Όποτε εξαγγέλλονται προγράμματα επιδοτήσεων, στηρίξεων και επιδομάτων, δεν είναι λίγοι οι πολίτες που δυσανασχετούν. Και η αντίδραση αυτή δεν έχει να κάνει, ούτε με το μοίρασμα χρημάτων που δεν υπάρχουν ή τη διοχέτευση πόρων, που θα έπρεπε να κατευθυνθούν αλλού. Αλλά με το γεγονός, ότι μεγάλο μέρος των ευάλωτων κοινωνικών ομάδων που ευνοούνται, δεν είναι πραγματικά ευάλωτες.
Οι πολίτες που διαμαρτύρονται και δυσανασχετούν, δεν είναι ούτε απάνθρωποι ούτε ανάλγητοι. Ούτε δεν ενδιαφέρονται για τους συμπολίτες τους, που τα βγάζουν δύσκολα. Αντιθέτως είναι αυτοί που χαρακτηρίζουμε σαν «φορολογικά υποζύγια», αφού πάνω στις πλάτες τους πέφτει το μεγαλύτερο βάρος της φορολογικής επιβάρυνσης. Και πάνω στις πλάτες τους, πέφτει εμμέσως και το μεγαλύτερο μέρος του διαρκώς αυξανόμενου βάρους, από την ενίσχυση των ευάλωτων ομάδων
Ωστόσο, το ποιος χαρακτηρίζεται σαν ευάλωτος και ποιος όχι, αποτελεί αντικείμενο διερεύνησης. Σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσιοποιεί η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων, το 60% των φορολογικών δηλώσεων που υποβάλλονται, δηλώνουν ετήσιο εισόδημα χαμηλότερο ή ίσο των 10.000 ευρώ. Το ήδη υψηλό αυτό ποσοστό, εκτινάσσεται σε αστρονομικά επίπεδα στις περιπτώσεις των αυτοαπασχολούμενων και των αγροτών. Συγκεκριμένα το ποσοστό των αυτοαπασχολούμενων με εισόδημα έως 10.000 ευρώ υπερβαίνει το 70%, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό των αγροτών βρίσκεται πάνω από το 90%.
Δεν μιλάμε δηλαδή ούτε για συνταξιούχους, ούτε για πολίτες ανήμπορους. Ποιος λογικός άνθρωπος μπορεί να δεχθεί πως οι προαναφερόμενες ομάδες φορολογουμένων ζουν με μικτό μηνιαίο εισόδημα από την επαγγελματική τους δραστηριότητα, χαμηλότερο ή ίσο των 833,33 ευρώ;
Οπότε δεν είναι δύσκολο να αντιληφθούμε, πως κάτι αντίστοιχο συμβαίνει με τους δικαιούχους των στηρίξεων, των βοηθημάτων και των επιδοτήσεων. Δηλαδή, ο αριθμός των πραγματικών δικαιούχων είναι αισθητά μικρότερος από τον εμφανιζόμενο. Με αποτέλεσμα οι διαθέσιμοι πόροι να έχουν αποδέκτες, που είναι πλασματικοί δικαιούχοι.
Οπότε όλοι όσοι αγόγγυστα καταβάλλουν τις φορολογικές τους υποχρεώσεις, δεν μπορούν παρά να πιστεύουν, ότι πίσω από τις ευάλωτες ομάδες κρύβεται μια μεγάλη διαδρομή μαύρου χρήματος.
Άλλωστε όσοι το καλοκαίρι κινήθηκαν σε παραθεριστικούς προορισμούς νοίκιασαν βάρκες χωρίς απόδειξη, έκατσαν σε εστιατόρια και καφέ χωρίς απόδειξη, ενοικίασαν σπίτια ή δωμάτια χωρίς απόδειξη. Και όσοι έκαναν διακοπές στα εξοχικά τους, πλήρωσαν τους εργάτες για τις επιδιορθώσεις χωρίς παραστατικά, έφεραν νερό με την υδροφόρα χωρίς απόδειξη και τα λοιπά.
Θα μου πείτε, ας ζητούσαν απόδειξη. Όμως δεν είναι έτσι. Διότι με γνώμονα το οικονομικό τους συμφέρον, προτίμησαν τη συναλλαγή χωρίς απόδειξη γλυτώνοντας με αυτόν τον τρόπο τον ΦΠΑ. Και είναι απολύτως λογικό, αφού το έξοδο αυτό, δεν εκπίπτει σαν δαπάνη από το δικό τους φορολογητέο εισόδημα. Προτίμησαν να πληρώσουν τον χώρο που ενοικίασαν έξω από τις κλασσικές πλατφόρμες, γλυτώνοντας τις προμήθειες του Booking και δεχόμενοι μια επιπλέον έκπτωση από τον ιδιοκτήτη.
Το «μαύρο χρήμα», κυριαρχεί, όπου υπάρχει όφελος και για τα δύο μέρη των συναλλασσόμενων. Όταν και οι δύο κερδίζουν κάτι από τη μαύρη συναλλαγή τους. Το μαύρο χρήμα μπορεί να ιχνηλατηθεί εκ των υστέρων από την ΑΑΔΕ από τα ολοένα και αρτιότερα ψηφιακά εργαλεία που διαθέτει. Ωστόσο, σημασία έχει να μπορεί να αποφευχθεί εκ των προτέρων. Και αυτό μπορεί να συμβεί, εάν και εφ’ όσον, η μαύρη συναλλαγή εξυπηρετεί μόνο τον ένα συναλλασσόμενο. Τι σημαίνει αυτό, για τον καταναλωτή – φορολογούμενο; Πως αν φορολογείται με τη διαφορά ανάμεσα στα εισοδήματά του και στα έξοδά του, θα έχει κάθε λόγο να απαιτεί το αντίστοιχο λογιστικό παραστατικό.
Όσο καθυστερεί η υιοθέτηση αυτού του μέτρου, δηλαδή η φορολόγηση της διαφοράς εισοδημάτων – εξόδων, η χώρα μας θα είναι γεμάτη με αναξιοπαθούντες επαγγελματίες, που είναι ταυτοχρόνως και ευάλωτοι πολίτες. Οι οποίοι απολαμβάνουν όχι μόνο μαύρα έσοδα, αλλά και κυβερνητικά επιδόματα.