Η συζήτηση για τα δικαιώματα, τα οποία υπάρχουν κάπου, σε κάποιο ντουλάπι και τα βγάζουμε για να τα μοιράσουμε κατά το δοκούν, δεν αντιστοιχεί στον ορθό λόγο επί του οποίου στηρίζεται το πολίτευμα.
Τα δικαιώματα είναι δεδομένα και αφορούν, εξ ορισμού, τους πάντες. Η εξέλιξη των κοινωνιών, κάποτε και της επιστήμης, δημιουργεί νέες μορφές, παλαιότερων, κάποτε «αιωνίων» δικαιωμάτων.
Ο γάμος, περί του οποίου ήταν η συζήτηση στη Βουλή, ακόμη κι αν δεν τον θεωρήσουμε «αιώνιο» καταφύγιο της πυρηνικής οικογένειας, ειδικά ο θρησκευτικός, ακόμη κι αν δεν είναι η μοναδική μορφή που προστατεύει την «ένωση» ανθρώπων, αναμφισβήτητα αποτελεί θεμέλιο λίθο των κοινωνιών.
Από τον μεσαίωνα και σταδιακά μέχρι σήμερα ο γάμος ήταν πεδίο συμμαχιών μεταξύ αρχόντων, ακόμη και διαφορετικών χωρών-βασιλείων, με σκοπό τις στρατιωτικές συμμαχίες ή τις εμπορικές συμφωνίες.
Ακόμη και στις λαϊκές τάξεις, οι γάμοι «συμφέροντος» ήσαν εξαιρετικά συχνοί.
Πιο σπάνιος γάμος, μέχρι και πριν μερικές δεκαετίες, ήταν αυτός που στηριζόταν στη διαιώνιση της γαμήλιας ερωτικής σχέσης.
Σε κάθε περίπτωση, καθώς οι κοινωνίες εξελίχθηκαν ο γάμος ήταν για όλους. Άτομα με πολύ διαφορετικές ερωτικές προτιμήσεις, μεταξύ τους πολλά ομοφυλόφυλα, παντρευόντουσαν χωρίς κανείς να τους βάζει κάποιο εμπόδιο.
Με μια προϋπόθεση: να μην το δείχνουν, να μη χαίρονται μπροστά στους άλλους. Να μη το γνωρίζουν οι «γείτονες» και η κοινωνία. Εκτός από ορισμένους «έκφυλους», που προκαλούσαν τους γύρω τους, συνήθως επειδή οι γύρω τους ήσαν πιο αδύναμοι.
Τα όρια μεταξύ ατομικού δικαιώματος, υποχρέωσης για την αποκατάσταση της «τιμής» της γυναικός και την εξασφάλιση κληρονομικών/ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων ήσαν κατά κανόνα δυσδιάκριτα.
Αυτό όμως το σημαντικό σε αυτό που ενέκρινε χθες η Βουλή δεν ήταν τόσο η απόδοση ενός αυταρχικά αποστερημένου δικαιώματος από ορισμένους συμπολίτες.
Ήταν η αίρεση ενός θεμελιώδους, ιστορικά εμπεδωμένου, λαογραφικά καθιερωμένου, ηθογραφικά γλαφυρού, συναισθηματικά απαραίτητου εμποδίου προς ορισμένους.
Με άλλα λόγια, οι πολλοί, αυθαιρέτως, απέκλειαν κάποιους άλλους, που ήσαν ολιγότεροι από την άσκηση ενός ήδη κατοχυρωμένου κοινωνικού δικαιώματος.
Η Βουλή έπραξε λαμπρά. Όφειλε να άρει το εμπόδιο. Δεν έχουμε, οι πολλοί, να βάζουν εμπόδια, να θέτουν σε περιορισμό όσους ομολογούν την όποια ιδιαιτερότητά τους.
Ο αποκλεισμός από την άσκηση ενός κοινοπρακτικού δικαιώματος ήταν ρατσιστικός.
Δηλητηρίαζε την κοινωνία, καταστρατηγούσε την αρχή των ίσων δικαιωμάτων, εμπόδιζε την πλήρη επικράτηση της ιδέας της οικογένειας προς όσους αισθάνονται καλύτερα μέσα της.
Τόσο απλά, όσο να πιεις ένα ποτήρι νερό.
Σε τελευταία ανάλυση, ήταν μια ωραία κοινοβουλευτική συζήτηση. Επιτέλους μια συζήτηση στην οποία δεν γνωρίζαμε εκ των προτέρων που θα το πάει ο βουλευτής, απλώς επειδή γνωρίζουμε την παραταξιακή του τοποθέτηση.
Οι βουλευτές δεν ήσαν δεδομένοι εξ΄αρχής.
Ακούστηκαν επιχειρήματα. Υπέρ της εισήγησης Μητσοτάκη και κατά αυτής. Και στο τέλος, δια της δημοκρατικής ψηφοφορίας υπήρξε σύνθεση.
Νορμάλ πράγματα, όπως συμβαίνουν κάθε τόσο σε άλλα κράτη, σε πιο ώριμες και δοκιμασμένες κοινοβουλευτικές δημοκρατίες.
Καιρός ήταν να ισχύσει η κοινή δημοκρατική λογική, συμπεριληπτική και εκτατική, και στα καθ’ υμάς.
Συγχαρητήρια στους 176 βουλευτές που ενέκριναν. Συγχαρητήρια και σε όσους συμμετείχαν δημιουργικά, με τις αντιρρήσεις τους. Η σύνθεση κέρδισε την αντίθεση.