Χρηματιστήριο Αθηνών: Success story χωρίς Έλληνες επενδυτές
Shutterstock
Shutterstock

Χρηματιστήριο Αθηνών: Success story χωρίς Έλληνες επενδυτές

Ο Γενικός Δείκτης του Χρηματιστηρίου Αθηνών ακολουθεί απνευστί την ανοδική του τροχιά καταγράφοντας υψηλά δεκαπενταετίας. Οι «υπερπτήσεις», οι οποίες έχουν ξεκινήσει από το 2019 και ακολουθούν κατά πόδα την πορεία της οικονομίας, συνεχίζονται κόντρα στο κλίμα αβεβαιότητας της Wall Street και της επιφυλακτικότητας των ευρωπαϊκών αγορών.

Με την απόδοση να ξεπερνάει το 200% σε επίπεδα Γενικού Δείκτη από το 2019 και την κατοχύρωση ιστορικών υψηλών ή πολυετών υψηλών σε μια σειρά από «βαριές» μετοχές, θα περίμενε κανένας ότι το Χρηματιστήριο θα βρισκόταν σε περίοπτη θέση στην αρθρογραφία των μέσων μαζικής ενημέρωσης, καθώς και στις ευρύτερες πολιτικές και οικονομικές αναλύσεις.

Παράλληλα θα περίμενε κανείς ότι θα είχε δομηθεί μια νέα γενιά δραστήριων επενδυτών, οι οποίοι στις καθημερινές συζητήσεις τους, θα ανέφεραν για παράδειγμα τις τράπεζες, τη ΔΕΗ, τον ΟΠΑΠ, την Aktor Group και μια σειρά από άλλες μετοχές, θυμίζοντας άλλες εποχές. Είτε λόγω των υπεραξιών και των κερδών που αποκομίζουν, είτε λόγω των μερισμάτων που προσφέρουν, είτε λόγω των deals στα οποία συμμετέχουν.

Και όμως, όχι. Η πλειοψηφία των πολιτών παραμένει μακριά από τα τεκταινόμενα στο Χρηματιστήριο Αθηνών, μη συμμετέχοντας στο αναπτυξιακό κύμα της ελληνικής οικονομίας. Διότι ακριβώς αυτή είναι η πεμπτουσία της επένδυσης σε μετοχές του Χρηματιστηρίου Αθηνών. Η συμμετοχή στο «growth story of Greece». Κάτι που κατά κόρον πράττουν οι θεσμικοί επενδυτές από το εξωτερικό.

Έτσι σήμερα μετά από μια ικανή χρονικά περίοδο ανόδου του Χρηματιστηρίου, οι ενεργοί εγχώριοι επενδυτές που δραστηριοποιούνται στην ελληνική κεφαλαιαγορά είναι – δεν είναι, 30.000. Ήδη από τον παροξυσμό και το κραχ του 1999, κατά τη διάρκεια του οποίου είχαν εξανεμιστεί χαρτοφυλάκια πολλών δισεκατομμυρίων δραχμών, έχουν παρέλθει 25 έτη. Από την κατάρρευση της Lehman Brothers και την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 έχουν περάσει 17 χρόνια. Παρά ταύτα, οι 6.484,38 του Σεπτεμβρίου του 1999 και οι 5.200 μονάδες του Οκτωβρίου του 2007, στοιχειώνουν ακόμα μέσα στο μυαλό των επενδυτών. Και οι αρνητικές μνήμες κυριαρχούν.

Αλλά και τα πιο πρόσφατα γεγονότα του μηδενισμού της αξίας των τραπεζικών μετοχών και της ανακεφαλαιοποίησής τους, που ολοκληρώθηκε το 2015, εξακολουθούν να λειτουργούν ως μαύρα σύννεφα στους παλιότερους επενδυτές και ως παράδειγμα προς αποφυγήν προς τους νεότερους.

Μέσα από αυτό το πρίσμα ήταν λογικό οι εγχώριοι μακροπρόθεσμοι και έμπειροι επενδυτές να μην αγοράζουν μετοχές τη στιγμή που οι απελπισμένοι τις πετούσαν από το παράθυρο. Όταν για παράδειγμα, η μετοχή της ΔΕΗ βρισκόταν στα 1,4 ευρώ και η μετοχή της Εθνικής Τράπεζας στα 2 ευρώ. Ωστόσο, από τότε πέρασε πολύς καιρός, το οικονομικό κλίμα μεταβλήθηκε, οι αναβαθμίσεις του αξιόχρεου της χώρας διαδέχτηκαν η μία την άλλη, οι ζημίες στους ισολογισμούς μετατράπηκαν σε κέρδη και η Ελλάδα επανήλθε στην επενδυτική κανονικότητα.

