Στη σκιά της τραγωδίας των Τεμπών, διατυπώνεται στις έρευνες κοινής γνώμης ένα αξιοπρόσεκτο, ασαφές και μάλλον αλά καρτ αίτημα, για «αλλαγή». Διαισθητικά ο κορμός της κοινωνίας προσλαμβάνει τον κίνδυνο που ενέχει η απαξίωση της πολιτικής, υπό το πρίσμα της συστηματικά οργανωμένης υπονόμευσης της δημοκρατίας και το εκφράζει με το ασαφές αυτό αίτημα.
Οι δημοσκόποι λένε ότι το περιεχόμενο που δίνει ο καθένας που επιθυμεί την «αλλαγή», ποικίλει σε τέτοιο βαθμό, που δεν συγκροτείται ένα ενιαίο σύνολο το οποίο θα επιβάλει την κίνηση προς συγκεκριμένη κατεύθυνση. Δίνει μεν το σήμα, αλλά προς τα που θα πρέπει να κινηθεί η αλλαγή; Ποιος θα ηγηθεί αυτής;
Στην αρθρογραφία των ημερών, από πολιτικούς επιστήμονες αλλά και σοβαρούς ανθρώπους που διακόνησαν την πολιτική χωρίς να έχουν προσχωρήσει στις τάξεις των λαϊκιστών εκείνων που προηγήθηκαν των σημερινών ανενδοίαστων και εντελώς μπρουτάλ εκφάνσεων αλλά και εκφράσεων, γίνεται επίκληση στην επείγουσα προτεραιότητα στην αναθέσμιση της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας.
Είναι μια σχεδόν αυτονόητη προτεραιότητα, που δεν μπορεί να αποκτήσει χαρακτήρα σχεδίου με αρχή, μέση και τέλος, μέσα σε ένα περιβάλλον τοξικής πολιτικής αντιπαράθεσης, που λαμβάνει – με καθαρή ευθύνη του ΣΥΡΙΖΑ – χαρακτηριστικά πολιτικής εξόντωσης, το οποίο θρυμματίζει κάθε απόπειρα να δημιουργηθεί ένα στέρεο πλαίσιο από κοινά παραδεκτές αξίες, εθνικούς και συλλογικούς σκοπούς.
Παρά το γεγονός ότι το εγχείρημα αναθέσμισης προσομοιάζει ως προς το βαθμό δυσκολίας του, με έργο για έναν επίδοξο Σίσυφο, δείχνει σχεδόν νομοτελειακό το να αναλάβει αυτή τη δέσμευση ο νυν πρωθυπουργός, ενώ μένει λιγοστός χρόνος για τις κάλπες και τα επίδικα έγιναν αιφνιδίως παρά πολλά.
Στην «παλαιά Ελλάδα που πληγώνει» και την οποία ο Κυριάκος Μητσοτάκης αναγνωρίζει ότι πρέπει να αλλάξει, δομικό κομμάτι είναι το πολιτικό σύστημα. Βαθιά πελατειακό, πολλαπλώς αναξιόπιστο, γαντζωμένο με νύχια και με δόντια στο κράτος. Και μπορεί οι διαφορετικές «ποιότητες», το μέγεθος και η «χρήση» του κράτους και των Θεσμών, να διαφοροποιούν σαφώς τις κυβερνητικές εξουσίες, αλλά δεν αλλάζουν τη γενική φυσιογνωμία του πολιτικού συστήματος, της οργάνωσης του κράτους και της κοινωνίας μας.
Οι πολίτες για να εμπιστευτούν ξανά – εάν μπορεί να συμβεί – απαιτούν από τους πολιτικούς ως απόδειξη, έναν εθελοντικό ακρωτηριασμό της εξουσίας τους. Να μπει νυστέρι στην «εξουσία» της πολιτικής. Πώς ένα φθαρμένο, στην αντίληψη των πολιτών πολιτικό σύστημα, θα καταφέρει να ανταπεξέλθει στο αίτημα της αλλαγής;
Έναν κατάλογο τομών, παρέθεσε σε ένα τελευταίο άρθρο του ο πρώην υπουργός Παιδείας, Βασίλης Κοντογιαννόπουλος, προεξοφλώντας ότι κανένα κόμμα δεν θα συναινέσει από τη μια, διατηρώντας όμως από την άλλη, την ελπίδα ότι ο νυν πρωθυπουργός είναι ο μόνος που μπορεί να τις αποτολμήσει.
Με συνέπεια που προκαλεί θαυμασμό υποστηρίζει ο κ. Κοντογιανόπουλος συγκεκριμένες τομές, κάποιες εκ των οποίων χρειάζονται και συνταγματική αναθεώρηση την εκκίνηση της οποίας προανήγγειλε ο κ. Μητσοτάκης. Στον πυρήνα αυτών θέτει την κατάργηση του σταυρού προτίμησης.
«Ο σταυρός είναι η μήτρα των πελατειακών σχέσεων, της συναλλαγής και της διαφθοράς. Μείωση του αριθμού βουλευτών σε 200. Καθιέρωση 150 μονοεδρικών περιφερειών και λίστας 50 εδρών, ώστε να λειτουργεί το bonus του πρώτου κόμματος».
Αύξηση του ποσοστού για την είσοδο στη Βουλή από το 3% στο 5% όπως ισχύει στη Γερμανία και αλλού, ασυμβίβαστο Βουλευτή Υπουργού, παράλληλη αναβάθμιση του Κοινοβουλίου στα πρότυπα της Αμερικανικής Γερουσίας, αποκρατικοποίηση των κομμάτων με απαγόρευση απόσπασης δημοσίων υπαλλήλων και ελαχιστοποίηση των κρατικών επιχορηγήσεων σε αυτά για λειτουργικές δαπάνες. Αποτελούν αναντίρρητα μια βάση συζήτησης η οποία για το καλό της πολιτικής επιβάλλεται να ανοίξει.