Οι πιο «ξεροκέφαλοι» μύθοι είναι εκείνοι που καλλιεργούνται πάνω σε ήδη ριζωμένες προκαταλήψεις. Αν μάλιστα μιλάμε για κάτι που είναι ήδη «μισητό» στους πολλούς, ο μύθος γίνεται πιο στέρεος. Αν, επιπλέον, ο «κακός του παραμυθιού» θεωρείται «ανήθικος», ειδικά από τις παλαιές θρησκείες, τότε η ισχύς του μύθου είναι, πρακτικά, ανίκητη.
Στην περίπτωση της συζήτησης που έγινε προχτές στις Επιτροπές Οικονομικών, Παραγωγής και Εμπορίου ο «μύθος» μέσα στην Αίθουσα της Γερουσίας ήταν οι τράπεζες, οι ελληνικές.
Η αξιωματική αντιπολίτευση, με την επικούρηση της «πράσινης», ισχυρίστηκαν ότι το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας δεν έπρεπε να πωλήσει μετοχές των τεσσάρων συστημικών τραπεζών (Eurobank, Πειραιώς, Εθνική και Alpha).
Το επιχείρημα πάει ως εξής: Πουλώντας πακέτα μετοχών το Ταμείο (ΤΧΣ) εισπράττει λιγότερα χρήματα από όσα (α) θα έπαιρνε σε μια καλύτερη χρηματιστηριακή συγκυρία, κάποτε στο μέλλον, και (β) από όσα έβαλε το κράτος, εμείς δηλαδή, για τις διασώσουμε όταν κατέρρευσαν.
Ο «καλός» μύθος απαιτεί, στην αφετηρία του, ένα ψέμα. Άλλοτε ελαφρύ, κάποτε ακόμη και χαριτωμένο, συχνότερα όμως, ιδίως όταν παρεμβαίνει το πολιτικό συμφέρον, χονδροειδές.
Εν προκειμένω, το ψέμα είναι ότι οι τράπεζες κατέρρευσαν επειδή οι ζάπλουτοι βασικοί μέτοχοι τους, τις ξεζούμισαν ενώ και τα ακριβοπληρωμένα στελέχη τους, τις κατέστρεψαν με τις λανθασμένες αποφάσεις τους. Ένα κι ένα κάνουν δύο.
Προφανώς, κατά τον «μύθο» ούτε οι πολιτικοί, που δεν έχουν ευθύνες, ιδιωτικές είναι οι τράπεζες, ούτε βεβαίως οι πολίτες, που στις Δημοκρατίες είναι «βασιλιάδες» ιδίως όταν δεν πληρώνουν τα χρέη τους.
Η αλήθεια όμως είναι αρκετά διαφορετική. Ο βασικός, καθοριστικός, λόγος κατάρρευσης του ελληνικού τραπεζικού συστήματος είναι η δημοσιονομική πτώχευση του κράτους.
Πρόσθετοι δύο λόγοι είναι η ύφεση της οικονομίας (άρα και των ατομικών εισοδημάτων) και η τυχοδιωκτική παρότρυνση επιχειρήσεων και πολιτών για τη γνωστή ως «σεισάχθεια».
Ας δούμε τον κύριο λόγο. Οι ελληνικές εμπορικές τράπεζες τοποθετούσαν συστηματικά και μαζικά τα χρήματα των αποταμιεύσεων της κοινωνίας σε τίτλους (ομόλογα) του ελληνικού κράτους. Το ίδιο έκαναν και με τα κέρδη που δεν μοίραζαν στους μετόχους και δεν επένδυαν στην ανάπτυξη των εργασιών τους.
Την περίοδο μάλιστα προτού καταστεί αναπόδραστη η κατάρρευση της δημοσιονομικής αντοχής της Ελλάδας, μέχρι και το 2008 δηλαδή, είχαν αυξήσει τις τοποθετήσεις τους στο διαρκώς αυξανόμενο δημόσιο χρέος.
Με αποτέλεσμα, όταν φτάσαμε στον πάτο και χρειάστηκε να περικοπεί η τρέχουσα αξία των ελληνικών ομολόγων, να χάσουν και οι τράπεζες, όπως έχασαν και όσοι άλλοι είχαν ελληνικούς τίτλους ένα τεράστιο ποσό.
Υπό κανονικές συνθήκες (πούρου καπιταλισμού) οι τράπεζες θα είχαν κλείσει τις πόρτες τους, οι καταθέτες θα είχαν χάσει τα χρήματά τους, η οικονομία θα είχε βρεθεί χωρίς τραπεζικό σύστημα και, όπως έτσι κι αλλιώς έγινε, οι μέτοχοι θα είχαν χάσει την αξία των μετοχών τους.
Αυτό δεν συνέβη. Οι αποταμιευτές, πολίτες και επιχειρήσεις, «πρόλαβαν» και έβγαλαν 87 δισ. (37% του συνόλου) μεταξύ Σεπτεμβρίου 2009-Ιουνίου 2012, στην πιο σκληρή περίοδο της δημοσιονομικής κρίσης και 44 δισ. (27% του εναπομείναντος συνόλου) μεταξύ Σεπτεμβρίου 2014-Ιουλίου 2015) στην πιο σκληρή περίοδο της τυχοδιωτικής περιπέτειας.
Επειδή οι καταθέσεις ήσαν σε ευρώ κι επειδή το ευρώ είναι διεθνές νόμισμα κι επειδή, επιπροσθέτως, η Ελλάδα παρέμεινε στο ευρώ, οι καταθέσεις δεν χάθηκαν. Αλλά δεν χάθηκε τίποτε ούτε από τις καταθέσεις που έμειναν εντός του τραπεζικού συστήματος.
