Πόσες ώρες και μέρες και μήνες εργασίας, προβληματισμού, συζητήσεων και αψιμαχιών περνούν Κράτος, Βουλή, Κόμματα, Ενώσεις Προσώπων, Οικογένειες, Άτομα (δείτε τα και με την ανάστροφη σειρά…) για να ρυθμίσουν τα ζητήματα όσων δεν ανταποκρίνονται στις υποχρεώσεις που αναλαμβάνουν. Άπειρες!
Δικαιολογημένα. Γιατί οι δυσκολίες των «ευάλωτων», είναι σεβαστές. «Όσοι δεν έχουν προβλήματα, δεν υπάρχει λόγος να ασχοληθούμε μαζί τους», λένε κάποιοι.
Ακούγεται λογικό, αλλά δεν είμαι καθόλου σίγουρος ότι είναι πράγματι σωστό. Αυτοί που δεν αντιμετωπίζουν κάποιο, μικρότερο ή μεγαλύτερο, πρόβλημα, σε κάποιο, λιγότερο ή περισσότερο, σημαντικό (οικονομικό) θέμα της ζωής τους, δεν σημαίνει ότι είναι τυχεροί. Ούτε πως είναι πλούσιοι. Ούτε πως «αφού δεν έχουν πρόβλημα, τι ζήτημα υπάρχει που δεν ασχολούμαστε μαζί τους;», όπως ακούω συχνά στις δημόσιες συζητήσεις.
Οι περισσότεροι από όσους «δεν αντιμετωπίζουν πρόβλημα», τουλάχιστον όχι κάτι τόσο επείγον ώστε να το πιάσουν τα κανάλια, να το υπερασπιστούν εξειδικευμένοι δικηγόροι, να στίψουν το μυαλό τους οι πολιτικοί κ.λπ., κ.λπ. είναι γιατί κάτι κάνουν για «να μην αντιμετωπίζουν πρόβλημα».
Το πρώτο και κύριο που κάνουν όλοι -και είναι, ευτυχώς, οι περισσότεροι- όσοι τα καταφέρνουν, είναι ότι προσπαθούν. Στριμώχνονται. Περιορίζονται. Ισορροπούν. Ζητούν βοήθεια. Δουλεύουν περισσότερο. Κάτι κάνουν τέλος πάντων.
Τα σκέφτηκα τούτα, τα αυτονόητα, με αφορμή την εφαρμογή των πρόσφατα ψηφισμένων ρυθμίσεων, που διευκολύνουν ακόμη πιο πολύ τον εξωδικαστικό μηχανισμό ρύθμισης οφειλών για την πρώτη κατοικία ευάλωτων κοινωνικών ομάδων. Στην πράξη, μια (ακόμη) κρατική επιδότηση. Καλή κουβέντα, ο Κωστής Χατζηδάκης, υπουργός Οικονομικών, που έφερε τη ρύθμιση, δεν πρόκειται να ακούσει, αλλά αυτό δεν είναι και υποχρεωτικό.
Αυτό που είναι πραγματικά σημαντικό είναι να επεκταθεί η διευκόλυνση σε όσους περισσότερους οφειλέτες «κόκκινων» δανείων ή φορουποχρεώσεων θα καταστεί εφικτό. Θυμάμαι πόσο αιχμηρά και με πάθος, τα τελευταία δέκα χρόνια, οι αντιπολιτεύσεις που έγιναν κυβερνήσεις για να ξαναγίνουν αντιπολιτεύσεις, είτε χτυπούσαν, είτε αδιαφορούσαν, είτε υπονόμευαν τις προσπάθειες να αντιμετωπίσει η χώρα, το κράτος, οι τράπεζες το άγος των μη εξυπηρετούμενων υποχρεώσεων.
Καρφί δεν τους καιγόταν που τα «κόκκινα», μαζί με απλήρωτους φόρους, καθυστερούμενες ασφαλιστικές εισφορές, εμπλοκές στις, συχνά «απελευθερωτικές», πτωχεύσεις προς εκκαθάριση στιγμάτιζαν τη χώρα, προστίθεντο και δυσκόλευαν πολλαπλώς την Ελλάδα που είχε ήδη «πτωχεύσει» το 2012 και «γονάτισε» το 2015, για να φτάσει να παρακαλεί τους «ξένους» να μας πετάξουν σχεδία διάσωσης.
Ήδη από τα μέσα του προηγούμενου έτους πάνω από 100 χιλιάδες δάνεια είχαν παύσει να είναι «κόκκινα» και δεν χρειαζόντουσαν ούτε τον εξωδικαστικό μηχανισμό. Έξι μήνες αργότερα υπάρχουν πάνω από 5 χιλιάδες αιτήσεις για ρύθμιση με τις ευνοϊκές προβλέψεις, ενώ πάνω από χίλιες τέτοιες ρυθμίσεις ολοκληρώνονται κάθε μήνα.
Όσοι βρίσκουν το δρόμο για να επωφεληθούν από τις διάφορες ευνοϊκές ρυθμίσεις (εγκρίνονται πάνω από 70%) λαμβάνουν μεγάλη περίοδο αποπληρωμής (17 χρόνια προς το δημόσιο, 27 για στεγαστικά δάνεια, 19 τα επιχειρηματικά, 14 τα καταναλωτικά, μέχρι τώρα). Κερδίζουν απομείωση χρέους από 13% (στεγαστικά), 17% για χρέη προς το Δημόσιο, μέχρι και 34% (καταναλωτικά). Αυτά σύμφωνα με την τελευταία (Ιανουάριος) έκθεση της Γενικής Γραμματείας Διαχείρισης Ιδιωτικού χρέους.
Γιατί είναι όμως όλα τούτα σημαντικά και για όλους τους άλλους, πλην όσων προσπαθούν να ξεφύγουν από την «παγίδα χρέους»; Γιατί προφανώς πρέπει να μπούμε, επιτέλους, σε μια κανονικότητα, να αντιληφθούμε ότι όποιος λυγίζει δεν πρέπει να αφεθεί να «σπάσει». Καμία κοινωνία δεν προοδεύει ρίχνοντας στον Καιάδα τους αδύναμους ή κακότυχους.
Αλλά και γιατί πρέπει, κάποτε, η Πολιτεία, δηλαδή όλοι όσοι αναφέρθηκαν στην αρχή αυτού του άρθρου, να ασχοληθεί περισσότερο, ανταποδοτικά, «τρυφερά» θα έλεγα, με όσους έκαναν μεγάλες προσπάθειες να είναι εντάξει στις υποχρεώσεις που ανέλαβαν.
Η Ελλάς τους χρωστά κάτι παραπάνω από μιαν εύφημο μνεία.