Στις δημόσιες συζητήσεις χρησιμοποιούνται με μεγάλη προχειρότητα ορισμένα αριθμητικά/στατιστικά στοιχεία ερμηνευόμενα με λανθασμένο τρόπο, στην υπηρεσία της πολιτικής αντιπολίτευσης πλην όμως τελικά του ασυγκράτητου λαϊκισμού.
Η σωστή ανάγνωση των αριθμών είναι προς το συμφέρον όλων. Είτε όταν τα στοιχεία είναι «ευνοϊκά» προς την ακολουθούμενη πολιτική, είτε δυσμενή, όπως κατά κανόνα συμβαίνει με ό,τι αφορά στα εισοδήματα των πολλών και την ποιότητα της εθνικής οικονομίας.
Τα κατά δήλωσίν μας
Σύμφωνα με τις φορολογικές δηλώσεις μας -και όχι κατά τις στατιστικές προσεγγίσεις-, το ετήσιο εισόδημα 1,4 εκατομμυρίου συμπολιτών είναι μέχρι €12.000. Πρόκειται για το 58% όλων των φορολογουμένων. Το ποσοστό αυτό εμφανίζει στην Εφορία €6,5 δισ. ή 16% του συνόλου. Οι περισσότεροι δηλώνουν αρκετά λιγότερα από τον κατώτατο μισθό.
Πάντα σύμφωνα με τις φορολογικές μας δηλώσεις, 500 χιλιάδες πολίτες δηλώνουν εισόδημα μεγαλύτερο των 12 χιλιάδων και μέχρι 20 χιλιάδες τον χρόνο. Ολοι μαζί αυτοί είναι το 17% των φορολογουμένων και πληρώνονται κατά μέσο όρο €1.200 τον μήνα, δηλαδή τρεις φορές περισσότερα από την ομάδα «βάσης». Στο σύνολο «μαζεύουν» 7,5 δισεκ. ή το 20% του συνόλου.
Στο επόμενο κλιμάκιο, μεταξύ 20 και 30 χιλιάδων ευρώ, είναι περί τις 300.000 φορολογούμενοι (μόλις 7 σε κάθε 100) και δηλώνουν περί τα €6 δισεκ. συνολικά ή €1.700 τον μήνα. Δηλαδή 100% περισσότερα από την ομάδα του βασικού μισθού ή τέσσερις φορές περισσότερα από τη μεγάλη ομάδα που τα είδε πολύ σκούρα με την άνοδο του πληθωρισμού.
Σημειώστε ότι τα στοιχεία αφορούν το έτος 2021, όταν ξεκίνησε το φαινόμενο της ακρίβειας αλλά προτού γίνουν σημαντικές αυξήσεις σε όλη την γκάμα των εισοδημάτων, από τον κατώτατο μέχρι τους καλύτερα αμοιβόμενους.
Τι δεν λέει η αγοραστική μας δύναμη
Χρησιμοποιείται από κάποιους (από την αντιπολίτευση κατά κόρον, χωρίς δυστυχώς να αντιλαμβάνονται τι ακριβώς δείχνει…) ένα ευρωστατιστικό μέγεθος, σύμφωνα με το οποίο το «κατά κεφαλήν» εγχώριο προϊόν, όταν αρθεί σε συγκρίσιμες μονάδες αγοραστικής δύναμης είναι το δεύτερο χαμηλότερο (μετά τη Βουλγαρία), ως μέτρο της αγοραστικής δύναμης κάθε ελληνικού εισοδήματος. Το σύνηθες «συμπέρασμα» είναι ότι είμαστε όλοι φτωχοί σ’ αυτήν τη χώρα.
Επισήμανα ήδη εδώ, ότι το μέγεθος αυτό δείχνει κυρίως τι παράγουμε και λιγότερο πόσο μπορούμε να καταναλώσουμε. Το στοιχείο είναι πράγματι πολύ ανησυχητικό, αλλά, προς Θεού, δεν σημαίνει ότι θα γίνει καλύτερο επειδή το κράτος (ή οι επιχειρήσεις κατόπιν κυβερνητικής εντολής) θα αυξήσουν τους ως άνω μισθούς.