Αυτό δεν ήταν κάτι που επετεύχθη γρήγορα ή απότομα. Και το Χρηματιστήριο ως προάγγελος αυτών των θετικών εξελίξεων και αλλαγών, έδινε πάντα το σήμα, το οποίο περνούσε στους πολίτες με χρονοκαθυστέρηση. Το Χρηματιστήριο έδινε πάντα την ευκαιρία και τη δυνατότητα σε όλους να ανέβουν στο τρένο. Η βελτίωση των οικονομικών δεδομένων ήταν εκεί. Τα deals και οι διεργασίες ήταν εκεί. Τα κέρδη ήταν εμφανή. Οι μερισματικές αποδόσεις ήταν ορατές. Και όμως, η πλειοψηφία των πολιτών γύρισαν την πλάτη σε όλα τα ανωτέρω.

Όπως λένε και οι παλαιοί επενδυτές της κραταιάς Σοφοκλέους, «το χρηματιστηριακό ταμπλό ήταν εκεί και μιλούσε». Ωστόσο, ελάχιστοι το άκουσαν. Με αποτέλεσμα, έξω και πέρα από τη στενή κοινότητα των 30.000 επενδυτών του Χρηματιστηρίου, ουδείς να έχει ευεργετηθεί όσο θα μπορούσε από την αύξηση του ΑΕΠ, την ενδυνάμωση των επιχειρήσεων, την αποκλιμάκωση του χρέους ως προς το ΑΕΠ, την αύξηση των εξαγωγών, τις επενδύσεις από το Ταμείο Ανασυγκρότησης και τις εισροές κεφαλαίων από την πλευρά των ξένων επενδυτών τόσο στην πραγματική οικονομία, όσο και στο Χρηματιστήριο.

Είναι τα βιώματα και διηγήσεις από το παρελθόν; Είναι ο διαρκής φόβος ότι όλα στο Χρηματιστήριο είναι στημένα; Είναι η ανησυχία ότι η διόρθωση βρίσκεται «ante portas»; Είναι η αίσθηση ότι είμαστε πολύ μικροί και ότι στο χρηματιστήριο παλεύουν τα βουβάλια; Όποιοι κι είναι οι λόγοι και οι δικαιολογίες, το γεγονός της αποχής των Ελλήνων επενδυτών από το Χρηματιστήριο, αποτελεί πρόβλημα και για τους ίδιους και για την οικονομία.

Για τους ίδιους, στον βαθμό που οι χρηματιστηριακές επενδύσεις είναι μια απάντηση στον πληθωρισμό, στα χαμηλά επιτόκια, στην ανασφάλεια και το κτίσιμο περιουσίας. Και για την οικονομία, διότι η μετοχική ιδέα και η επενδυτική κουλτούρα αποτελούν τις βάσεις της υγιούς και ρωμαλέας επιχειρηματικότητας.

Η αλήθεια είναι ότι παράλληλα με τους τελευταίους των Μοϊκανών του Χρηματιστηρίου Αθηνών υπάρχει και ένας απροσδιόριστος αριθμός επενδυτών που έχουν επενδύσει στις ξένες αγορές και σε μια μεγάλη γκάμα χρηματοοικονομικών προϊόντων, μέσω διαδικτυακών πλατφορμών.

Σύμφωνα με σχετικές δημοσιεύσεις οι συγκεκριμένοι επενδυτές – traders υπολογίζονται χονδρικά από 60 μέχρι 150 χιλιάδες. Οι traders κινούνται κυρίως σε αυτές τις πλατφόρμες μέσω Forex, CFDs και κρυποτονομίσματα. Βέβαια, οι πλατφόρμες ενέχουν υψηλό κίνδυνο ραγδαίας απώλειας χρημάτων λόγω της μόχλευσης που χρησιμοποιούν.

Γι’ αυτόν τον λόγο οι ίδιες οι πλατφόρμες προειδοποιούν ότι το 60% με 75% των λογαριασμών των ιδιωτών επενδυτών υφίστανται ολοκληρωτικές απώλειες κεφαλαίων κατά τη διάρκεια του trading. Επομένως, εδώ δεν μιλάμε για επενδύσεις, αλλά για κινήσεις υψηλού ρίσκου και αδρεναλίνης. Οπότε η πλειοψηφία όσων ασχολούνται με τις πλατφόρμες, δεν αποτελούν δυνητική ισχύ για το Χρηματιστήριο Αθηνών.

Συμπερασματικά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι ελάχιστοι πολίτες έχουν συμμετάσχει στην άνοδο του Χρηματιστηρίου. Με αποτέλεσμα, τα κέρδη να μην έχουν διαχυθεί στην κοινωνία. Και ουσιαστικά να είναι λίγοι όσοι συμμετέχουν με απτά αποτελέσματα στο «growth story» της ελληνικής οικονομίας