Έναν χρόνο αργότερα από εμάς, οι Βρετανοί κατάφεραν αυτό που εμείς το ζητήσαμε αλλά, τελικά, το φοβηθήκαμε.
Εκείνοι, ψήφισαν την έξοδό τους από την Ευρωπαϊκή Ένωση (με ποσοστό 52%) και μέχρι τις 31 Ιανουαρίου 2020 είχαν ολοκληρώσει αυτή την ιστορική ανοησία. Ιστορική;
Όχι και τόσο. Ίσως το λάθος να ήταν εκεί που το είχε δει ο Κάρολος ντε Γκωλ. Κανείς δεν θα περνούσε καλά στην Ευρώπη με τους Βρετανούς στα «πόδια» μας.
Βέβαια, με τον ίδιο «γκωλικό» τρόπο σκεφτόντουσαν και οι Γερμανοί και οι Ολλανδοί και κάποιοι ακόμη όταν τους «τα ζάλιζε» ο Κωνσταντίνος Καραμανλής για να επιτύχει την άμεση, όσο αυτό ήταν δυνατόν, ένωση της Ελλάδας με το σχέδιο για μια Ομόσπονδη Ευρώπη.
Εξίσου βέβαιο ήταν όμως ότι κανείς δεν είχε κατά νου, όταν η Ελλάδα πέρναγε τον πήχη της ένταξης (με τις Ισπανία και Πορτογαλία να περιμένουν…) πως θα μεγάλωνε τόσο πολύ, γεωγραφικά και πληθυσμιακά, η Ενωμένη Ευρώπη.
Προφανώς κανείς, ούτε βεβαίως ο ίδιος ο Ζακ Ντελόρ, δεν μπορούσε να φανταστεί την παταγώδη κατάρρευση του σοβιετικού συστήματος.
Τώρα όμως, μπροστά στην Ευρωκάλπη, πώς σκεφτόμαστε;
Πολύ φοβάμαι ότι δεν έχουμε αλλάξει και πολύ στα μυαλά μας. Θα ήταν εξαιρετικά ενθαρρυντικό νέο, αν η συμμετοχή στην κάλπη της Κυριακής ξεπεράσει το 50%.
Το 2019 συμμετείχε το 59% του σώματος των εκλογέων, αλλά το 1984 (οι πρώτες με λαϊκή ψήφο) είχε συμμετάσχει το 81%. Στο παρανοϊκό δημοψήφισμα των Τσίπρα-Καμμένου πήγε στην κάλπη το 62,5% των ψηφοφόρων!
Όλα δείχνουν όμως ότι αυτή τη φορά δεν υπάρχει κανένας ενθουσιασμός.
Σταδιακά πέφτουμε στα επίπεδα των κρατών της πρώην κομμουνιστικής Ευρώπης, που κινούνται στο τραγικό ποσοστό μεταξύ 20-30%.
Είναι αλήθεια ότι αν συμμετείχαν μόνον όσες/όσοι νοιάζονται και ενδιαφέρονται για την Ένωση, τα ίδια ποσοστά (ίσως και μικρότερα) θα επιδεικνύαμε κι εμείς.
Συμμετέχουμε περισσότεροι από τους κεντροευρωπαίους από ενδιαφέρον για τα εσωτερικά πράγματα και γιατί μας νοιάζει η διακυβέρνηση της χώρας.
Πρόκειται για χαρακτηριστική αποτυχία του πολιτικού και κομματικού συστήματος.
Είναι προφανές ότι πολλές και πολλοί δεν έχουν καθαρή αντίληψη για όσα θα είχαν συμβεί αν η Ελλάδα είχε μείνει εκτός Ένωσης μετά το 1981 ή μετά το 1993 ή μετά το 2015.
Ας πάρουμε το νόμισμα, το κοινό νόμισμα του Ευρώ, που είναι ένα από τα σπουδαιότερα (αλλά και σκληρότερα για τη χώρα μας) επιτεύγματα της Ένωσης.
Σήμερα η διεθνής ισοτιμία όσων (προφανώς όχι αρκετών) ευρώ έχουμε στην τσέπη ή στην τράπεζα ή στην αξία της ακίνητης περιουσίας μας με το πάντοτε κυρίαρχο νόμισμα του κόσμου, το δολάριο, είναι, πρακτικώς, «1 προς 1».
