Η συνεχής ενίσχυση των μέσων, των εργαλείων και, κυρίως, του ανθρώπινου δυναμικού της ανεξάρτητης Αρχής, στην οποία εμπιστευθήκαμε την ορθή συλλογή των κατά τους Νόμους που ψηφίζει η Βουλή φόρων αποτελούν ορθολογική πολιτική. Το αποδεικνύει η μείωση της φοροδιαφυγής.
Ακόμη πιο ορθολογικό είναι όμως να αντιστραφεί η ροή των πραγμάτων που καταπιέζει τους πολίτες από τότε που ξύπνησαν καταχρεωμένοι, πτωχευμένοι για να είμαστε ακριβείς, την άνοιξη του 2010, εφιάλτης που οδήγησε σε επί μια δεκαετία αύξηση του βάρους των φόρων. Οι μειώσεις φόρων μετά το 2019 είναι σημαντικές, αλλά δεν είναι αρκετές για να αποτινάξουμε το βαρύ φορτίο.
Αυτό που μπορεί και οφείλει να κάνει η κυβέρνηση, τώρα και όχι στο προεκλογικό έτος 2026, είναι να επιστρέψει (ήδη με τον προϋπολογισμό του 2025) τις υπεραξίες που ενθυλακώνει το κρατικό ταμείο χάρις στη συμβολή των μισθωτών συνταξιούχων φορολογουμένων στην πάταξη της φοροδιαφυγής.
Η πρώτη και κυριότερη δίκαιη επιστροφή μπορεί να γίνει με την προσθήκη δύο (τουλάχιστον) ενδιάμεσων συντελεστών μεταξύ 9% και 22% και από έναν ακόμη στα επόμενα κλιμάκια.
Η παρέμβαση αυτή μπορεί να συνδυαστεί με την απαραίτητη τιμαριθμοποίηση της κλίμακας, αφού είναι απαράδεκτο ότι παρά το διετές πληθωριστικό πλήγμα στα εισοδήματα μισθωτών και συνταξιούχων.
Η δεύτερη παρέμβαση πρέπει να γίνει στην ανώτερη κλίμακα, με δύο τρόπους. Να προστεθεί ένα κλιμάκιο ετήσιου εισοδήματος άνω των 60.000 και να προστεθεί ένας υψηλότερος συντελεστής για αυτά τα εισοδήματα, πιθανόν στο 56%.
Η τρίτη επέμβαση πρέπει να γίνει στην επαναφορά του συντελεστή φορολόγησης των μερισμάτων, ο οποίος μειώθηκε στο 5% προκειμένου να ευεργετηθούν οι επιχειρήσεις που θα επενδύσουν στην ανάπτυξη, στόχος που έχει επιτευχθεί σε σημαντικό βαθμό.
Το προϊόν από την αύξηση κατά μία ή και δύο μονάδες στη φορολόγηση των μερισμάτων μπορεί να δεσμευθεί σε ειδικό αναπτυξιακό λογαριασμό, που θα μας χρειαστεί στην περίοδο μετά το Ταμείο Ανάπτυξης.
Μετά το πέρας του τρίτου μνημονίου, δηλαδή το 2019 και ξανά μετά το συγκλονιστικό υφεσιακό πέρασμα της πανδημίας, δηλαδή το 2020-21, ζητήθηκε από τους πολίτες να παράγουν νέο πλούτο, να δημιουργήσουν νέα εισοδήματα, να «φάνε από τα έτοιμα» και, ταυτόχρονα, να συνεχίσουν να πληρώνουν το βαρύ φορτίο των φόρων που επιβλήθηκαν λόγω της δημοσιονομικής σχεδόν - πτώχευσης του 2010-12 και της κατάρρευσης του 2015.
Οι πολίτες μισθωτοί και συνταξιούχοι ανταποκρίθηκαν εν τοις πράγμασι.
Αφού λοιπόν, επιτέλους τώρα, συμφωνούμε ότι η δημοσιονομική κατάσταση έχει εξυγιανθεί, κάτι πρέπει να επιστραφεί στους πολίτες.
Το δημόσιο χρέος (παρά τον έκτακτο δανεισμό στο ξέσπασμα της πανδημίας), μειώνεται συνεχώς ως αναλογία προς το ΑΕΠ. Αυτός είναι ο βασικός δείκτης δημοσιονομικής ανθεκτικότητας, όπως όριζε, ήδη από το 1992, η συνθήκη του Μάαστριχτ.
Κάθε χρονιά ο εκάστοτε υπουργός Οικονομικών μαζεύει περισσότερα χρήματα από όσα έχει δεσμευθεί, εκ του ψηφισμένου προϋπολογισμού, να ξοδεύσει. Το πρωτογενές πλεόνασμα, άλλο ένα βασικό κριτήριο δημοσιονομικής πειθαρχίας είναι συστηματικά μεγαλύτερο από εκείνο που συμφωνήσαμε να διατηρούμε στα πλαίσια της τελευταίας μακρόπνοης δανειακής συμφωνίας διάσωσης.
Ο υπουργός Κωστής Χατζηδάκης, προφανώς εν όψει όλων των παραπάνω, έδειξε μια στροφή στη φορολογική πολιτική της κυβέρνησης:
«Αποτελεί δέσμευση της κυβέρνησης ότι, πέρα από τη στήριξη της κοινωνικής πολιτικής, ένα τμήμα της αύξησης των εσόδων που θα προέλθουν από τη μείωση της φοροδιαφυγής θα κατευθυνθεί σε περαιτέρω μείωση φόρων».
Ο πρωθυπουργός, στα εγκαίνια των γραφείων της ΑΑΔΕ, επιβεβαίωσε τα λεγόμενα του υπουργού του.
Γιατί πρέπει να περιμένουμε έναν ακόμη χρόνο για να δουν φως στην άκρη του πολυετούς τούνελ της λιτότητας, όταν μάλιστα αντιμετωπίζουν, ακόμη σήμερα, το πληθωριστικό σοκ;