Το σπουδαίο αυτό αποτέλεσμα δεν συνέβη απλώς επειδή το κράτος «διέσωσε» τις τράπεζες, αλλά επειδή οι Ευρωπαίοι μας δάνεισαν όσα χρήματα χρειαζόμασταν για να διατηρήσουμε την αξιοπρέπειά μας ώστε το κράτος «μας» να παραμείνει ένας μελλοντικά αξιόχρεος εκδότης ομολόγων.
Μέρος των δανεικών πήγε βεβαίως στην ανακεφαλαιοποίηση του τραπεζικού συστήματος. Ανακεφαλαιοποίηση δεν σημαίνει ότι μπήκαν πίσω στη θέση τους τα λεφτά που χάθηκαν, αλλά ότι οι τράπεζες απέκτησαν το ελάχιστο μετοχικό κεφάλαιο που απαιτούν οι ευρωπαϊκοί (και διεθνείς) κανόνες προκειμένου να θεωρούνται άξιες να διατηρήσουν την άδεια άσκησης του τραπεζικού επαγγέλματος.
Όπως προσφυώς εξήγησε στην ως άνω αρμόδια επιτροπή και ο κληθείς να καταθέσει διοικητής της Τράπεζας Ελλάδος κ. Γιάννης Στουρνάρας «εν μέσω πρωτόγνωρων συνθηκών συστημικής αστάθειας, κυρίως από πλευράς ζημιών και εκροών καταθέσεων, οι τράπεζες ανακεφαλαιοποιήθηκαν χωρίς να χαθεί ούτε ένα ευρώ από καταθέσεις, γεγονός που έχει τεράστια σημασία για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις».
Αν δεν είχαν εξελιχθεί με αυτόν τον τρόπο τα πράγματα, η ελληνική οικονομία θα είχε καταρρεύσει τρισχειρότερα, για πολύ μεγαλύτερο διάστημα, θα είχαμε βγει από την ευρωζώνη, θα είχε επιστρέψει μια υποτιμημένη δραχμή και το σύνολο των αξιών (ακίνητα, επιχειρήσεις, μετοχές, συντάξεις και, τελικά, μισθοί) θα είχαν εξαϋλωθεί.
Με δύο λόγια, η διάσωση των τραπεζών είναι το κύριο μέρος της διάσωσης όλων των άλλων συστημάτων, που διέσωσαν την αξιοπρέπεια στη χώρα.
Οπωσδήποτε όμως αυτή ήταν από την πρώτη στιγμή, μια μεγάλη και δύσκολη υπόθεση. Την αγνόησε εγκληματικά η σύζευξη Τσίπρα-Καμμένου-Βαρουφάκη όταν επιχείρησαν και, δυστυχώς, «πέτυχαν» να καταγάγουν «ιδεολογική» νίκη επί των «κακών τραπεζών». Με αποτέλεσμα να οδηγήσουν πάμπολλους δανειολήπτες στην παγίδα των κόκκινων χρεών, ιδίως μετά το δεύτερο μισό του 2014 και τουλάχιστον μέχρι το 2018.
Ο κ. Στουρνάρας παρουσίασε στους βουλευτές της Επιτροπής δύο πίνακες, στους οποίους έχει υπολογιστεί το «κόστος» αλλά και το «όφελος» για το Δημόσιο από τη διάσωση των τραπεζών.
Στην πλευρά του κόστους είναι τα 26 δισ. που μπήκαν στη θέση των κεφαλαίων που «κάηκαν» και τα κεφάλαια που έβαλε το ΤΧΣ (24 δισ.) στη συνέχεια για να επιπλεύσουν οι τέσσερις «νέες» συστημικές τραπεζικές μονάδες. Αθροισμα 50,3 δισ.
Στην πλευρά του οφέλους, είναι τα 38,3 δισ. που διέγραψε με κέρδος το Δημόσιο από το συνολικό του χρέος (κατά την ανταλλαγή χρέους που οργάνωσε η κυβέρνηση Παπαδήμου), τα μερίσματα που πλήρωσε η Τράπεζα Ελλάδος στο δημόσιο ταμείο (5,5 δισ.) και τα διάφορα άλλα έσοδα του ΤΧΣ (9,9 δισ). Άθροισμα 53,7 δισ.
Με δύο λόγια, το Δημόσιο, έχει, μέχρι στιγμής, όφελος περί τα 3-4 δισ. από τη διάσωση των τραπεζών.
Πάλι καλά!
Το ζητούμενο τώρα είναι να συνεχίσει να πηγαίνει όσο καλύτερα γίνεται η οικονομία, να δυναμώσουν οι επιχειρήσεις, να τακτοποιηθούν τα κόκκινα δάνεια, να βάλουν κι άλλα κεφάλαια οι ιδιώτες μέτοχοι (που προσέρχονται πλέον με αυξημένη σιγουριά), να δώσουν οι τράπεζες νέα καλά δάνεια, να βγάλουν καλά και καλύτερα κέρδη και να αποπληρώσουν την αναβαλλόμενη υποχρέωσή τους στην Εφορία.
Έχουμε δρόμο, αλλά είμαστε στον σωστό δρόμο.
Μπορεί ο κ. Νίκος Παππάς του ΣΥΡΙΖΑ και κάποιοι χρηματιστηριάκηδες «μελετητές» του ιστορικού ΚΕΠΕ να έχουν άλλη άποψη. Νομίζουν πως διηγούνται σε μικρά παιδιά τον ίδιο πάντοτε μύθο με τον λύκο τον «κακό». Κρατήστε τα παιδιά μακριά. Την τελευταία φορά που οι πολίτες τους πίστευσαν, κόντεψαν να μην έχουν να τα ταΐσουν οι γονείς τους. Νυσάφι πια!