Κάποιοι δεν νοιάζονται για τη Δίκη

Υπάρχουν όλες οι προϋποθέσεις για να γίνει μια σωστή, δίκαιη και αυστηρή δίκη για την υπόθεση των Τεμπών. Το ζητούμενο είναι να ξεκινήσει. Όσο γίνεται ενωρίτερα, αλλά καλά προετοιμασμένη. Αυτό δεν συνέβη με την άλλη δίκη για την -ακόμη μεγαλύτερη- τραγωδία στο Μάτι, η οποία μάλιστα τρέχει αυτές τις μέρες μέσα στην απόλυτη σιωπή και βουβή οργή όσων έμειναν πίσω.

Τέλος πάντων.

Όπως πάντα, η άρτια προετοιμασία της δίκης αποτελεί σημαντικό στοιχείο του αποτελέσματος. Γι αυτό δουλεύουν ήδη πολλοί και προφανώς άξιοι δικηγόροι. Θα ήταν μεγάλη αστοχία να μην έχουμε τη δίκη εκείνη που θα γαληνεύσει τα πάθη τα οποία, μέχρις ότου ξεκινήσει η ανοικτή φάση της απόδοσης δικαιοσύνης, θα συνεχίσουν να ξεσηκώνουν και να καταθλίβουν την κοινή γνώμη.

Από την πλευρά της ανάκρισης και του εισαγγελέα περιμένουμε το καλύτερο. Προφανώς, θα ελεγχθεί η προετοιμασία που θα γίνει, από τον εισαγγελέα όταν θα περάσουμε στην επόμενη φάση. Θα ήταν καλύτερο να είχε ο ανακριτής μια ακόμη μεγαλύτερη ομάδα δικαστικών ερευνητών; Πιθανόν, αλλά δεν νομίζω ότι εκεί βρίσκεται η καρδιά του ζητήματος.

Ήδη άλλωστε, πολλές και πολύ σημαντικές πλευρές της υπόθεσης φαίνεται να έχουν ξεκαθαριστεί.

Κανείς δεν έχει κάποια αμφιβολία για τον ρόλο του σταθμάρχη και των άλλων εργαζομένων του ΟΣΕ από τους οποίους ξεκίνησε, εκείνο το βράδυ, η τραγωδία.

Κανείς δεν έχει κάποια αμφιβολία ότι το διαθέσιμο σύστημα τηλεδιοίκησης δεν ήταν εκείνο για το οποίο πληρώθηκε αδρά η Ελλάδα από την Ευρώπη.

Κανείς δεν αμφισβητεί όμως ότι υπήρχε και ένα άλλο σύστημα ασφαλούς δρομολόγησης των τρένων, το οποίο δυστυχώς δεν χρησιμοποίησε ο μοιραίος σταθμάρχης εκείνο το βράδυ και, μάλλον δεν ήταν υποχρεωμένος να το πράξει.

Κανείς δεν αμφισβητεί ότι μοίρα σκοτεινή απέτρεψε τον αδικοχαμένο οδηγό της αμαξοστοιχίας με τους επιβάτες να αρνηθεί να ταξιδέψει ανάποδα και ας ήταν πολύ εμπειρότερος του σταθμάρχη.

Κανείς δεν αμφισβητεί ότι μοίρα μαύρη δεν έβαλε στο μυαλό του αδικοχαμένου οδηγού του εμπορικού τρένου μια κάποια επικοινωνία, όπως συχνά συμβαίνει, χωρίς πάντως να είναι υποχρεωτικό, με το ανερχόμενο τρένο. Ίσα που πρόλαβε να φρενάρει μειώνοντας αδιαμφισβήτητα τη σφοδρότητα της σύγκρουσης.

Κανείς δεν αμφισβητεί ότι από τη σύγκρουση σκοτώθηκαν αν όχι όλοι, σίγουρα οι περισσότεροι, αν και, το τραγικότερο, ίσως όχι αμέσως.

Όλα τα παραπάνω ήσαν υπό αμφισβήτηση μέχρι πρότινος. Τώρα όμως έχουν πάει στην άκρη. Προσώρας. Σε κάθε περίπτωση, οι όποιες διαφωνίες δεν αλλάζουν κάτι για τα αίτια και το μέγεθος της τραγωδίας. Θα ξαναμπούν στη θέση τους από ανακριτή, εισαγγελέα και, βεβαίως, στη δίκη.