Συγκεκριμένα, την Πέμπτη, μετά την απόφαση της Κεντρικής Τράπεζα (ΕΚΤ) να δοκιμάσει την πρώτη μείωση (μετά το 2016 και μετά την περίοδο αυξήσεων έναντι του πληθωρισμού) του βασικού επιτοκίου του ευρώ, το «εθνικό» μας νόμισμα ενισχύθηκε απέναντι στο αμερικάνικο, στο 1,08 δολάρια για ένα ευρώ. Πρακτικά, η σχέση μεταξύ των δυο νομισμάτων έχει παραμείνει σταθερή από τότε που το ευρώ ξεκίνησε την καριέρα του.
Πόσο θα άξιζε η δραχμή απέναντι στο δολάριο; Άγνωστο το πόσο ακριβώς αλλά σίγουρα ελάχιστα.
Οι υποτιμήσεις, δύο από τον Ανδρέα Παπανδρέου (λόγω καλπάζοντος πληθωρισμού στη δεκαετία του ’80) και μια από τον Σημίτη (για να προσεγγίσουμε το ευρώ με μια πιο ρεαλιστική ισοτιμία προς το μάρκο), θα ήσαν συνεχείς, ενδημικές και πολλαπλάσιες.
Το χειρότερο είναι όμως ότι ακόμη και η μικρή προσαρμογή της οικονομίας και την κοινωνίας, συγκριτικά προς εκείνη που θα έπρεπε να έχουμε επιδείξει, για να υιοθετήσουμε πλήρως τα δυτικά πρότυπα, δεν θα είχε ποτέ συμβεί.
Είναι σωστό όμως να σκεφτούμε και ανάποδα.
Πότε τα πηγαίνει καλύτερα η Ελλάδα; Μετά από κάποια εθνική καταστροφή. Ίσως λοιπόν, χωρίς τις επιδοτήσεις των Βρυξελλών, στην αγροτική οικονομία, στα μεγάλα έργα, στις κατά καιρούς έκτακτες ενισχύσεις, στο μεγάλο δάνειο που μας έσωσε από την καταστροφή το 2012-2015, να είχαμε πάθει και μάθει ενωρίτερα.
Τεράστιο άλμα λογικής για να εμπιστευτούμε την αληθοφάνειά του. Θα χρειαζόταν να απαντήσουμε προηγουμένως σε πολλά «ίσως» μέχρις ότου να χτίσουμε ένα κάποιο πειστικό σενάριο.
Για παράδειγμα, είναι σίγουρο ότι ο πληθυσμός της Ελλάδας θα είχε μειωθεί ακόμη πιο γρήγορα λόγω συστηματικής μετανάστευσης. Προφανώς των ικανοτέρων, δηλαδή των καλύτερων. Ειδικά στις ηλικίες τις πιο παραγωγικές. Θα μου πείτε όμως πως όλο και κάτι θα έστελναν από τους πολύ καλύτερους μισθούς τους, για να τρέφονται οι γέροντες πίσω στα πατρώα εδάφη. Πιθανόν, αλλά θα ήταν μεγάλη κατάντια.
Ποιοι θα έμεναν στην Ελλάδα; Οι πιο αδύναμοι και οι πιο κατεργαραίοι. Δυστυχώς έχουμε πάμπολλους απ΄αυτούς τους τελευταίους και πάντα υπήρχαν και υπάρχουν δυσανάλογα πολλοί αδύναμοι.
Μη το βασανίζουμε. Θα ζούσαμε σε μια άλλη Ελλάδα. Μια φτωχή «λατινοαμερικάνικη» χώρα.
Ένα ωραίο, διεφθαρμένο και φτωχικό οικόπεδο της Ευρώπης.
Ας πάμε λοιπόν να ψηφίσουμε την Κυριακή, έχοντας κατά νου ότι η Ένωση θα περάσει πέντε δύσκολα χρόνια μέχρις ότου να έχουμε ξανά την ευκαιρία να πούμε κάτι για το μέλλον της. Προφανώς θα έχουμε το μυαλό μας και στην εσωτερική ισορροπία και στην εθνική ασφάλεια.
Να πάμε στην κάλπη, ειδικά τώρα που τα πράγματα δείχνουν να στρώνουν. Τα υπόλοιπα θα τα βρούμε μεταξύ μας.
Έχουμε τρία χρόνια μπροστά μας (ίσως πάλι μόνον δύο), για να τα συζητήσουμε σε βάθος.