμερικανικών υπηρεσιών Πληροφοριών δήλωσε ότι ορισμένες από τις κωδικές ονομασίες προγραμμάτων της CIA, ένα οργανωτικό πλάνο και η περιγραφή μίας βάσης ηλεκτρονικής πειρατείας δείχνουν ότι είναι αυθεντικά, αναφέρεται στο δημοσίευμα της εφημερίδας.
«Ανθρωποι που γνωρίζουν πολλά για θέματα ασφαλείας και πειρατείας θεωρούν ότι η CIA έχει τουλάχιστον επενδύσει στην απόκτηση τέτοιων ικανοτήτων και, αν δεν το έκανε, τότε κάποιος άλλος θα το έκανε- η Κίνα, το Ιράν, η Ρωσία, όπως και πολλοί ιδιωτικοί παράγοντες», δηλώνει ο Μπο Γουντς, υποδιευθυντής του Cyber Statecraft Initiative του Atlantic Council στην Ουάσινγκτον, ο οποίος θεωρεί ότι οι αποκαλύψεις είναι πιθανόν να δημιουργήσουν ανησυχίες στις ΗΠΑ και στο εξωτερικό για την «αξιοπιστία της τεχνολογίας όταν η κυβερνοασφάλεια έχει συνέπειες στην ζωή των ανθρώπων και τη δημόσια ασφάλεια».
Σύμφωνα με τον Μπεν Γουίζνερ, επικεφαλής του American Civil Liberties Union''s Speech, Privacy and Technology Project, τα έγγραφα δείχνουν ότι η κυβέρνηση αποσιώπησε σκοπίμως κενά ασφαλείας σε τηλεφωνικές και άλλες συσκευές ώστε να διευκολύνει την κατασκοπεία.
«Αυτά τα κενά ασφαλείας θα γίνουν αντικείμενο εκμετάλλευσης όχι μόνο από τις δικές μας υπηρεσίες ασφαλείας, αλλά και από χάκερς και κυβερνήσεις σε ολόκληρο τον κόσμο», προειδοποιεί ο Μπεν Γουίζνερ. «Η κάλυψη των κενών ασφαλείας αμέσως, αντί της συσσώρευσής τους, είναι ο καλύτερος τρόπος για να γίνει ασφαλέστερη ψηφιακή ζωή όλων».
Ο WikiLeaks δεν αποκάλυψε την πηγή των πληροφοριών του, αποκαλώντας την Vault 7, αλλά ανέφερε ότι τα στοιχεία κυκλοφορούσαν μεταξύ πρώην χάκερς της κυβέρνησης των ΗΠΑ και συνεργαζόμενων με τις υπηρεσίες Πληροφοριών κατά «ανεπίσημο» τρόπο. Ενας από αυτούς ήταν η πηγή της διαρροής, ισχυρίσθηκε ο ιστότοπος.
Ομως, ο Τζέιμς Λιούις, ειδικός σε θέματα κυβερνοασφάλειας στο Center for Strategic and International Studies της Ουάσινγκτον, αναφέρθηκε σε μία άλλη πιθανότητα: ένα ξένο κράτος, το πιθανότερο η Ρωσία, έκλεψε τα έγγραφα μέσω πειρατείας ή άλλων τρόπων και τα παρέδωσε τον WikiLeaks, που μπορεί να μην γνωρίζει τον τρόπο με τον οποίο αποκτήθηκαν.
«Πιστεύω ότι μία ξένη δύναμη είναι η πιθανότερη πηγή αυτών των εγγράφων, παρά ένας βασανισμένος από τις τύψεις whistleblower της CIA», δήλωσε ο Τζέιμς Λιούις στους New York Times.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