Το πρώτο τρίμηνο Q1, πλησιάζει στη λήξη του εν μέσω μιας αναγκαίας συσσώρευσης των τιμών και μιας οριακής αποκλιμάκωσης του όγκου συναλλαγών. Αν θέλαμε να προσθέσουμε ένα ακόμα χαρακτηριστικό αυτό θα ήταν οι αντοχές που παρουσιάζει το χρηματιστήριο στις όποιες προσπάθειες οπισθοχώρησης των τιμών.
Οι δημόσιες εγγραφές, δηλαδή τα placements που προηγήθηκαν απέδειξαν και επιβεβαίωσαν αφενός το ενδιαφέρον των ξένων θεσμικών επενδυτών για ελληνικούς μετοχικούς τίτλους και αφετέρου τη ρεαλιστικότητα των αποτιμήσεων των εισηγμένων μετοχών. Εκ του αποτελέσματος αποδεικνύεται ότι οι ξένοι δεν αγόρασαν τα «κομμάτια» που επιθυμούσαν από τα placements. Κι έτσι τους παρακολουθούμε να συνεχίζουν τοποθετούνται με σταθερό και μεθοδικό τρόπο, απορροφώντας το σύνολο της προσφοράς από τους κερδισμένους του Q1.
Είναι απολύτως φυσικό να εμφανίζονται πωλητές σε αυτά τα επίπεδα τιμών. Η απόδοση του 10% από την αρχή του έτους για τον Γενικό Δείκτη και του 9% για τον βαρύ FTSE, οι επιμέρους αποδόσεις συγκεκριμένων κλάδων όπως είναι ο τραπεζικός κλάδος με 14,7%, αλλά και άλλων μετοχικών τίτλων, είναι άκρως δελεαστικές για κάποιον που θα ήθελε να «σηκώσει τα κέρδη του από το τραπέζι».
Οι τιμές του Γενικού Δείκτη κατά τη διάρκεια αυτής της συσσώρευσης των τελευταίων ημερών, δείχνουν ότι η χρηματιστηριακή αγορά «χωνεύει» τα υψηλά επίπεδα των 13 ετών που προσεγγίστηκαν ξανά. Με τεχνικούς όρους η ανοδική διάσπαση του κινητού μέσου όρου (ΚΜΟ) των 30 ημερών, ίσως να δώσει ένα νέο ανοδικό έναυσμα.
Στα θετικά θα πρέπει να συνυπολογίσουμε τον τρόπο με τον οποίο οι επενδυτές αντέδρασαν στην αναβολή της αναβάθμισης του αξιόχρεου της Ελληνική Οικονομίας από τον οίκο αξιολόγησης Moody’s. Αφού κράτησαν τα θετικά απολογιστικά στοιχεία και δεν αναλώθηκαν στη μελέτη των δυνητικών κινδύνων και αμφιβολιών. Για παράδειγμα, εστίασαν στις μερισματικές πολιτικές των τραπεζών και όχι στις κεφαλαιακές ανάγκες τους.
Το ίδιο συνέβη και με την έκθεση της JP Morgan, η οποία με τη σειρά της αμφισβήτησε τη δυνατότητα μετάταξης του Χρηματιστηρίου της Αθήνας στις αναπτυγμένες διεθνείς κεφαλαιαγορές. Και εδώ, οι επενδυτές εστίασαν στο αποτέλεσμα των κεφαλαιακών κινήσεων, δηλαδή της διαφοράς ανάμεσα στις εισροές και στις εκροές των κεφαλαίων που θα ακολουθούσαν την αναβάθμιση. Καθώς η μετάταξη του ΧΑ στις αναπτυγμένες αγορές, θα οδηγούσε σε ένα αρνητικό κεφαλαιακό ισοζύγιο.
Αυτό δείχνει ότι οι νέοι ξένοι επενδυτές έχουν μακροχρόνιο ορίζοντα, αναμένοντας την έκθεση του Σεπτεμβρίου της Moody’s και την περαιτέρω ωρίμανση του Χρηματιστηρίου Αθηνών για την ένταξη του στα «μεγάλα χρηματιστηριακά σαλόνια».
Όσον αφορά τον βραχυχρόνιο ορίζοντα, είναι πολύ πιθανό η ζώνη των 1390 - 1400 μονάδων του Γενικού Δείκτη να αποτελεί ένα νέο επίπεδο στήριξης, με στόχο τη μηνιαία υπέρβαση των 1424 μονάδων στις οποίες είχε κλείσει ο Φεβρουάριος. Ωστόσο, η ανοδική διάσπαση των 1435 μονάδων θα δώσει ελπίδες για την κατάκτηση των 1500 μονάδων όπως είχαμε σημειώσει εδώ.
Με την τρέχουσα κεφαλαιοποίηση του Χρηματιστηρίου κοντά στα 100 δισ. ευρώ και τη συνολική κερδοφορία των 30 πρώτων εισηγμένων εταιρειών να ανέρχεται στα 7 δισ. το μέσο Ρ/Ε βρίσκεται με βάση τα ιστορικά αποτελέσματα του 2023 στο 11. Ένα μέγεθος που δεν εκτιμάται ως ακριβό για μια οικονομία που αναπτύσσεται δυναμικά.
Επειδή όμως το Χρηματιστήριο Αθηνών δεν κινείται ξεκομμένα και αυτόνομα από τα ευρύτερα οικονομικά πλαίσια, η αναζωπύρωση της εχθροπάθειας στο πολιτικό σκηνικό, η πρόταση δυσπιστίας και οι πολωμένες ευρωεκλογές δεν είναι ότι το καλύτερο. Οπιαδήποτε ανατροπή της δημοσιονομικής, οικονομικής και επιχειρηματικής πορείας της Ελλάδας και της θετικής αλλά εύθραυστης εικόνας που υπάρχει στο εξωτερικό, όπως είδαμε και στην έκθεση της Moody’s, πιθανότατα να μεταβάλει το επενδυτικό κλίμα.
Μπορεί εμείς εδώ στο εσωτερικό να μετράμε τα «κουκιά» και τα ποσοστά των κομμάτων και να μην διακρίνουμε κάποιον υπαρκτό κίνδυνο. Ωστόσο, στα desks του εξωτερικού, ουδείς αναλυτής ή διαχειριστής θα επιθυμούσε να βρεθεί μπροστά σε ένα ισχυρό αντιπολιτευτικό κύμα με αρχηγό τον Στέφανο Κασσελάκη ή τον Νίκο Ανδρουλάκη, των οποίων η πολιτική ανεπάρκεια είναι ανιχνεύσιμη δια γυμνού οφθαλμού.