Δεν είμαι μεταξύ εκείνων που είδαν στον κ. Φάμελλο έναν «πράο» πολιτικό της αριστεράς. Έχει βεβαίως την «ικανότητα» να, διαστρεβλώνει νοήματα και να ποζάρει ως κατήγορος. Τις προάλλες προκάλεσε, με τον γνωστό του μανιχαϊσμό, τη δίκαιη κατακραυγή βουλευτών της πλειοψηφίας όταν εκμεταλλεύτηκε την κραυγή πόνου, μιας ακόμη μάνας, της εισαγγελέως Λαρίσης. Αμέσως, ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ πήρε το λόγο στη Βουλή και είπε:
«Τα ερωτήματα (που) προκύπτουν και από την ανάρτηση της μητέρας του θύματος πληθαίνουν. Γιατί αναφέρεται σήμερα η μητέρα του θύματος στους υπεύθυνους του θανάτου του γιου της; Γιατί είχε βιαστεί η κ. Αδειλίνη και είχε τοποθετηθεί αποκλείοντας κάθε συσχέτιση με τα καθήκοντα; Τι συσχέτιση μπορεί να υπάρχει με την εντολή που είχε λάβει για την έρευνα των καταγγελιών συνηγόρων και συγγενών των θυμάτων για το έγκλημα των Τεμπών; Ο κύριος Πρωθυπουργός πρέπει να έρθει εδώ να λογοδοτήσει (…) γιατί και αυτή η εξέλιξη προσθέτει στην ανασφάλεια, στα ερωτήματα, στην αγωνία, στο αίσθημα συγκάλυψης».
O κ. Φ. διαπιστώνει την απονομιμοποίηση της κυβέρνησης και γι αυτό ζητεί να συναινέσει σύμπασα η αντιπολίτευση ή, τουλάχιστον, το ΠΑΣΟΚ, στην υποστήριξη μομφής, με στόχο, προφανώς την πτώση της κυβέρνησης. Το ζητεί με τον τρόπο που το είχε θέσει ο Καρλ Σμιτ, επιδραστικός συνταγματολόγος του μεσοπολέμου εκπρόσωπος του «αντιδραστικού μοντερνισμού», αλλά και εμπνευστής των ναζί.
Όπως είπε στη Βουλή ο κ. Φ.: «Υπάρχει αμφισβήτηση και ισχυρός κλονισμός στην αξιοπιστία της δικαιοσύνης (και ) οφείλεται σε πολύ μεγάλο βαθμό στις επιλογές της ηγεσίας της Δικαιοσύνης.» Για να ζητήσει με στόμφο: «Οι αποφάσεις της Δικαιοσύνης οφείλουν να κρίνονται. Θα μετράμε και θα φοβόμαστε τα λόγια μας; Με έναν θεσμικό καθωσπρεπισμό δε θα προφυλάξουμε τελικά τη δημοκρατία και τη δικαιοσύνη; Οι αποφάσεις της Δικαιοσύνης θα κρίνονται από τον ελληνικό λαό, γιατί στο όνομα του ελληνικού λαού αποδίδεται και πρέπει να αποδίδεται δικαιοσύνη.»
Ο κ. Φ. ζητεί να φύγει η κυβέρνηση επειδή είναι απονομιμοποιημένη γιατί έτσι «λένε οι δημοσκοπήσεις». Πράγματι, αν είχαμε μια Βουλή με τα ποσοστά των τρεχουσών μετρήσεων, η παρούσα κυβέρνηση δε θα είχε την εμπιστοσύνη της Βουλής.
Πλην όμως, επειδή η χώρα πρέπει κάπως να κυβερνηθεί, ο κ.Φ. ισχυρίζεται πως όλα τα άλλα κόμματα που είναι «κοντά» στον ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσαν να συμφωνήσουν σε ένα «αριστερό πρόγραμμα» και να κυβερνήσουν.
Προφανώς, με τη συμμετοχή Ανδρουλάκη και Κωνσταντοπούλου και την αποχή/ανοχή των κκ. Κουτσούμπα, Βελόπουλου, Νατσιού και Λατινοπούλου. Αφού όλοι αυτοί συμφωνούν ότι η έλλειψη εμπιστοσύνης στη Δικαιοσύνη ισοδυναμεί με απόσυρση εμπιστοσύνης προς την παρούσα Βουλή και, τελικά, την κυβέρνηση.
Φούμαρα όλα αυτά, αλλά ας δεχτούμε ότι από κάτι τέτοιο θα ήταν πιθανόν να προκύψει κοινοβουλευτική πλειοψηφία.
Τι θα έκανε λοιπόν μια «κυβέρνηση αλά Φάμελλου» ώστε να ξεσκεπάσει την επιχειρούμενη «συγκάλυψη» και πώς θα εξασφαλίσει ότι η δικαιοσύνη θα αποδώσει τις αιτούμενες καταδικαστικές ποινές για το «έγκλημα των Τεμπών»;
Θα άλλαζε την ηγεσία των ανώτατων δικαστηρίων με εντολή να αλλαχθούν όλοι οι δικαστές μέχρις ότου να αναλάβει ο σωστός ανακριτής; Με ποια μέσα θα επηρέαζε την κατά το νόμο ομάδα των δικαστών που οφείλει να ορίζει τον ανακριτή; Πώς θα προσδιόριζε τον χρόνο της ανάκρισης μέχρι την εκκίνηση της δίκης και πώς θα ήλεγχε τη διάρκειά της; Πώς θα όριζε τη σύνθεση του δικαστηρίου ώστε να είναι σίγουρος για το «δίκαιο αποτέλεσμα»;
Ξεχνά ο κ. Φ. αυτό που κανείς άλλος δεν έχει ξεχάσει: το Μάτι και τη Μάνδρα. Ακόμη κι έτσι, πιστεύει ότι μια «αριστερή» διακυβέρνηση αρκεί για να καθησυχαστεί η εξεγερμένη κοινή γνώμη και ότι με όλα όσα περιγράφονται στην προηγούμενη παράγραφο θα επανέλθει η χαμένη εμπιστοσύνη προς τη δικαιοσύνη;
Προφανώς, όχι: Πονηρός και φαφλατάς είναι, αφελής για όσα θέλει να κάνει, δεν είναι. Καθόλου τυχαία, ο Καρλ Σμιτ έκανε δεύτερη καριέρα μεταξύ των αριστεριστών των δεκαετιών που έψησαν πολιτικά τον κ. Φ., για να μας λέει τώρα, όπως ωραία έχει εξηγήσει ο Αλέξανδρος Κεσσόπουλος ότι χρειάζονται χαρισματικοί ηγέτες που θα νομιμοποιούνται μέσα από την κινητοποίηση των πολιτών, «ούτως ώστε οι τελευταίοι να απονομιμοποιήσουν, με τη δράση και την ψήφο τους, τόσο την πολιτική των εχθρών του λαού όσο και την ίδια τη λειτουργία των αντιπροσωπευτικών θεσμών».
Προσέτρεξα λίγο στα θεωρητικά του εκφασιστικού λαϊκισμού, που είναι σημαντικό μέρος της ευρωπαϊκής πολιτικής σκέψης, ειδικά κατά τον μεσοπόλεμο, επειδή κάπου εκεί πίσω πρέπει να ανατρέξουμε για να κατανοήσουμε τη σύγκλιση που θριαμβεύει, εν τινι μέτρω, μετά την Αμερική του Τραμπ και στις ευρωπαϊκές. Οι ακραίοι αντίπαλοι του φιλελευθερισμού διψούν, ξανά, για το αίμα της ανοικτής κοινωνίας.