Η ευρωπαϊκή υπηρεσία Στατιστικής (Eurostat) δημοσίευσε χθες τα στοιχεία για την πραγματική ατομική κατανάλωση (Actual individual consumption-AIC). Δηλαδή για αυτήν που προκύπτει όταν αφαιρούμε την επίπτωση του πληθωρισμού.
Η Ελλάδα εμφανίζεται σε μεσαία-κατώτερη κατάταξη ως προς την καταναλωτική της «δύναμη».
Διαφορετική σίγουρα –καλύτερη δηλαδή– από εκείνη που εμφανίζεται στην κατάταξη του κατά κεφαλήν πραγματικού ΑΕΠ, στο οποίο αναφέρεται με λατρεία η αντιπολίτευση και καταπίνει αμάσητο η κυβέρνηση.
Γιατί έχει σημασία η μέτρηση αυτή;
Η κατανάλωση των κατοίκων της Ελλάδας, σύμφωνα με τον ορισμό της Eurostat «αναφέρεται σε όλα τα αγαθά και τις υπηρεσίες που πράγματι καταναλώνονται από τα νοικοκυριά».
Πρόκειται δηλαδή για μέγεθος πολύ κοντύτερα στην πραγματική ζωή.
Και πάλι όμως με μια, σοβαρή, επιφύλαξη. Δεν περιλαμβάνει ό,τι περνά κάτω από το ραντάρ της στατιστικής, ως «αδήλωτο εισόδημα», δηλαδή οτιδήποτε είναι προϊόν ανεπίσημης δαπάνης (μια ευγενική έκφραση για τις μαύρες συναλλαγές).
Αν θέλουμε να είμαστε ακριβείς και ρεαλιστές, θα έπρεπε να αυξήσουμε τον δείκτη αυτόν, κατά ένα 20-25%, δηλαδή κατά ένα ολόκληρο τέταρτο.
Σύμφωνα λοιπόν με τη στατιστική, που αφορά στο περασμένο έτος (2023) η Ελλάδα βρίσκεται στο 79 με μέσο όρο Ευρώπης το 100.
Τοποθετείται πάνω αλλά μεταξύ των «φτωχότερων» κρατών της Ένωσης: Ουγγαρία (70), Βουλγαρία (73), Εσθονία και Σλοβακία (75), Λετονία (77) και Κροατία (78).
Αν «διορθώσουμε» όμως κατά τα αδήλωτα-κρυφά εισοδήματα που καταναλώνουμε, ο δείκτης πάει γύρω στο 95.
Τοποθετούμαστε έτσι κοντά στις δυο ιβηρικές χώρες (88), τη Σλοβενία (87), την Τσεχία (81), ακόμη και την Ιρλανδία (94).
Αυτή είναι η πραγματικότητα και αυτήν ακριβώς βλέπουμε γύρω μας. Όλα τα άλλα είναι καλά για τα τηλεοπτικά πάνελ και τις κορώνες του Βουλευτηρίου.
Λογικά και τα δύο.
Αν ήμασταν όσο «φτωχοί» μας δείχνει η μιζέρια της αντιπολίτευσης θα το ξέραμε γιατί θα το βλέπαμε δίπλα μας.
Αλλού είναι το πρόβλημα.
Εκεί που πραγματικά είμαστε «φτωχοί» είναι στην παραγωγή πραγματικών προϊόντων και πραγματικών υπηρεσιών υψηλής προστιθέμενης αξίας. Δηλαδή καλής ποιότητας και ακριβών τιμών.
Τέτοια που να μη χρειάζεται να εισάγουμε τα αντίστοιχα ή να εξάγουμε περισσότερα στους άλλους.
Όπως κάποιοι θυμάστε, όσα εξάγουμε προστίθενται στο ΑΕΠ ενώ όσα εισάγουμε αφαιρούνται.
Ως προς την κατανάλωση όμως, ισχύει ακριβώς το αντίθετο. Καταναλώνουμε όσα εισάγουμε επιπλέον όσων μένουν από εκείνα που παράγουμε μετά τις εξαγωγές.
Για παράδειγμα, αν καταναλώναμε μέσα στη χώρα όλα τα προϊόντα πετρελαίου που παράγουν τα διυλιστήρια θα ήμασταν… πλούσιοι. Εξάγουν όμως –κι ευτυχώς– το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής τους.
Το πρόβλημα βρίσκεται στο περιορισμένο κομμάτι του πληθυσμού που παράγει κάτι τις, το πουλά και ζει με τα εισοδήματα που εισπράττει.
Έχουμε όμως πάρα πολλούς ανέργους και «ανέργους», αέργους και συνταξιούχους. Πάρα πολλούς συγκριτικά προς όσους είναι σε κάποια δουλειά. Αλλά και σε σύγκριση προς τις άλλες χώρες.
Ακόμη χειρότερα, έχουμε πάρα πολλούς μεταξύ όσων εργάζονται, που πληρώνονται στο κατώτατο επίπεδο. Με αποτέλεσμα να έχουμε, πάρα πολλούς συμπολίτες μας στα όρια της φτώχειας.
Το αποτέλεσμα είναι ότι έχουμε πάρα πολλούς φόρους. Φόροι που αφαιρούνται από τη σκληρή δουλειά όσων εργάζονται για να διανεμηθούν στους παραπάνω.
Η διέξοδος βρίσκεται στην αύξηση του πλήθους εκείνων που εργάζονται και στην παράλληλη μείωση των φόρων επί των εισοδημάτων της εργασίας τους.
Αυτό το γνωρίζουμε πολλά χρόνια. Ήταν μεγάλο πρόβλημα πριν τη μεγάλη κρίση κι έγινε μεγαλύτερο μετά απ’ αυτήν.
Κάποτε, όμως, πρέπει να συζητήσουμε γι' αυτό. Μέχρι τότε, ευτυχώς θα υπάρχουν τα «υπερκέρδη» για να ενισχύει η εκάστοτε κυβέρνηση, με τη μέθοδο του «πλιάτσικου», το λαϊκό της προφίλ, όταν η πολιτική συγκυρία το απαιτεί.
Είναι σίγουρο βεβαίως ότι με αυτόν τον «κανόνα», οι επιχειρήσεις θα φροντίζουν να κρύβουν όσα περισσότερα εισοδήματα μπορούν ή να διαμορφώνουν μεγαλύτερα περιθώρια κέρδους για να πληρώσουν τις έκτακτες εισφορές της χαμηλής δημοφιλίας των πολιτικών. Ή και τα δύο.