Με το «καλημέρα», η κυβέρνηση βρίσκεται μπροστά σε αντιδράσεις από τις δυνάμεις της συντήρησης που προσπαθούν να διαφυλάξουν τα κεκτημένα τους. Ειδικότερα στον χώρο της εκπαίδευσης, όπου οι μεταρρυθμίσεις που προωθούνται, έχουν την αμέριστη συμπαράσταση των πολιτών που ενδιαφέρονται για το μέλλον των παιδιών τους.
Τα ανησυχητικά αποτελέσματα των διαγωνισμών Pisa, η ανάγκη εκσυγχρονισμού της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και η ανισορροπία ανάμεσα στα χαρακτηριστικά των αποφοίτων των ΑΕΙ και τις προδιαγραφές των θέσεων απασχόλησης, απαιτούν άμεσες λύσεις στην αναζήτηση των οποίων, ανταποκρίνονται οι κυβερνητικές μεταρρυθμίσεις. Απέναντι σε αυτές τις μεταρρυθμίσεις, ορθώνεται το τείχος της «οπισθοδρομικής κομπανίας» που έχουν υψώσει τα συνδικαλιστικά συμφέροντα, τα καθηγητικά συμφέροντα και οι παραπαίουσες φοιτητικές οργανώσεις. Διότι όλοι οι προαναφερθέντες «αντιστασιακοί» θα απωλέσουν μέρος της δύναμης που αντλούν από τις αναχρονιστικές μεθόδους λειτουργίας των συγκεκριμένων χώρων. Κάποιοι θα χάσουν το βόλεμα τους, κάποιοι θα αναγκαστούν να επιτελέσουν επιτέλους το διδακτικό και ερευνητικό τους έργο, κάποιοι θα χάσουν την εξουσία που διαθέτουν. Και όλοι μαζί θα βρεθούν αντιμέτωποι με τις πραγματικές ανάγκες της κοινωνίας που είναι σημαντικότερες από τις δικές τους ανασφάλειες και αντιλήψεις.
Ενώ όμως οι μεταρρυθμίσεις στην εκπαίδευση αφορούν μια ανοικτή σύγκρουση με παγιωμένα συμφέροντα και στρεβλά στερεότυπα και έναν σχεδιασμό νέων διαδικασιών και λειτουργιών, οι μεταρρυθμίσεις που απαιτούνται στην οικονομία είναι πιο σύνθετες και γίνονται λιγότερο αντιληπτές από τους πολίτες.
Έτσι το κεφάλαιο εκπαίδευση, θα πρέπει να δεθεί με το κεφάλαιο έρευνα – ανάπτυξη, με το κεφάλαιο καινοτομία και τέλος με το κεφάλαιο παραγωγής νέων προϊόντων και υπηρεσιών. Και εδώ εμφανίζονται στο πλάνο οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις που απαιτούνται στο χώρο της οικονομίας και της επιχειρηματικότητας. Η έρευνα και η ανάπτυξη (R&D), η καινοτομία και ο σχεδιασμός και η παραγωγή νέων ανταγωνιστικών προϊόντων και υπηρεσιών, προϋποθέτουν την ύπαρξη επενδύσεων.
Και οι επενδύσεις με τη σειρά τους απαιτούν ένα σταθερό και ασφαλές περιβάλλον, ένα ξεκάθαρο πεδίο ανάπτυξης, ένα ρυθμιστικό πλαίσιο που να προστατεύει και να στηρίζει τον ανταγωνισμό και ένα νομικό και κανονιστικό περιβάλλον που να μην οδηγεί σε κακοδικία.
Η κάλυψη των προϊόντων και υπηρεσιών που εισάγονται στη χώρα μας, από αντίστοιχη εγχώρια παραγωγή, αποτελεί το πρώτο βήμα. Ποιοτικότερα και φθηνότερα προϊόντα και υπηρεσίες, που θα αντικαταστήσουν μέρος των εισαγωγών. Και το δεύτερο βήμα είναι η ανάπτυξη καινοτόμων προϊόντων και υπηρεσιών που θα καταφέρουν να διεισδύσουν στις ξένες αγορές εκτοπίζοντας με τη ποιότητα τους και την ανταγωνιστικότητα τους, αντίστοιχα ξένα προϊόντα και υπηρεσίες στις επιτόπου αγορές. Και όλα αυτά προϋποθέτουν επενδύσεις.
Ακόμα και το θέμα της ακρίβειας που απασχολεί το σύνολο των πολιτών, θα λυθεί σε βάθος χρόνου, μόνο με την υιοθέτηση μεταρρυθμίσεων που θα ισχυροποιήσουν τον ανταγωνισμό, θα κλονίσουν τον προστατευτισμό και θα κτυπήσουν τη δημιουργία καρτέλ. Οι έλεγχοι στις τιμές και η επιβολή προστίμων δεν μπορεί παρά να έχουν βραχυχρόνιο ορίζοντα.
Οι μεταρρυθμίσεις που προωθούνται ακόμα και στον τομέα της συγχώνευσης μικρών και μικρομεσαίων επιχειρήσεων, προς αυτήν την κατεύθυνση κινούνται. Στη δημιουργία παραγωγικών μονάδων που να μπορούν να στέκονται λόγω μεγαλύτερου μεγέθους στο σύγχρονο επιχειρείν, στη δημιουργία ανταγωνιστικών προϊόντων και στην κατάκτηση ισχυρού μεριδίου στην αγορά.
Τέλος, είναι αδήριτη η ανάγκη προώθησης μεταρρυθμίσεων σε θέματα που έχουν σχέση με την καθημερινότητα των πολιτών όπως είναι η υγεία, η ασφάλεια και οι μετακινήσεις. Η κυβέρνηση, πρέπει να εκμεταλλευτεί στο έπακρο την ανυπαρξία πολιτικών αντιπάλων και να αλλάξει όσο το δυνατόν περισσότερα πράγματα. Και πρέπει να εκμεταλλευτεί παράλληλα το γεγονός της ισχυρής συμπαράταξης της κοινής γνώμης, στο μεταρρυθμιστικό της έργο. Διότι έχει περάσει ανεπιστρεπτί η περίοδος που η λέξη «μεταρρύθμιση» ήταν ταυτισμένη με τον εξαναγκασμό. Σήμερα είναι ταυτισμένη με την ανάγκη.