Εξίσου αποδεκτό και σαφές είναι ότι καμία συγκάλυψη ούτε επιχειρήθηκε ούτε είναι δυνατόν να υπάρξει για όλα αυτά. Υπάρχουν πολλά και βαριά να πει κανείς για τις ευθύνες του κράτους και όσων, από όποια θέση ευθύνης (ή συχνά ανευθυνότητας...), το υπηρέτησαν. Αλλά κανείς δεν τα λέει αυτά όταν μιλά για τη συγκάλυψη. Το πώς πρέπει να τιμωρηθούν παραμένει ζήτημα ανοικτό αλλά δεν αφορά στη δίκη για το δυστύχημα.

Οι νομικοί παραστάτες των εν ζωή θυμάτων επιδιώκουν βεβαίως να χαρακτηριστούν κακουργήματα κάποια από αυτά (ή και όλα), για να υποστούν όσοι θα κριθούν υπεύθυνοι τις αναλογούσες τιμωρίες, που είναι προφανώς πολύ βαρύτερες πλημμεληματικών πράξεων. Αυτό κρίνεται εν πολλοίς σε αυτή τη φάση προετοιμασίας της δίκης και γι αυτό ρίχνουν τα καλύτερα νομικά πολεμοφόδιά τους στη μάχη αυτών των ημερών, μέχρι την ώρα που θα ξεκινήσει να δικάζει το δικαστήριο.

Για όλα τα παραπάνω, η όποια συγκάλυψη δεν θα συγκινούσε όπως, δικαίως, συγκινεί το κρυφό και μυστήριο. Αυτό που ταράζει την κοινή γνώμη είναι η έκρηξη. Για την οποία δεν υπάρχει, ακόμη, μια κάποια επιβεβαιωτική απάντηση. Έχει όμως σημασία αν και κατά πόσον σκοτώθηκαν άνθρωποι από την πυρκαγιά, ενώ είχαν επιζήσει στη σύγκρουση.

Στην προσπάθεια να υπάρξει κάποια ερμηνεία για την έκρηξη, προτάθηκε από ορισμένους εμπειρογνώμονες η παράνομη μεταφορά εκρηκτικού υλικού. Κανείς δεν είναι εντελώς σίγουρος ποιο ακριβώς μπορεί να ήταν αυτό το υλικό και ακόμη λιγότερο σίγουρος μπορεί να είναι κανείς, αν πράγματι υπήρξε, πού ήταν κρυμμένο και ποιος το τοποθέτησε.

Όλα αυτά τα κενά, κενά και για τους τεχνικούς και για τους δικηγόρους και για όσους πληγώθηκαν, καλύπτει η θεωρία της συγκάλυψης.

Από την άλλη, κανείς, ούτε εγώ προφανώς, δεν έχουμε καταλάβει γιατί έσπευσαν, όσοι το αποφάσισαν και εκείνοι που ανεμπόδιστοι «διαμόρφωσαν» τον συγκεκριμένο χώρο. Ούτε γιατί έπρεπε να κυκλοφορούν σε αυτόν τον χώρο συγγενείς, πολιτικοί, ιερείς και όσοι καλοπροαίρετα επισκέφθηκαν τον τόπο του εγκλήματος.

Ούτε κανείς έχει εξηγήσει γιατί «μπάζωσαν» αυτή την πλευρά και όχι και την άλλη πλευρά των γραμμών, στην οποία επίσης θα έχουν, λογικά, σκορπιστεί πειστήρια του άγνωστου υλικού.

Σε κάθε περίπτωση αυτό είναι το μόνο, μέχρι αυτή τη στιγμή, σκοτεινό σημείο επί του οποίου συντονίζεται το αίτημα της σκληρής και άμεσης τιμωρίας για τη συγκάλυψη.

Είναι προφανές ότι αυτή η σκοτεινή τρύπα στην ανάκριση, δεν επαρκεί για να κατέβει ο κόσμος και ο λαός στην πολιτική συγκέντρωση που θέλουν να συγκαλύψουν με τα δικά τους συμφέροντα κομματικές και άλλες δυνάμεις.

Σίγουρα δεν δικαιολογεί την καθυστέρηση της δίκης. Εκτός και αν όσοι κατέβουν στη συγκέντρωση έχουν ήδη πειστεί πως δεν είναι και τόσο απαραίτητο να γίνει αυτή η δίκη.

Προφανώς, κάτι τέτοιο δεν βρίσκεται στις προθέσεις των συγγενών, των κατηγορουμένων και των νομικών συμπαραστατών τους. Μάλλον, όμως αυτά δεν ενδιαφέρουν και πολύ εκείνους που καταγράφουν ήδη κέρδη, πολιτικά και απολίτικα, δημοσκοπικά ή πραγματικά, πίσω από την πλάτη του ιερού καθήκοντος απόδοσης δικαιοσύνης στο όνομα των θυμάτων και του Νόμου.