© AP Photo/Eddie Worth
Της Catherine Hickley
Η Γερμανία έχει ασχοληθεί με τη μακρά σκιά της λεηλασίας των ναζιστικών χρόνων για πολλά χρόνια. Τώρα η κυβέρνηση βάζει χρήματα στην άκρη για να ερευνήσει ένα άλλο σκοτεινό κεφάλαιο του παρελθόντος: την απαλλοτρίωση έργων τέχνης από τη Stasi, τη μυστική αστυνομία της Ανατολικής Γερμανίας, κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Η έρευνα θα μπορούσε να ανοίξει την πόρτα σε νέες αξιώσεις αποζημιώσεων από τις οικογένειες των θυμάτων.
Μαζικές Κλοπές
Στο τέλος του 1961, λίγους μήνες μόλις μετά την ανέγερση του Τείχους του Βερολίνου, ο υπουργός κρατικής ασφαλείας της Ανατολικής Γερμανίας, Erich Mielke, έδωσε εντολές για μια μυστική επιχείρηση για να εξαναγκάσει να ανοιχτούν εγκαταλελειμμένα, ιδιωτικά ενοικιασμένα θησαυροφυλάκια σε τράπεζες, θυρίδες ασφαλείας και χρηματοκιβώτια σε περίπου 4.000 τοποθεσίες σε ολόκληρη τη χώρα και να αδειάσει το περιεχόμενό τους.
Η επιχείρηση, γνωστή ως Aktion Licht (Επιχείρηση Φως), διήρκεσε από τις 6 έως τις 9 Ιανουαρίου 1962. Ήταν μια μαζική κλοπή περιουσιακών στοιχείων από εκείνους που είχαν εγκαταλείψει τη χώρα, με τις ευλογίες του κράτους. Οι κατασχεμένοι θησαυροί ανήκαν στους Ανατολικο-Γερμανούς που είχαν δραπετεύσει στη Δύση, αλλά και στους Εβραίους που αναγκάστηκαν να φύγουν ή να απελαθούν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης κατά τη διάρκεια του Τρίτου Ράιχ.
Οι πράκτορες της Stasi σάρωσαν κοσμήματα, χρυσό, ασήμι, ρολόγια, πορσελάνες, συλλογές γραμματοσήμων, χειρόγραφα, γλυπτά και πίνακες ζωγραφικής συμπεριλαμβανομένων έργων των Lucas Cranach, Canaletto, Albrecht Durer και Rembrandt- και τα έβαλαν σε στοίβες σε φορτηγά. Βρήκαν, επίσης, κρυμμένα βιβλία και μετάλλια για τα μέλη του ναζιστικού κόμματος, χρήσιμα ενδεχομένως για εκβιασμούς, καθώς και βιβλία καταθέσεων και συμβόλαια για ασφάλεια ζωής. Η Stasi εκτίμησε την αξία των ευρημάτων της σε 4,1 εκατομμύρια μάρκα -περίπου 10 εκατομμύρια δολάρια εκείνη την εποχή. Ο Mielke έκρινε την Aktion Licht επιτυχημένη.
«Όλη αυτή η επιχείρηση διεξήχθη μέσα σε ένα Σαββατοκύριακο όσο το δυνατόν πιο κρυφά γινόταν», λέει ο Uwe Hartmann, επικεφαλής του ερευνητικού τμήματος προέλευσης στο στο γερμανικό Lost Art Foundation στο Μαγδεμβούργο. Το ίδρυμα δημιουργήθηκε από τη γερμανική κυβέρνηση το 2015, για να ερευνήσει τις λεηλασίες από τους Ναζί και να παράσχει ένα σημείο επαφής για τις οικογένειες των θυμάτων. «Εξακολουθούμε να μη γνωρίζουμε πολλά γι' αυτό», λέει.
Αυτό πρόκειται να αλλάξει. Η γερμανική κυβέρνηση σχεδιάζει να διαθέσει πόρους, μέσω του Lost Art Foundation, για να ερευνήσει κλοπές τέχνης που έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια της σοβιετικής κατοχής και του ανατολικογερμανικού κομμουνιστικού καθεστώτος. Το πρώτο βήμα θα είναι η διερεύνηση του Aktion Licht και η σύνταξη μιας λίστας πηγών, όπως τα αρχεία της Stasi, τα οποία ενδέχεται να περιέχουν περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τις κατασχέσεις.
