Κανείς, από όσους υποστηρίζουν ότι η χώρα χρειάζεται βαθειές και μακρόπνοες μεταρρυθμίσεις, δεν είναι πλήρως ικανοποιημένος από τις μεταρρυθμιστικές πρωτοβουλίες που παρουσιάζονται τον τελευταίο καιρό από την κυβερνητική πλειοψηφία.
Δεν πειράζει. Τόσο καιρό, δεκαετία και βάλε, περιμένουν αυτή τη χώρα να κάνει κάποιο άλμα. Θα περιμένουν λίγο ακόμη.
Εξάλλου, στο μεταξύ -και αυτό έχει σπουδαία σημασία- ο πρωθυπουργός όλο και κάτι κάνει. Άπραγος (ή απαθής…) σίγουρα δεν μένει. Είναι προφανές ότι καλλιεργεί την τέχνη του εφικτού, της μετριοπάθειας, της συνεννόησης και ακολουθεί τη δοκιμασμένη, στην πολιτική, θεωρία της ρεαλιστικής μεταρρύθμισης. Αυτό που για τις παρούσες ανάγκες θα ονοματίσω «μεταρρύθμιση τόσο-όσο».
Ο Πιερρακάκης κάνει αυτό ακριβώς. Μπορεί να αλλάξει το άρθρο 16; Όχι. Αποδεδειγμένα. Τι μπορεί να κάνει λοιπόν; Να το κυκλώσει. Θα δούμε βέβαια ποια από τις πολύ διαφορετικές έννοιες της αγγλικής ορολογίας «to circumvent» θα επικρατήσει τελικά.
Για την ώρα όμως, μεγαλύτερη σημασία από τις ιδρυτικές προϋποθέσεις των ΝΠΠΕ (Νομικά Πρόσωπα Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης), τα ήδη γνωστά μη κερδοσκοπικά ιδιωτικά πανεπιστημιακά ιδρύματα, έχουν οι προβλέψεις Πιερρακάκη για τα μη κερδοσκοπικά κρατικά ιδρύματα. Αυτά είναι που πρέπει να ενισχύσουμε. Όταν με το καλό ιδρυθούν και τα νέα πανεπιστήμια, θα έχουμε περισσότερες Δημόσιες Υποδομές Μόρφωσης. Καλό το λες και σίγουρα κακό δεν πρόκειται να κάνει.
Ας πάρουμε, για παράδειγμα, τη μεγάλη εικόνα της οικονομίας. Οι επιχειρήσεις δεν είναι «κορόιδα». Εδώ και χρόνια, στις περισσότερες και επικερδέστερες ειδικότητες, προσλαμβάνουν αποφοίτους επαγγελματικών σχολών, κι ας μην αναγνωρίζονται τα προσόντα τους ως ισότιμα των άλλων αποφοίτων κρατικών πανεπιστημίων σε πλήθος περιπτώσεων.
Αν ρωτήσετε τις επιχειρήσεις ξέρουν καλύτερα από τον καθένα να απαντήσουν τι αξίζει κάθε πτυχίο. Στην πράξη, την επιχειρηματική, της επιδίωξης επιτυχιών, διακρίσεων, κερδών, επενδύσεων, καλύτερων αμοιβών και μπόνους, όλα κρίνονται στην πραγματική ζωή. Και γι αυτό προτιμούν όσους βγαίνουν από Σχολές με πρόγραμμα σπουδών σύγχρονο, αυστηρό και δοκιμασμένο στις εξελισσόμενες ανάγκες οικονομίας και κοινωνίας.
Η ισοτιμία των πτυχίων αφορά (ή, ορθότερα, αφορούσε) τον διορισμό στο απέραντο κράτος. Ο εισαχθείς με πανελλήνιες εξετάσεις και αποφοιτήσας μετά από αναρίθμητα εξάμηνα, προικιζόταν με το «χαρτί» που δικαιολογούσε τυπικά, τον διορισμό του στο δημόσιο. Με όποιον τρόπο κι αν γινόταν, τελικά, αυτός ο διορισμός.
Η οικογένεια που πληρώνει ιδιαίτερα, φροντιστήρια και εξεταστικές που δεν γίνονται, δεν κάνει μόνον μια επένδυση στη γνώση και τη νέα γενιά. Αλλά στην αέναη καταβολή του μισθού. Ο οποίος μάλιστα στο δημόσιο προκαταβάλλεται έναντι της υπεσχημένης υπηρεσίας, ενώ στον ιδιωτικό τομέα οι εργαζόμενοι ανταμείβονται για τη συμμετοχή τους στη συλλογική προσπάθεια.
Όποιος σπούδαζε στο «εξωτερικό» αντιμετώπιζε τη μικρονοϊκή ταλαιπωρία του παλαιού ΔΙΚΑΤΣΑ και πολύ συχνά δεν έβλεπε ποτέ την οδό της μακάριας κρατικής μονιμότητας. Ίσως και καλύτερα γι αυτόν, γιατί πετύχαινε περισσότερα στη ζωή του, τελικά.
Πριν τα Χριστούγεννα έγραφα εδώ: «Το χάος και η κατασπατάληση πόρων, χρηματικών και ανθρώπινων, στο κρατικό σύστημα τριτοβάθμιας είναι γνώριμα ζητήματα στους πανεπιστημιακούς, τα κόμματα και την/τον (εκάστοτε) υπουργό. Εξίσου καλά τα γνωρίζουν και οι παράγοντες που θα αξιοποιήσουν το νέο νομικό περιβάλλον. Το πραγματικώς ζητούμενο όμως για τους πολίτες και τη χώρα, άρα και για την κυβέρνηση Μητσοτάκη, είναι αν θα βυθιστούμε και πάλι σε μικρονοϊκές αντιπαλότητες και θα χάσουμε τη μεγάλη εικόνα».
Το σημαντικό που διακρίνω στις προβλέψεις Πιερρακάκη είναι η ικανοποίηση πολλών και σημαντικών στόχων για την τριτοβάθμια κρατική εκπαίδευση. Το δεύτερο σημαντικό είναι ότι τουλάχιστον οι μισοί από τους σημερινούς 40 χιλιάδες φοιτητές στο εξωτερικό θα μπορούσαν να επιστρέψουν στη χώρα τους. Και, προφανώς, να αφήνουν εδώ το οικογενειακό «κομπόδεμα».
Μόνον και μόνον να σκάσει η κυπριακή «φούσκα» με τα ΑΕΙ που (και μπράβο τους…) δημιούργησαν οι αδελφοί μας εκεί, θα είναι μεγάλη ανατροπή. Πολλά εξ αυτών των ιδρυμάτων, ειδικά οι ιατρικές ειδικότητες, δυσκολεύονται να τοποθετήσουν σε θέσεις καλά πληρωμένες τους αποφοίτους τους. Ειδικά στην Ιατρική, πολύ γρήγορα οι φοιτητές οφείλουν να σπουδάζουν και παράλληλα να έχουν ενταχθεί σε πρακτική και παράλληλη κλινική εργασία και εμπειρία.
Γιατί να μην το κάνουν αυτό σπουδάζοντας στην Ελλάδα, αντί της Κυπριακής Δημοκρατίας;
Τώρα, αν θα έρθουν μεγάλα ονόματα της Εκπαίδευσης, δεν ξέρω να σας πω. Μακάρι να έρθουν. Κι αν θελήσουν να το κάνουν δεν πρέπει να υπάρχει εμπόδιο. Επομένως, έστω κι αυτή η «τόσο-όσο» μεταρρύθμιση, είναι σημαντική.