Τα νέα στην οικονομία δεν είναι όσο καλά οφείλουν. Κάποια είναι θετικά άλλα όμως είναι προβληματικά. Βεβαίως, το επαναλαμβάνω για να μη ξεχνιόμαστε, τα οικονομικά έχουν, κατά κανόνα, διπλή όψη. Μόνον όταν αφήσουμε τα πράγματα να πάνε πολύ άσχημα, όπως κατά περιόδους το έχουμε κάνει, μας παίρνει και μας σηκώνει.
Πρώτο ζήτημα στον κατάλογο των ανησυχιών είναι η ακρίβεια που δημιουργεί ο παρατεταμένος, πλέον, πληθωρισμός.
Με τις τιμές της ενέργειας να έχουν επανέλθει σε διαχειρίσιμα από τις εταιρείες παροχής ενέργειας στον τελικό καταναλωτή, επίπεδα, η επίπτωση όλων μαζί των αγαθών και υπηρεσιών δείχνει ότι το επίπεδο της ακρίβειας πήγε από 101,75 το 2021 στο 116,06 τον περασμένο μήνα. Δηλαδή 14,3 ευρώ περισσότερα χρήματα για την ίδια. Δεν είμαστε ούτε χειρότερα, ούτε καλύτερα από πολλούς άλλους.
Είναι η ακρίβεια «εισαγόμενη»; Η διάκριση δεν έχει τη σημασία που της αποδίδουν ούτε στην κυβερνητική πλευρά, ούτε στις αντιπολιτευόμενες στην κυβέρνηση.
Η ελληνική οικονομία είναι, λόγω ευρώ μετά το 1997 και πλήρους απελευθέρωσης του διεθνούς εμπορίου ήδη από το 1993, πλήρως ενταγμένη στις παγκόσμιες συνθήκες, αυτό που αλλιώς αποκαλούμε διεθνείς αγορές.
Όλα δείχνουν πάντως ότι ο πληθωρισμός θα μειώνεται συνεχώς στους επόμενους μήνες, ακόμη και στα τρόφιμα. Το επίπεδο ακρίβειας όμως θα παραμείνει «απλησίαστο».
Το δεύτερο μεγάλο ζήτημα, συνδεδεμένο με το προηγούμενο πρόβλημα, είναι η δημιουργία εισοδημάτων. Η πιο πρακτική μέτρηση βρίσκεται στο Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν. Τα τελευταία στοιχεία είναι ανησυχητικά.
Αντί να συνεχιστεί η εκρηκτική άνοδος που είχαμε μετά το τέλος της πανδημίας, εμφανίζεται μια απρόβλεπτη «καθυστέρηση» στο τελευταίο τρίμηνο του έτους που πέρασε. Η υστέρηση αυτή δεν εμποδίζει την Ελλάδα να «επιπλέει» καλύτερα από τις περισσότερες χώρες την Ευρωζώνης. Αυτό είναι καλό, προφανώς. Οφείλεται όμως, κατά κύριο λόγο στο πόσο πίσω είχαμε μείνει, συγκριτικά προς τους άλλους. Φαίνεται από το γεγονός ότι ο βασικός λόγος ανόδου είναι η αύξηση της κατανάλωσης.
Αν συγκρίνουμε το τέλος του ’23 με το τέλος του ’21, όταν ξεκίνησαν οι πληθωριστικές πιέσεις, το μερίδιο του εθνικού πλούτου που πήγε στην κατανάλωση αυξήθηκε κατά 14%. Μη βιαστείτε να συμπεράνετε «όσο και ο πληθωρισμός». Όταν αφαιρέσουμε την επίπτωση του πληθωρισμού έχουμε και πάλι αύξηση κατά 5,5%. Αυτό είναι το σωστό και αυτό το μέγεθος θα έπρεπε να είναι πολύ μεγαλύτερο, αν…
Αν βεβαίως είχε προκύψει από πολλές περισσότερες επενδύσεις. Αυτές είναι που δεν πήγαν όσο καλά περιμέναμε. Με αποτέλεσμα, η προστιθέμενη αξία της ελληνικής οικονομίας, που δείχνει πόσο καλύτερα κάνουμε τις δουλειές μας να έχει βελτιωθεί κατά 3,5% σε δύο χρόνια.
Δεν είναι αρκετό. Κάτι πρέπει να κάνουν καλύτερα οι επιχειρήσεις, γιατί αυτές έχουν την τελική ευθύνη. Κέρδη έχουν, ευνοϊκό επιχειρηματικό περιβάλλον έχουν. Τι τους λείπει; Αν χρειάζονται «κάτι» από το κράτος, ας το ζητήσουν.
Είναι κανόνας ότι ο πληθωρισμός δεν ευνοεί τη δημιουργία πραγματικού πλούτου. Ευνοεί κυρίως -αν όχι μόνον- τους φόρους και το δημόσιο χρέος. Οι πρώτοι μεγαλώνουν αναλογικά με τα εισοδήματα και τα κέρδη. Το δεύτερο ακόμη κι αν δεν περιοριστεί σε ευρώ, μικραίνει αναλογικά προς το εθνικό εισόδημα.
Όμως, ούτε το πρώτο, ούτε το δεύτερο αποδεικνύουν πως όλα πάνε καλά στην οικονομία. Απλώς δεν πάνε άσκημα. Αλλά, ακόμη πιο απλώς, αυτό δεν πρέπει να μας ικανοποιεί, αλλά να μας κρατά σε διέγερση. Μια πληθωριστική ισορροπία, δεν είναι το ζητούμενο, αλλά, συχνά, ο προθάλαμος της ακινησίας.
Εκείνο που κρατά την εικόνα στη θετική πλευρά, είναι η αποκατάσταση και διατήρηση της δημοσιονομικής ισορροπίας, η αποκατάσταση των χρηματικών αξιών και η δανειοληπτική θέση της χώρας.
Σημαντικά και τα τρία. Αλλά «δεν τρώγονται».
Δεν βλέπω καμία «αντιπολίτευση» να ανησυχεί. Ας ανησυχήσει η διακυβέρνηση.