Η συνταγή που ακολουθείται απαρέγκλιτα στις χρηματιστηριακές ανόδους είναι η ακόλουθη. Πρώτα ανεβαίνουν τα λεγόμενα βαριά χαρτιά, ακολουθούν οι μετοχές της μεσαίας κεφαλαιοποίησης και στο τέλος εκτοξεύονται δίχως λόγο και αιτία οι μικρές μετοχές. Και τότε είναι που ολοκληρώνεται ο ανοδικός κύκλος. Προς το παρόν οι τραπεζικές μετοχές διατηρούν το πάνω χέρι.
Οι μετοχές των τραπεζών ήταν οι μεγάλες πρωταγωνίστριες του 2023. Και είναι απολύτως λογικό. Τα θετικά νέα που τις αφορούσαν ήταν πολλά. Σαν αποτέλεσμα ο Τραπεζικός Δείκτης βρίσκεται στο +65% από την αρχή του έτους. Σε ένα έτος που τα «βαριά χαρτιά», δηλαδή η dream team του Χρηματιστηρίου έχουν συγκεντρώσει το ενδιαφέρον το συνόλου των επενδυτών. Για πολλούς το 2023 ήταν μόνο η αρχή, αφού εκτιμούν ότι το ίδιο ευνοϊκό κλίμα αναμένεται να διατηρηθεί και μέσα στο 2024.
Οι ξένοι επενδυτές παρακολουθούν πρωτίστως τους βασικούς χρηματιστηριακούς δείκτες. Tον Γενικό Δείκτη του Χρηματιστηρίου Αθηνών, τον Δείκτη MSCI Greece, καθώς και το ETF Global X FTSE Greece.
Γράφημα Γενικού Δείκτη (52 εβδομάδων)
Γράφημα Δείκτη MSCI Greece (52 εβδομάδων)
Πορεία ETF Global X FTSE Greece (52 εβδομάδων)
Βλέπουν λοιπόν αποδόσεις από +39,92% έως και +40,96%. Ταυτόχρονα βλέπουν ότι ο βαρύς και συντηρητικός Τραπεζικός Δείκτης έχει παρουσιάσει απόδοση της τάξης του +65%.
Γράφημα Τραπεζικού Δείκτη (52 εβδομάδων)
Οπότε η υπεραπόδοση των τραπεζικών μετοχών είναι λογικό να προσελκύει το ενδιαφέρον των μακροπρόθεσμων επενδυτών που θέλουν να αναλάβουν το χρηματιστηριακό ρίσκο της αναπτυξιακής πορείας της Ελλάδας.
Ας δούμε ποιο είναι το περίγραμμα μέσα στο οποίο κινήθηκαν ο τραπεζικές μετοχές τη χρονιά που τελειώνει και ποιες είναι οι προοπτικές για το 2024.
Οι τράπεζες μετά από την επίμονη και επίπονη διαδικασία εξυγίανσης τους, διαθέτουν στις λογιστικές τους καταστάσεις λιγότερα από 9 δισ. ευρώ κόκκινα δάνεια. Και αυτό είναι κάτι που τις καθιστά πιο εύρωστες όσον αφορά την ποιότητα των ισολογισμών τους με τον μέσο δείκτη ΝΡΕ να βρίσκεται γύρω στο 6%, καθώς και πιο δυναμικές όσον αφορά τη δυνατότητα τους να χρηματοδοτήσουν την οικονομία.
Ολοκληρώθηκε η αποεπένδυση του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας από την Eurobank και τη Alpha Bank. Πραγματοποιήθηκε η πρώτη φάση ενός ιδιαίτερα επιτυχημένου placement στη μετοχή της Εθνικής Τράπεζας, με τη δεύτερη φάση να ολοκληρώνεται ίσως και μέσα στο Q2 2024. Όσον αφορά την Τράπεζα Πειραιώς, η πλήρης ιδιωτικοποίηση της, αναμένεται μέσα στο Q1 του 2024.
Οι τράπεζες με βάση τα τρέχοντα δεδομένα θα διανείμουν μέρισμα στους μετόχους τους, μετά από μια δεκαπενταετία. Εκτιμάται ότι η Eurobank, η Εθνική Τράπεζα και η Alpha Bank θα διανείμουν το ερχόμενο καλοκαίρι, από το 25% έως το 30% των καθαρών κερδών της οικονομικής χρήσης 2023. Ενώ για την Τράπεζα Πειραιώς οι χρηματιστηριακοί αναλυτές εκτιμούν ότι τα μερίσματα που θα διανεμηθούν στους μετόχους δεν θα υπερβαίνουν το 10% των κερδών του 2023.
Ταυτόχρονα με τη διανομή μερισμάτων, οι διαδικασίες πλήρους ιδιωτικοποίησης των τραπεζών, τους δίνουν τη δυνατότητα να σκεφθούν και την «επαναγορά ιδίων μετοχών», που και αυτή από την πλευρά της προσφέρει κέρδη στους μετόχους τους. Για να συμβεί βέβαια κάτι τέτοιο πρέπει να πληρούνται δυο προϋποθέσεις. Η πρώτη είναι η ύπαρξη επαρκούς κεφαλαιακού πλεονάσματος από την ενδιαφερόμενη τράπεζα και η δεύτερη είναι η «ευλογία» από τις εποπτικές αρχές της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Την περασμένη εβδομάδα είχαμε δυο ακόμα γεγονότα που αφορούσαν τις τράπεζες. Το πρώτο ήταν η αξιολόγηση των τραπεζών από τον οίκο Fitch Ratings και το δεύτερο ήταν η έκθεση της JPMorgan για τις τράπεζες.
