Ο William Kentridge στο ίδρυμά του © Stella Olivier
Μπορεί να μην ξέρετε ποιος είναι ο William Kentridge, αλλά αν ήσασταν στην Αθήνα τον Ιούνιο μέχρι αρχές Ιούλη και περάσατε από τη Διονυσίου Αεροπαγίτου, τότε σίγουρα έχετε δει ένα έργο του. Είναι ο καλλιτέχνης πίσω από την τεράστια προβολή που βρισκόταν κατά μήκος του πεζόδρομου στο ύψος του Μουσείου Ακρόπολης, η οποία φέρει τον τίτλο More Sweetly Play the Dance και είχε παρουσιαστεί στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών. Ένα από τα πιο ηχηρά ονόματα του φετινού φεστιβάλ, καθώς ο Kentridge είναι ένας από τους πιο γνωστούς καλλιτέχνες που δημιουργούν με κύριο μέσω τις ταινίες animation.
Αυτός ο νοτιοαφρικανός καλλιτέχνης, λοιπόν, έστησε ένα καλλιτεχνικό ίδρυμα κοντά στο εργαστήριό του στο Γιοχάνεσμπουργκ, παρέχοντας έναν «ασφαλή χώρο για αβεβαιότητα, αμφιβολία, ηλιθιότητα και, κατά καιρούς, αποτυχία», λέει.
Ο Kentridge έχει ονομάσει το ίδρυμά του Centre for the Less Good Idea (Κέντρο για τη Λιγότερο Καλή Ιδέα) -μια αναφορά στη διαδικασία της δημιουργίας, κατά τη διάρκεια της οποίας συχνά καλλιτέχνες ξεφεύγουν από την εξερεύνηση της αρχικής τους ιδέας, για να εστιάσουν στις «δευτερεύουσες ιδέες που προκύπτουν κατά τη διαδικασία δημιουργίας», λέει.
Έστησε το ίδρυμά του στο συγκρότημα Arts on Main, μια πρώην αποθήκη στο κέντρο του Γιοχάνεσμπουργκ, η οποία στεγάζει το εργαστήριό του, καθώς και άλλους χώρους τέχνης. Στόχος του είναι να ανταποκριθεί σε μια πραγματική ανάγκη της πόλης και ολόκληρης της χώρας για εναλλακτικές λύσεις σχετικά με τους δημόσιους χώρους τέχνης.
«Υπάρχει μια αίσθηση στο Γιοχάνεσμπουργκ και στη Νότια Αφρική ότι η δημόσια χρηματοδότηση των ιδρυμάτων καταρρέει», λέει ο Kentridge. «Η Πινακοθήκη του Γιοχάνεσμπουργκ, η πινακοθήκη της παιδικής μου ηλικίας, η οποία έχει μια θαυμάσια συλλογή νοτιοαφρικανικής και αφρικανικής τέχνης, καθώς και χαρακτικά του Rembrandt και άλλα πράγματα, έκλεισε το Φεβρουάριο. Είχε τοποθετήσια μια νέα οροφή, αλλά ήταν φτιαγμένη από χαλκό, ο οποίος είναι ένα πολύ επιθυμητό υλικό, οπότε η στέγη απομακρύνθηκε από κλέφτες τη νύχτα και έπειτα ήρθε η βροχή και έκανε ανεπανόρθωτη ζημιά σε πολλές από τις αίθουσες.»
Η εναρκτήρια σεζόν παραστάσεων, προβολών ταινιών και εκθέσεων τέχνης ξεκίνησε το Μάρτιο, σε διοργάνωση του σκηνοθέτη θεάτρου και θεατρικού συγγραφέα Khayelihle Dominique Gumede, του ποιητή, συγγραφέα και ακτιβιστή Lebogang Mashile, του χορευτή-χορογράφου Gregory Maqoma και του ίδιου του Kentridge. Συγκεντρώθηκαν 60 συμμετέχοντες, συμπεριλαμβανομένων ηθοποιών, χορευτών, ποιητών, συγγραφέων, καλλιτεχνών, συνθετών, κινηματογραφιστών και μποξέρ. Δούλεψαν μαζί για να δημιουργήσουν μια σειρά δημόσιων παραστάσεων, συμπεριλαμβανομένης της διεξαγωγής παραστάσεων τεσσάρων έργων του Samuel Beckett, ενός έργου του νιγηριανού θεατρικού συγγραφέα Wole Soyinka, μιας παρέλασης και μιας σειράς παραστάσεων σε συνεργασία με έναν τοπικό όμιλο πυγμαχίας.