Το Lost Art Foundation παραμένει αμετακίνητο στο ότι αυτή η έρευνα δε θα επηρεάσει την κύρια δραστηριότητά του, η οποία είναι να χρηματοδοτεί έρευνες για την ανίχνευση των λεηλατημένων από τους Ναζί έργων τέχνης και βιβλίων που βρίσκονται σε δημόσια μουσεία και βιβλιοθήκες. Εντούτοις, αυξάνεται το ενδεχόμενο περισσότερων αιτήσεων επαναπατρισμού από ιδιοκτήτες των οποίων η περιουσία απαλλοτριώθηκε από το ανατολικογερμανικό καθεστώς.
Το κλεπτοκρατικό κράτος
Ξεκινώντας το 1945, οι ιδιοκτήτες τέχνης της Ανατολικής Γερμανίας έπεσαν θύματα μιας σειράς εφευρετικών μεθόδων απαλλοτρίωσης. Στο τέλος του πολέμου, οι ταξιαρχίες του Κόκκινου Στρατού άδειασαν όχι μόνο γερμανικά μουσεία, αλλά και αρχοντικά σπίτια και παλάτια ιδιωτών, στην προσπάθειά τους να εξασφαλίσουν αντίποινα για την καταστροφή που είχε φέρει ο γερμανικός στρατός στη Σοβιετική Ένωση. Εκατομμύρια αντικείμενα, όπως πίνακες ζωγραφικής, αντίκες και γλυπτά, κατασχέθηκαν και μεταφέρθηκαν στη Σοβιετική Ένωση.
Το Σεπτέμβριο του 1945, σε συνδυασμό με μια αποκαλούμενη μεταρρύθμιση γης στην Ανατολική Γερμανία κατά την οποία απαλλοτριώθηκε ιδιωτική γη, ό,τι δεν είχε λεηλατηθεί ήδη, κατασχέθηκε σε μια επιχείρηση γνωστή ως Schlossbergung ή «περίσωση παλατιών». Στην περιοχή της Σαξονίας, τα κλεμμένα αντικείμενα πουλήθηκαν στο Albertinum στη Δρέσδη. Μεταξύ των αγοραστών ήταν έμποροι που ήταν ενεργοί στο Τρίτο Ράιχ, καθώς και ανατολικογερμανικά μουσεία απελπισμένα να αναπληρώσουν τις λεηλατημένες συλλογές τους.
Μετά το 1970, η προτιμώμενη μέθοδος κλοπής από τις αρχές της Ανατολικής Γερμανίας ήταν η κατασκευή αστρονομικών φορολογικών λογαριασμών και στη συνέχεια η κατάσχεση έργων τέχνης όταν τα θύματα δεν μπορούσαν να πληρώσουν. Όπως με την Aktion Licht, ο στόχος αυτής της πολιτικής ήταν να αυξηθεί το απαιτούμενο ρευστό για το καθεστώς. Τα αντικείμενα που κατασχέθηκαν στη συνέχεια είτε εξαγοράστηκαν από μουσεία της Ανατολικής Γερμανίας -τα οποία έπρεπε να ανταγωνιστούν γι ''αυτά- είτε, συνηθέστερα, αποστέλλονταν στην περίφημη αποθήκη Muhlenbeck προς πώληση στη Δύση.
Ο οργανισμός που ήταν υπεύθυνος με την πώληση αυτών των ειδών στο εξωτερικό ήταν η σκιώδης Kommerzielle Koordinierung ή KoKo. Καθώς οι ιδιωτικές συλλογές μειώνονταν αριθμητικά, η KoKo άσκησε αυξημενη πίεση για να κάνει τα μουσεία να δώσουν αντικείμενα που θα μπορούσαν να φέρουν πολύτιμο ξένο νόμισμα. Πολλά από τα έργα που αποδέσμευσαν τα μουσεία άνηκαν σε ιδιώτες και στη συνέχεια τα άρπαξαν τα ιδρύματα στις δημοπρασίες του Schlossbergung.
Τα αρχεία από την επιχείρηση Muhlenbeck, που απαριθμούν αντικείμενα που αποκτήθηκαν και πουλήθηκαν, δεν ήταν διαθέσιμα στο Ομοσπονδιακό Αρχείο του Βερολίνου μέχρι το 2015. Αυτά θα πρέπει επίσης να μελετηθούν.
«Είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι αυτό είναι ένα πρόβλημα που αφορά όλη τη Γερμανία», λέει ο Uwe Schneede, επίτιμο στέλεχος του διευθυντικού συμβουλίου του γερμανικού Lost Art Foundation. Τα αντικείμενα που κατασχέθηκαν στην ανατολή «πουλήθηκαν σε μεγάλο βαθμό από την κρατική κυβέρνηση της Ανατολικής Γερμανίας στη Δύση για ρευστό και εξακολουθούν να βρίσκονται σήμερα εκεί».