Ο πραγματικός κίνδυνος

Είναι προφανές ότι η διάγνωση Μητσοτάκη για τους κινδύνους που χρειάζεται να αντιμετωπίσει στο προσεχές διάστημα διαφέρει από εκείνην των αντιπάλων του. Εξίσου αυτονόητο είναι ότι θα κάνει ό,τι χρειαστεί για να προφυλάξει τη Νέα Δημοκρατία, αλλά και εαυτόν, από τους κινδύνους όπως αυτός τους κατανοεί. Αν βλέπει τον κίνδυνο να έρχεται από «δεξιά», προς εκείνη την πλευρά θα στραφεί. Δικαίως.

Δεν υπάρχει κάτι το μεμπτόν. Ούτε υπάρχει αποχρών λόγος να κάνει το αντίθετο. Δεν είχε άλλωστε κάποια πρόσκληση ώστε να κοιτάξει προς άλλη κατεύθυνση. Ούτε δημοσίως, ούτε ιδιωτικώς, ούτε καν στον δημόσιο διάλογο. Ένα αλλαλούμ επικράτησε στην πλευρά των αντιπολιτεύσεων.

Εκανε λοιπόν αυτό που έκρινε καλύτερο. Την τελευταία στιγμή; Σίγουρα. Μάλλον, άκομψα προς την πρόεδρο Σακελλαροπούλου; Σίγουρα. Το είχε προγραμματισμένο και απλώς έπαιζε κάποιο επικοινωνιακό παιχνίδι; Μάλλον όχι;

Όλα αυτά γύρω από την επιλογή νέου ενοίκου στο Προεδρικό, θα έχουν τελειώσει στις αμέσως επόμενες εβδομάδες και, επομένως, δεν έχουν και τόση σημασία.

Αυτό που είναι σημαντικό είναι ότι η διάγνωση του πρωθυπουργού είναι ορθολογική. Ο κίνδυνος, αν όχι οι κίνδυνοι, για την παράταξη της οποίας έχει την ευθύνη, βρίσκονται δεξιότερα. Το είχε επισημάνει ο πρώην πρόεδρος/πρωθυπουργός  Σαμαράς. Ακόμη κι αν κανείς παρατηρήσει (όχι αδίκως...) ότι, με τη στάση του, ο Αντώνης Σαμαράς καθιστούσε οξύτερη την πίεση την οποία και ο ίδιος επισήμαινε.

Η εκλογή Τραμπ, παρόλο ότι το αμερικανικό μοτίβο είναι διαφορετικό από το ευρωπαϊκό, έχει βάλει φωτιά στις μεθόδους πολιτικής αντιπαράθεσης. Αντιλαμβάνονται όλοι καλύτερα ότι οι δυνάμεις που αναπτύσσονται στο εσωτερικό όλων των δυτικών δημοκρατικών κοινωνιών, ρέπουν προς την υπερτίμηση αξιών και προτεραιοτήτων που βρίσκονταν πάντα στις υψηλότερες θέσεις της ατζέντας των κεντροδεξιών κομμάτων.

Η προστασία και ενίσχυση της οικογένειας, η φύλαξη των συνόρων, ιδίως έναντι «λαθρομεταναστών», αλλά και με στρατιωτικά μέσα, η επιβολή μέτρων τάξης στην καθημερινότητα, για να μείνουμε σε αυτά, είναι ζητήματα με απόλυτη προτεραιότητα.

Σύρεται ο κ. Μητσοτάκης προς αυτή την κατεύθυνση, ενώ ο ίδιος κλίνει, συνειδησιακά, στην πλευρά των progressists; Δεν νομίζω. Αν θαύμαζε τον Θηοντόρ Ρούσβελτ ή, έστω, τον Χένρυ Γουώλας, δεν θα είχε επιδιώξει να κερδίσει την ηγεσία του Καραμανλικού κόμματος. Κι ας είχε, προσφυώς, προσκαλέσει, ο ιδρυτής της Νέας Δημοκρατίας να ενωθούν γύρω από το νέο μεταδικτατορικό κόμμα του, όλες οι «έμπειρες και υγιείς, αλλά και νέες προοδευτικές και ριζοσπαστικές πολιτικές δυνάμεις συντονισμένες στον ίδιο σκοπό: (...) να δώσουν στη χώρα μια νέα δημοκρατία».

Αν οι επόμενες βουλευτικές εκλογές γίνουν το 2027, ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα έχει θητεύσει πρόεδρος της ΝΔ ίδιο διάστημα με τον Κώστα Καραμανλή, καταγράφοντας όμως ήδη πολλές περισσότερες εκλογικές επιτυχίες από εκείνον. Είναι άλλωστε πολύ πιθανότερο να παραμείνει επικεφαλής και να κερδίσει και στην επόμενη αναμέτρηση.

Αν όμως, για κάποιον λόγο, άγνωστο και απροσδιόριστο αυτή τη στιγμή, αποφασίσει να δώσει το δαχτυλίδι, όπως έκανε και ο Σημίτης, είναι σίγουρο ότι επιδιώκει το «πέρασμα» αυτό να γίνει σε περιβάλλον έξαρσης των παραδοσιακών αξιών του συντηρητικού φιλελευθερισμού.

Είναι προφανές ότι ο κ. Μητσοτάκης δρομολογεί τις διεργασίες, ενωρίτερα από όσο είχε υπολογίσει, που θα πρέπει να γίνουν ώστε να κερδίσει και πάλι η Νέα Δημοκρατία την πλειοψηφία του Κοινοβουλίου.

Είναι παράλογο να τον κριτικάρουν ορισμένοι επειδή φροντίζει την ενότητα και μακροημέρευση του κόμματός του. Με το οποίο άλλωστε θα έχει ταυτιστεί η συμβολή Μητσοτάκη στα μεταπολεμικά πολιτικά πράγματα. Προφανώς, στην πλευρά του φιλελεύθερης δεξιάς.