Σημειώστε, για να κατανοήσετε αμέσως πως κάτι δεν πάει καλά με τον λαϊκισμό εκ του προχείρου, ότι αν η Ελλάδα εμφανίζεται με 67 μονάδες στον σχετικό δείκτη και η Ιρλανδία με 212, αυτό δεν σημαίνει ότι η αγοραστική δύναμη του μέσου Ιρλανδού είναι τρεις φορές μεγαλύτερη. Μπορείτε να το συζητήσετε με τον πρώτο Ιρλανδό τουρίστα που θα συναντήσετε.
Προσέξτε επικουρικά και την σχετική επισήμανση της Eurostat: «Το υψηλό επίπεδο του κατά κεφαλήν ΑΕΠ στην Ιρλανδία μπορεί να εξηγηθεί εν μέρει από την παρουσία μεγάλων πολυεθνικών εταιρειών που κατέχουν πνευματική ιδιοκτησία. Η σχετική νομική κατασκευή με αυτά τα περιουσιακά στοιχεία συμβάλλει στο ΑΕΠ, ενώ ένα μεγάλο μέρος του εισοδήματος που αποκτάται από αυτή την παραγωγή επιστρέφεται στους τελικούς ιδιοκτήτες των εταιρειών στο εξωτερικό.»
Επιπλέον, αν κοιτάξουμε την ίδια κατάταξη προηγουμένων ετών (παρόλο που η Eurostat επισημαίνει ότι δεν πρέπει να συγκρίνουμε παρά μόνον κάθε χρονιά από μόνη της) καθίσταται φανερό ότι η Ελλάδα πλήρωσε πολύ ακριβά τόσο την κρίση του 2015-2018 όσο και την πανδημική κρίση, Αυτές οι δύο κρίσεις μας κατέβασαν πολλά σκαλοπάτια στην εν κατάταξη της αγοραστικής δύναμης του παραγώμενου προϊόντος.
Όχι, δεν έχουμε τη μεγαλύτερη ακρίβεια
Μια άλλη στατιστική που χρησιμοποιήθηκε εκ του προχείρου, ειδικά από την πρωινή τηλοψία και τα αντιπολιτευτικά τρολς, «ερμήνευσε» ότι ως να μην έφτανε που έχουμε χαμηλή αγοραστική δύναμη, το επίπεδο των δικών μας τιμών είναι στο 88% της Ευρώπης των 27 κρατών.
Ο σχετικός δείκτης που συγκρίνει το επίπεδο τιμών (Comparative price levels) χρησιμοποιείται για να κάνουμε τη σύγκριση μεταξύ των επιπέδων αγοραστικής δύναμης και να κατασκευάσουμε το κοινό ισοδύναμο «νόμισμα» αγορών.
Επομένως, έχει ήδη επηρεάσει τον συγκεκριμένο υπολογισμό του κατά κεφαλήν εισοδήματος σε ισοδύναμη αγοραστική δύναμη. Αρα, δεν έχει καμία απολύτως έννοια να συγκρίνουμε αυτό το εισόδημα με αυτό το επίπεδο τιμών.
Αν μας λέει κάτι όμως αυτή η στατιστική είναι ότι έχουμε συγκριτικά «λιγότερη ακρίβεια». Συγκεκριμένα, η Ελλάδα βρίσκεται στη 15η θέση (στοιχεία 2022) μεταξύ των 20 κρατών της Ευρωζώνης.
Αυτό που κάνει τη διαφορά -και θα έπρεπε να μας προβληματίζει- είναι το μερίδιο του ελληνικού εθνικού εισοδήματος που αφιερώνεται στην κατανάλωση. Συγκεκριμένα, εμείς οι Ελληνες ξοδεύουμε 7 σε κάθε 10 ευρώ της εθνικής παραγωγής για κατανάλωση τελικών προϊόντων και υπηρεσιών και βρισκόμαστε στην πρώτη θέση μεταξύ των κρατών της Ζώνης. Στα πιο παραγωγικά κράτη της κεντρικής και βόρειας Ευρώπης το αντίστοιχο ποσό είναι γύρω στα 5 σε κάθε 10. Τα υπόλοιπα πάνε για επενδύσεις. Βγάλτε συμπέρασμα.
Συγγνώμην αν σας κούρασα με την αριθμο-παιδεία, δηλαδή τα νούμερα, αλλά, πιστεύω πως ένας καλά ενημερωμένος συζητητής της επικαιρότητας αξίζει όσο δύο. Τουλάχιστον!