Μια κυβέρνηση που να κυβερνά

Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης έχει σχεδόν δυόμιση χρόνια μπροστά του για να διορθώσει τη ζημιά που έχει υποστεί η διακυβέρνησή του. Ένα καλό υπουργικό συμβούλιο μπορεί να τον βοηθήσει. Ποιο όμως είναι το «καλό» συμβούλιο;  Εκείνο που καλύπτει, δια της συμμετοχής τους, όλες τις «ομάδες», όλες τις εκλογικές περιφέρειες, όλες τις φιλοδοξίες, όλους τους «διαδόχους»; Όχι βέβαια, αν και είναι ο πιθανότερος.

Μήπως πρέπει να είναι «δομικός»; Δύσκολο, γιατί κάτι τέτοιο απαιτεί αναδιοργάνωση και ανακατανομή αρμοδιοτήτων και, εξ όσων γνωρίζουμε, δεν έχει υπάρξει παρόμοια προεργασία. Άλλωστε, από τον πρώτο «δομικό», που πέταξε ο Ανδρέας στην εποχή του, γνωρίζοντας ότι θα μας εντυπωσιάσει μέσα στον επαρχιωτισμό μας, ούτε εκείνος, ούτε κανένας από όσους ανασχηματισμούς έκαναν οι επόμενοι πρωθυπουργοί δεν είχε το σπουδαιότερο και απαραίτητο στοιχείο: τη δομική καθοδήγηση του κράτους από το ίδιο το υπουργικό συμβούλιο και όχι από το πρωθυπουργικό γραφείο.

Το πραγματικό πρόβλημα του επερχόμενου ανασχηματισμού είναι λοιπόν κατά πόσον θα αποφασίσει ο κ. Μητσοτάκης να δουλέψει συνεργατικά και μαζί με τους υπουργούς του στη διαχείριση του κράτους συνολικά και όχι κάθε ενός κρατικού τημαρίου.
Για να το κάνει αυτό χρειάζεται ένα μικρό και λειτουργικό συμβούλιο, πραγματικά συλλογικό όργανο, που θα συζητά σε βάθος και επί της ουσίας κάθε ζήτημα του κράτους. Χρειάζεται λίγους (άντε μέχρι 15 υπουργούς) να  καλύπτουν όλους τους μεγάλους τομείς κρατικής ευθύνης. Να συνεδριάζει κάθε εβδομάδα. Να αντιμετωπίζει ως πολιτικό όργανο καθοδήγησης κάθε τρέχουσα εξέλιξη. Να αντιλαμβάνεται κάθε ένα μέλος του όσα χρειάζεται η δουλειά κάθε άλλου μέλους του.

Από εκεί και πέρα, υφυπουργούς ας βάλει όσους χρειάζεται το υδροκέφαλο κράτος. Δύσκολα αντιμετωπίζεται αυτό το πρόβλημα ειδικά στον διαθέσιμο, αυτή τη στιγμή, χρόνο.

Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής φέρεται ειπών πως ανασχηματισμός υπάρχει μόνον όταν αλλάζει ο υπουργός Οικονομικών. Αυτό είναι και το πιο δύσκολο στην παρούσα συγκυρία. Ο Κωστής Χατζηδάκης έχει επιτύχει το βασικό νταμπλ. Ένα: κράτησε το δημόσιο ταμείο υπό έλεγχο και έπεισε τους πάντες (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εταιρείες αξιολόγησης και παράγοντες των αγορών) πως όσο θα βρίσκεται σε αυτό το πόστο δεν θα συναινέσει στο ξεχείλωμα των δημόσιων οικονομικών.

Δύο: έχει τον κατάλληλο τόνο, το δημοσιονομικό μέτρο και την πολιτική παιδεία που απαιτείται, για να συντονίσει μια ευρεία αναμόρφωση της φορολογίας εισοδήματος, που τόσο πολύ είναι απαραίτητη μεσοπρόθεσμα.

Με άλλα λόγια, αν ο Χατζιδάκης μετακινηθεί, ευκόλως θα υποθέσουμε ότι ο πρωθυπουργός ετοιμάζει κάποια σοβαρή στροφή οικονομικής πολιτικής. 

Η υπόθεση αυτή ενισχύεται από αντίστοιχες κινήσεις που έκαναν όλοι οι πρωθυπουργοί όταν άλλαζαν τον επί των Οικονομικών υπουργό τους. Η τοποθέτηση Σημίτη αντί Αρσένη (1985), Μάνου αντί Σουφλιά (1992), Χριστοδουλάκη αντί Παπαντωνίου (2001), Παπαθανασίου αντί Αλογοσκούφη (2009), Βενιζέλου αντί Παπακωνσταντίνου, Τσακαλώτου αντί Βαρουφάκη και τελικά Χατζηδάκη αντί Σταϊκούρα.

Κάθε φορά, με την επιφύλαξη της τελευταίας αλλαγής, επήλθε άλλοτε μικρότερη, άλλοτε όμως τεράστια αλλαγή πλεύσης.
Μια πραγματικά δομική διακυβέρνηση, με τη μεταβίβαση πολλών από τις αρμοδιότητες του επιτελικού κράτους στο ίδιο το υπουργικό συμβούλιο, θα πείσει όσους είναι ακόμη δυνατόν να πεισθούν κυρίως επειδή ενδιαφέρονται πραγματικά για την κατάσταση και τις δυνατότητες του κράτους και συμφωνούν ότι ριζοσπαστικό πρέπει να αλλάξει.

Το σημαντικό είναι να αλλάξει ο τρόπος δουλειάς της κυβέρνησης. Αλλά, προφανώς, για να συμβεί αυτό πρέπει να έχει αναγνωρίσει τη σχετική προτεραιότητα ο ίδιος ο πρωθυπουργός. Μάλλον απίθανο. Η ισορροπία όλων των συντελεστών εντός του κόμματος και γύρω από τον ίδιο, μοιάζει να κυριαρχεί στις επιλογές του. Δυστυχώς περισσότερο από μια κυβέρνηση που θα κυβερνά.