Υπάρχει ένας δείκτης που έχει πάντοτε προβλέψει πολύ καλά και τα δυσάρεστα και τα ευχάριστα νέα: ο δείκτης οικονομικού κλίματος.
Καταρτίζεται στα πλαίσια της Έρευνας Οικονομικής Συγκυρίας, από το Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) και είναι «μέρος του κοινού εναρμονισμένου προγράμματος που χρηματοδοτείται από την Ευρωπαϊκή Ένωση (DG ECFIN»).
Στα μεγάλα κράτη, ο δείκτης αυτός κινεί τις αγορές και συγκινεί τους πολιτικούς. Στην Ελλάδα, οι περισσότεροι πολιτικοί αγνοούν την ύπαρξή του και μάλλον δεν κατανοούν τις ενδείξεις του.
Άλλωστε, οι πολιτικοί δεν αναφέρονται σχεδόν ποτέ στη «συγκυρία» της οικονομίας. Ούτε τους κόφτει η «ψυχολογία» της αγοράς. Αδιαφορούν για τις «προσδοκίες» των συντελεστών της παραγωγής.
Ακούγονται «κορακίστικα» και πολύ καπιταλιστικά όλα τούτα. Άρα δεν κάνουν για την Ελλάδα μας, όπου, ως γνωστόν, είμαστε όλοι «αριστεροί» αφού οι «δεξιοί» δεν είναι προοδευτικοί άνθρωποι αλλά κρυπτο-ακροδεξιοί.
Ο δείκτης αυτός λοιπόν, έδειξε, χθες, ότι βρισκόμαστε σε στασιμότητα, με την καλή την έννοια όμως…
Ο δείκτης, όταν κινείται πάνω από τις 100 μονάδες, μας λέει πως πάμε καλά. Πράγματι, εδώ και κάποιους μήνες κινείται κοντά στο 110 (Αύγουστος ‘23=111,4) και τον Απρίλιο που πέρασε ήταν στο 108,5. Πέρυσι τον ίδιο μήνα έδειξε 108,1 και κατά μέσο όρο το 2023 στο 107,6.
Στην Ευρωζώνη πάνε χειρότερα. Ο δείκτης εκεί είναι στο 95,6 (Απρίλιος) όταν το 2023 ήταν στο 96,2 και το 2022 στο 101,8.
Αλλά και οι «επιχειρηματικές προσδοκίες» (που υπολογίζονται με βάση τις προβλέψεις παραγωγής, τις εκτιμήσεις για το ύψος των αποθεμάτων, τις παραγγελίες και τη ζήτηση) είναι, στη Βιομηχανία, σε καλό επίπεδο: 108,7 όσο ακριβώς και πέρυσι.
Στο λιανικό εμπόριο η εικόνα έχει γκριζάρει. Αλλά πολύ λίγο. Κι ενώ οι έμποροι βλέπουν (όπως πάντα…) «σημάδια κόπωσης» στην αγορά, τα ίδια τα νοικοκυριά, που είναι μονίμως απαισιόδοξα, παραδόξως εμφανίζονται λιγότερο απαισιόδοξα.
Συγκεκριμένα, τον Απρίλιο, οι Έλληνες καταναλωτές παραμένουν πάντοτε οι πιο απαισιόδοξοι μεταξύ των ευρωπαίων καταναλωτών. Όμως, αυτοί που κρίνουν ότι το νοικοκυριό τους δεν τα καταφέρνει, είναι λιγότεροι κατά δέκα ολόκληρες ποσοστιαίες μονάδες.
Υπάρχει βεβαίως και ο «μεγάλος απαισιόδοξος». Δεν είναι οιοσδήποτε, αφού μιλάμε για τον Κωστή Χατζηδάκη.
Ο υπουργός Οικονομικών λέει «ΟΧΙ» σε όποιον υπουργό ή άλλον παράγοντα του ζητεί έστω και μια κάποια φορολογική περικοπή, έστω και κάποια μικρή αύξηση μια κάποιας γραμμής στις κρατικές δαπάνες.
Δεν είναι πως δεν έχει δώσει χρήματα.
Οι δημόσιοι υπάλληλοι πήραν 930 εκατ., 500 οι συνταξιούχοι συν 43 για το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα και 45 οι γιατροί εξτρά εφημερίες, περάσαμε το 1,5 δισ.
Κι άλλα 90 για νέες γεννήσεις, 40 για τη μητρότητα σε ελεύθερους επαγγελματίες και αγρότες (που πήραν και 82 από επιστροφή φόρου στα καύσιμα), μαζί με άλλα «ψιλά» πιάσαμε τα 2 δισ.
