Του Κωνσταντίνου-Μάριου Βαζιουράκη
Τον Σεπτέμβριο του 2017, οι πολίτες της Αττικής ήρθαν αντιμέτωποι με ένα θλιβερό φαινόμενο για τη θαλάσσια ζώνη του Σαρωνικού και τις παραλίες του λεκανοπεδίου. Η πετρελαιοκηλίδα, την οποία προκάλεσε η βύθιση του μικρού δεξαμενόπλοιου «Αγία Ζώνη ΙΙ» και είχε ως αποτέλεσμα το «μαύρισμα» των ακτών της Σαλαμίνας, του Πειραιά, της Γλυφάδας και της Βούλας μέσα σε λίγα εικοσιτετράωρα, ήρθε να προστεθεί σε μια σειρά από παρόμοια ατυχή συμβάντα που έχουν σημειωθεί στον ελληνικό θαλάσσιο χώρο. Με πιο σημαντικό το ατύχημα του πετρελαιοφόρου «Irene's Serenade» ανοιχτά της Πύλου στις 23 Φεβρουαρίου 1980, το οποίο είχε ως αποτέλεσμα την κατάληξη 40.000 τόνων πετρελαίου στη θάλασσα, η Ελλάδα απαριθμεί πλέον τουλάχιστον δέκα παραπλήσια γεγονότα. Χαρακτηριστικά, από την περιοχή του Ασπροπύργου το 1987, το κεντρικό Αιγαίο το 1992, την Ελευσίνα το 1994 και τον Νότιο Ευβοϊκό το 2000, συνολικά πάνω από 50.000 τόνοι πετρελαίου φαίνεται να έχουν καταλήξει στο θαλάσσιο περιβάλλον μέσα σε σαράντα χρόνια - αριθμός καθόλου αμελητέος για τα ελληνικά χωρικά ύδατα.
Σε αντίθεση με το ιδιαίτερης σοβαρότητας ατύχημα του πετρελαιοφόρου «Exxon Valdez» στην Αλάσκα, τον Μάρτιο του 1989, αυτά τα γεγονότα είναι τυχερά μέσα στην ατυχία τους για τη χώρα μας, αφού οι κλιματικές συνθήκες και οι φυσικοχημικές παράμετροι των θαλασσών μας ευνοούν την αποτελεσματική αντιμετώπισή τους, με αναγκαία προϋπόθεση τη συντονισμένη και έγκαιρη κινητοποίηση όλων των εμπλεκόμενων φορέων.
Οι τρεις πιο διαδεδομένες μέθοδοι αντιμετώπισης των κηλίδων θεωρούνται ο μηχανικός καθαρισμός, ο χημικός διασκορπισμός και η επιτόπου καύση. Σύμφωνα με την πρώτη, πιο φιλική προς το περιβάλλον μέθοδο, πραγματοποιείται μηχανικός διαχωρισμός του πετρελαίου από την επιφάνεια της θάλασσας. Για να επιτευχθεί η διαδικασία αυτή, χρησιμοποιούνται κατάλληλα πλωτά φράγματα που περιορίζουν την εξάπλωση της πετρελαιοκηλίδας. Οταν η κηλίδα είναι πλέον «αιχμάλωτη» των φραγμάτων, τον κεντρικό ρόλο αναλαμβάνει να παίξει μία ατέρμονη μεταφορική ταινία, η οποία, χάρη στο προσροφητικό υλικό στην επιφάνειά της, συλλέγει σαν μαγνήτης το πετρέλαιο και το οδηγεί σε μία δεξαμενή, για την επαναχρησιμοποίησή του.
Στη μέθοδο του χημικού διασκορπισμού, η πληγείσα περιοχή ψεκάζεται με ειδικά διασκορπιστικά σπρέι, με σκοπό την καταβύθιση και διασπορά της πετρελαιοκηλίδας. Τα σπρέι αυτά είναι μίγματα από οργανικούς διαλύτες, που δρουν μεταξύ νερού και πετρελαιοειδών, μειώνοντας τη μεταξύ τους επιφανειακή τάξη. Με άλλα λόγια, δρουν ως «ζιζάνια» που εξασθενούν τον αμοιβαίο δεσμό πετρελαίου και θαλασσινού νερού. Η ρίψη αυτών των χημικών ουσιών μπορεί να γίνει είτε από πλωτά μέσα είτε από αεροπλάνα, όμως, λόγω της μεγάλης ικανότητας ανάμιξης των διασκορπιστικών, τυχόν αλόγιστη χρήση τους ενδέχεται να αποβεί μπούμερανγκ για το θαλάσσιο περιβάλλον, προκαλώντας μεγαλύτερη καταστροφή...