Ο οίκος Fitch απεφάνθη για το αξιόχρεο των τραπεζών, όπως όταν πριν από λίγο καιρό είχε αποφανθεί με θετικό τρόπο για το αξιόχρεο του Ελληνικού Δημοσίου. Ο Fitch διατήρησε σταθερές τις αξιολογήσεις του αξιόχρεου των τραπεζών, δηλαδή για την Εθνική Τράπεζα και την Eurobank το “ΒΒ” και για την Alpha Bank και την Τράπεζα Πειραιώς το “BB-”. Ωστόσο αναθεώρησε επί το θετικότερο το “outlook”, το οποίο από «ουδέτερο» αναβαθμίστηκε σε «θετικό».
Τι επικρότησε ο οίκος Fitch; Την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας από την ελληνική οικονομία, τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (ΝPEs) και την βελτίωση της κερδοφορίας των ελληνικών τραπεζών. Σύμφωνα με τον Fitch, η βελτίωση του οικονομικού και επενδυτικού προφίλ της χώρας, θα είναι επωφελής για τον κλάδο των ελληνικών τραπεζών, αφού η καρδιά της πραγματικής οικονομίας είναι το τραπεζικό σύστημα και όλες οι διαδικασίες μεγέθυνσης της επιχειρηματικότητας περνάνε μέσα από αυτό. Με αυτόν τον τρόπο θα αυξηθεί ο όγκος των εσόδων των τραπεζών, τόσο από τις δανειοδοτήσεις, όσο και από τις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες που προσφέρουν στους πελάτες τους.
Ο Fitch σημειώνει παράλληλα την αποκλιμάκωση του κινδύνου των χαρτοφυλακίων των τραπεζών από τη έκθεση τους σε ομόλογα του ελληνικού δημοσίου, λόγω της ανάκτησης της επενδυτικής βαθμίδας.
Πιο ενδιαφέρουσα για τους επενδυτές, από τη θεωρητική αξιολόγηση του Fitch για τις τράπεζες, ήταν η επενδυτική κάλυψη από τη JP Morgan και η οριοθέτηση νέων τιμών – στόχων των τραπεζικών μετοχών.
Για τη μετοχή της Eurobank, η JP Morgan θέτει σαν στόχο τα 2,6 ευρώ, για της Εθνικής Τράπεζας τα 8,4 ευρώ, της Alpha Bank τα 2,5 ευρώ και της Τράπεζας Πειραιώς τα 5 ευρώ.
Οι προηγούμενες τιμές που είχαν τεθεί σαν στόχοι από τη JP Morgan ήταν για την Eurobank τα 2,6 ευρώ, για τη Εθνική Τράπεζα τα 8,1 ευρώ, για την Alpha Bank τα 2,2 ευρώ και για την Τράπεζα Πειραιώς τα 4,65 ευρώ.
Ωστόσο, εκτός από την εξαιρετικά θετική άποψη της JPMorgan για τη πορεία των τραπεζικών μετοχών, αξίζει να θυμηθούμε ποιες ήταν και οι τιμές – στόχοι που είχε θέσει πριν από δυο μήνες και η Goldman Sachs για τις ελληνικές μετοχές. Για την Eurobank ήταν τα 1,90 ευρώ, για τη Εθνική Τράπεζα τα 8,4 ευρώ, για την Alpha Bank τα 1,95 ευρώ και για την Τράπεζα Πειραιώς τα 4,2 ευρώ. Και γιατί αξίζει να τις θυμηθούμε;
Διότι οι εκτιμήσεις της Goldman Sachs, τον περασμένο Οκτώβριο, είχαν λάβει υπ’ όψη τους και ορισμένες αρνητικές πτυχές, όπως την επιβράδυνση των δανειοδοτήσεων που είχε παρατηρηθεί, τη μείωση του όγκου των καταθέσεων καθώς μια σειρά από δυνητικούς κινδύνους. Αλλά παρ’ όλα αυτά και η Goldman Sachs εκτιμούσε ότι οι τράπεζες δικαιούντο υψηλότερες αποτιμήσεις.
Επομένως, σύμφωνα και με τους δυο κορυφαίους αμερικανικούς χρηματιστηριακούς οίκους, υπάρχουν σημαντικά περιθώρια ανόδου των τραπεζικών μετοχών, που εδράζονται κυρίως στην πορεία της ελληνικής οικονομίας, στους ρυθμούς ανάπτυξης, στα δημοσιονομικά δεδομένα, στην ανάγκη πιστωτικής επέκτασης, στις απορροφήσεις των κονδυλίων του RRF και φυσικά στο ισχυρό αγοραστικό επενδυτικό ενδιαφέρον, όπως αυτό εκφράστηκε κατά τη διάρκεια του placement της Εθνικής Τράπεζας και της εισόδου της UniCredit στην Alpha Bank.