«Είναι ένα μικρό κέντρο τέχνης, ο προϋπολογισμός είναι μέτριος, αλλά μας επιτρέπει να έχουμε δύο σεζόν το χρόνο, σεζόν που καθορίζονται από τους διαφορετικούς επιμελητές που τις τρέχουν», λέει ο Kentridge.
Σύμφωνα με δημοσιεύματα στο νοτιοαφρικανικό τύπο, ο Kentridge έχει δεσμευτεί να χρηματοδοτήσει την οργάνωση με 3 εκατομμύρια ραντ (229.000 δολάρια) ετησίως για τα επόμενα τρία χρόνια, αλλά αρνήθηκε να επιβεβαιώσει τον αριθμό.
Ελευθερία για εξερεύνηση
Ο Kentridge ελπίζει να δώσει στα δημιουργικά άτομα την ελευθερία να εξερευνήσουν τις ιδέες τους χωρίς να χρειάζεται να συμμορφωθούν με τις ιδέες των άλλων. Όταν οι μη κυβερνητικές οργανώσεις (ΜΚΟ) χρηματοδοτούν έργα τέχνης στη Νότιο Αφρική, «το έργο που δημιουργείται εξαρτάται πάντα από τις ανάγκες των ΜΚΟ και τις απαιτήσεις του τι πρέπει να φαίνεται στις προτάσεις των διαφόρων οργανώσεων, κάτι που δεν είναι ο τρόπος με τον οποίο γίνεται η τέχνη στα καλύτερά της», λέει ο Kentridge.
Οι καλλιτέχνες πρέπει να ακολουθούν τα ένστικτα τους, λέει, και να ακούν τις ιδέες άλλων δημιουργικών ατόμων, ακόμα και αν τα αποτελέσματα δεν είναι πάντα επιτυχημένα. «Από τις 19 παραστάσεις που κάναμε την πρώτη σεζόν, περίπου τέσσερις με έξι ήταν θεαματικές. Υπήρχαν και άλλες παραστάσεις που ήταν πραγματικά συνεκτκικές και ευφάνταστες, και μερικές που ήταν για τη δοκιμή των πραγμάτων, κάποιες από τις οποίες δε δούλεψαν και τόσο πετυχημένα.»
Ο Kentridge λέει ότι οι δικές του καλλιτεχνικές αποτυχίες τον έχουν κάνει τον καλλιτέχνη που είναι σήμερα. «Στη δική μου ζωή, υπήρξαν πολλές, πολλές αποτυχίες. Ήθελα να ζωγραφίζω με λάδια, απέτυχα σε αυτό. Πήγα στο Παρίσι για να γίνω ηθοποιός, απέτυχα και σε αυτό. Ήθελα να κάνω ταινίες και να γράφω σενάρια ταινιών, και επίσης απέτυχα σε αυτό. Και περιορίστηκα στο να γίνω καλλιτέχνης. Κι όμως, πολλά χρόνια αργότερα συνειδητοποίησα ότι όλες αυτές οι διαφορετικές πτυχές στις οποίες είχα προσπαθήσει να ειδικευτώ και να πετύχω, όλες αυτές οι αποτυχίες στην πραγματικότητα έδωσαν πολύ πλούσιο υλικό.»
Η δεύτερη σεζόν του κέντρου πάλι, λέει, «θα έχει ένα ισχυρό επιτελεστικό στοιχείο, καθώς αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο τα ακροατήρια συγκεντρώνονται και μια αίσθηση κοινότητας ενθαρρύνεται πολύ πιο δυναμικά από ότι στα εγκαίνια μιας έκθεσης τέχνης». Θα δοθεί έμφαση στο «έργο ηλεκτρολόγων μηχανικών και περφόρμερς και καλλιτέχνες».
Προσθέτει: «Ιδανικά, θα είχαμε το διπλάσιο χώρο και τα διπλάσια χρήματα, αλλά νομίζω ότι η μικρή κλίμακα είναι επίσης καλή. Μόλις μεγαλώσει, χάνεται σε ερωτήσεις επιτροπών και διαχειριστών και ξαφνικά όλοι πρέπει να γράψουν μεγάλες προτάσεις για να δικαιολογήσουν το έργο τους πριν γίνει, παρά να επιτρέψουν στο έργο να προκύψει από την αβεβαιότητα γύρω από αυτό.»