Τέλος, όσον αφορά την επιτόπου καύση, πρέπει να εξασφαλιστεί η παρουσία πτητικών συστατικών στο πετρέλαιο. Εδώ, ο περιορισμός της πετρελαιοκηλίδας γίνεται με ειδικά φράγματα, με σκοπό τη μείωση της επιφανειακής εξάπλωσης της κηλίδας και την ταυτόχρονη αύξηση του πάχους της, στοιχείο που θα βοηθήσει την καύση. Τα φράγματα αυτά απαιτείται να είναι πυρίμαχα, εξαιτίας της παρουσίας φλόγας. Η δυσκολία αυτής της μεθόδου έγκειται στον πολύ σύντομο χρόνο που πρέπει να εφαρμοστεί, καθώς και στις καιρικές συνθήκες που επικρατούν, αφού οι πολύ χαμηλές θερμοκρασίες και οι ισχυροί άνεμοι την καθιστούν ανεφάρμοστη. Ως βασικό μειονέκτημα θεωρείται η έκλυση μεγάλων ποσοτήτων καπνού, που δημιουργεί δευτερογενώς ρύπανση στην ατμόσφαιρα.
Η ιδιαιτερότητα του ατυχήματος του «Exxon Valdez»
Το «Exxon Valdez» προσάραξε σε τοποθεσία η οποία γειτόνευε με μεγάλο αριθμό προστατευόμενων περιοχών, γεγονός που το κατέστησε τη χειρότερη οικολογική καταστροφή στην ιστορία των ΗΠΑ. Βέβαια, τα στοιχεία που ενέτειναν τη δυσκολία αντιμετώπισης του συμβάντος ήταν αφενός η χαμηλή θερμοκρασία και οι ισχυροί βορειοδυτικοί άνεμοι που έπνεαν στην περιοχή, αφετέρου η ιδιαίτερη μορφολογία των ακτών που, λόγω της δαντελοειδούς μορφής τους, αύξησαν σημαντικά το μήκος της ακτογραμμής που επλήγη. Στο ατύχημα αυτό, καθώς και στη διαρροή του «Deep Water Horizon», στον Κόλπο του Μεξικού το 2013, έγινε εφαρμογή μιας εναλλακτικής μεθόδου, που βασίζεται στη βιοδιάσπαση του πετρελαίου από μικροοργανισμούς, των οποίων η ανάπτυξη και η δράση ευνοούνται από τη ρίψη νιτρικών και φωσφορικών αλάτων στην περιοχή.
Όπως προαναφέρθηκε, καταλυτικό ρόλο στην υπόθεση της αποτελεσματικής αντιμετώπισης και της έγκαιρης αποκατάστασης του συμβάντος παίζει ο χρόνος, από τη στιγμή που η πρώτη ποσότητα θα εισέλθει στη θάλασσα ως την κινητοποίηση των αρχών, καθώς αυτός είναι που θα καθορίσει -μαζί με τις καιρικές συνθήκες- την ποιότητα της εξυγίανσης. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει πως ακόμα και στην καλύτερη περίπτωση το πρόβλημα θα επιλυθεί ακαριαία. Οι ερευνητές υποστηρίζουν πως, για να επανέλθει το θαλάσσιο οικοσύστημα στους κανονικούς του ρυθμούς, πρέπει να περάσουν 5 έως 10 χρόνια…
* Κάθε ημέρα, οι συνεργάτες του μη κερδοσκοπικού οργανισμού επικοινωνίας επιστημονικών θεμάτων στο ευρύ κοινό SciCo παρουσιάζουν με απλά λόγια ένα θέμα που φέρνει την επιστήμη πιο κοντά μας.
** Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Φιλελεύθερος», αρ. φύλλου 38.
Φωτογραφία: Wikimedia Commons