Βάλτε και κοντά 1 δισ. ήδη υπεσχημένα και προγραμματισμένα για το 2025 (αναφέρονται λεπτομερώς στο αναθεωρημένο πρόγραμμα σταθερότητας που στείλαμε προχθές στις Βρυξέλλες), προσθέστε και όσα θα καταπιεί ο σιδηρόδρομος και οι ζημιές στη Θεσσαλία, βάλτε και κάποια που δεν έχει ανακοινώσει ακόμη ο Πρωθυπουργός για το δημογραφικό, ο λογαριασμός του «δούναι» είναι μεγάλος.
Παρά ταύτα, ο κ. Χατζηδάκης βλέπει και το «λαβείν» να φουσκώνει χωρίς σταματημό.
Στο α’ τρίμηνο του έτους, αντί για έλλειμμα του συνολικού κράτους ύψους 817 εκατ. είχαμε έλλειμμα μόλις 44 εκατ.
Αντί για πρωτογενές πλεόνασμα 2,1 δισ. πιάσαμε πλεόνασμα 3 δισ. όσο δηλαδή και πέρυσι.
Οι φόροι αυξάνονται με ετήσιο ρυθμό 4% και μέχρι να τελειώσει ο χρόνος η αύξηση μπορεί να έχει πάει στο +5%.
Δεν είναι καιρός να σκεφτεί ο κ. Χατζηδάκης ότι η κλίμακα των μισθωτών (τουλάχιστον αυτών…) πρέπει να τιμαριθμοποιηθεί, λόγω πληθωρισμού;
Είναι εντυπωσιακό ότι κανείς στην αντιπολίτευση δεν μιλά γι αυτό.
Ο μεν Κασσελάκης υπόσχεται, σε όποιον συναντά μπροστά του, φανταστικά ποσά (τα οποία κανείς ούτε ο ίδιος γνωρίζει που θα βρεθούν).
Ο δε Ανδρουλάκης έχει χάσει την πασοκική φλέβα των ανεκπλήρωτων διεκδικήσεων αλλά για πραγματικά μεγέθη και πραγματική οικονομία στην εντελώς πραγματική ζωή εργαζομένων και επιχειρήσεων ούτε κουβέντα.
Με δύο λόγια, τα πράγματα κυλούν όπως συνήθως. Μόνον που αυτή τη φορά κυλούν καλά και ομαλά.
Γιατί τότε ανησυχούν οι μεγάλοι καπιταλιστές και όσοι σκέφτονται την οικονομία όχι μόνον με νούμερα αλλά πιο συνολικά;
Γιατί βλέπουν τι γίνεται γύρω μας, δηλαδή τους πάμπολλους κινδύνους που όχι μόνον δεν λέν να κοπάσουν αλλά γίνονται χειρότεροι.
Γιατί διαπιστώνουν πως όσες δυνάμεις, υλικές και ανθρώπινες, διαθέτει ο τόπος χρησιμοποιούνται όλες και δεν φθάνουν, ενώ πολλοί και πολύ καλοί είναι εκείνοι που παίρνουν των ομάτιών τους.
Γιατί δεν βλέπουν την κυβέρνηση να έχει κάποιο σχέδιο για το μεθαύριο.
Δεν τους φταίει η διακυβέρνηση. Τον επιούσιον τον κουμαντάρουν όλοι με το παραπάνω.
Πώς θα είναι όμως η Ελλάδα σε μερικά χρόνια από σήμερα; Απάντηση, ρεαλιστική, υπολογισμένη, συντεταγμένη δεν υπάρχει πάνω στο τραπέζι.
Είμαι σίγουρος ότι στο πασχαλινό τραπέζι όλο και κάποιος θα βάλει το θέμα του «πού πάμε;». Σίγουρα θα είναι αυτός που έχει χαλάσει και άλλες γιορτινές πασχαλιάτικες μαζώξεις.
Ο ίδιος που έλεγε ότι για να ξέρεις αν πας καλά πρέπει να ξέρεις τον δρόμο τουλάχιστον μέχρι το επόμενο σταυροδρόμι.
Και είναι ο ίδιος που δεχόταν και τότε περιφρονητικές απαντήσεις τύπου «δεν κοιτάς πόσο χάλια πάμε σήμερα, τι ασχολείσαι με το αύριο;» Να κάτι που πρέπει να αλλάξει για να βρίσκουμε απαντήσεις στο «πού πάμε;»