Οριστικό; Μακάρι! Αλλά με ετήσια αύξηση των τιμών καταναλωτή στο 1,6% δεν μπορούμε να μιλάμε για πληθωρισμό. Ειδικά όταν πέρυσι τον Σεπτέμβριο οι τιμές έτρεχαν με 12% σε ετήσια βάση, ενώ το 2021, όταν ελάχιστοι ανησυχούσαμε για τις πιέσεις στις τιμές, έτρεχαν με 2,3%. Πλην όμως ο πληθωρισμός, μετά από 20 μήνες, δεν νικήθηκε. Ακόμη κι αν η χαμηλή πτήση συνεχιστεί τους επόμενους μήνες -και αυτό θα συμβεί, αν δεν μεσολαβήσει κάποιο νέο τρελλό επεισόδιο, π.χ. λόγω μεσανατολικού- θα μείνουμε με την ακρίβεια που φαίνεται να έχει εμπεδωθεί στο σύνολο, πρακτικά, της αγοράς.
Εξάλλου, μια προσεκτική ανάγνωση των στατιστικών στοιχείων, δείχνει ότι δεν έχουμε ξεμπερδέψει με τις πληθωριστικές πιέσεις, όπως ορθώς το επισημαίνει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Για παράδειγμα, το εξαιρετικά καλό «1,6%» προκύπτει από δύο αντίρροπες δυνάμεις. Αν αφαιρέσουμε τις ομάδες τιμών που εμφανίζουν μείωση (στέγαση, ενεργειακό κόστος και επικοινωνίες) ο τιμάριθμος όσων αγαθών και υπηρεσιών συνέχισαν την ανηφόρα παραμένει άνω του 4%.
Κι ένας άλλος, πιο σύνθετος δείκτης της ΕΛΣΤΑΤ, που μετρά τον «πυρήνα» του πληθωρισμού, δείχνει το ίδιο. Αν δηλαδή αφαιρέσουμε τα τρόφιμα-ποτά και τα περισσότερα καύσιμα των οποίων οι τιμές θεωρούνται ευμετάβλητες. Ο «πυρήνας» του πληθωρισμού λοιπόν τρέχει με 3,9% ενώ πριν δύο χρόνια ήταν μόλις 0,1% ενώ τον ίδιο μήνα πέρυσι ήταν μόλις λίγο μεγαλύτερος, στο 4,9%. Αρα, δεν ξεμπερδέψαμε με τον πληθωρισμό.
Συμπέρασμα, η ακρίβεια δεν πρόκειται να υποχωρήσει σύντομα, όπως και τις προάλλες σημείωνα. Δικαίως διαμαρτύρονται οι πολλοί, ειδικά όσοι κινούνται στους χαμηλούς ορόφους, αφού γι αυτούς η δαπάνη για τρόφιμα χρειάζεται περισσότερο από το 1/3 των εισοδημάτων τους. Ενώ για τους πιο εύπορους αναλογεί σε κάτι περισσότερο από το 1/10 των εισοδημάτων τους. Προφανώς η μαύρη οικονομία «διορθώνει» τις αναλογίες αυτές και γι αυτό η αδήλωτη και αφορολόγητη εργασία είναι τόσο «απαραίτητη» για τους χαμηλά αμειβόμενους.
Η ακρίβεια των τροφίμων είναι πραγματικά εφιαλτική για το οικογενειακό τραπέζι. Στην κατάταξη της Παγκόσμιας Τράπεζας του περασμένου Ιουλίου (Food-Security-Update-XC-July-27-2023.pdf (worldbank.org)) η χώρα μας είχε μεταξύ των 10 χειρότερων επιδόσεων ως προς τον «πραγματικό πληθωρισμό τροφίμων», που τον μετράνε αφαιρώντας τον γενικό πληθωρισμό από τον ειδικό πληθωρισμό τροφίμων. Καμμία άλλη ευρωπαϊκή χώρα δεν έχει χειρότερη επίδοση. Αυτό είναι αποτέλεσμα μια παράδοξης κατάστασης. Στις περισσότερες ευρωπαϊκές και άλλες αναπτυγμένες χώρες, ο γενικός πληθωρισμός είναι υψηλότερος από τον αντίστοιχο ελληνικό. Ο πληθωρισμός τροφίμων όμως είναι σχεδόν παρόμοιος με τον δικό μας. Με αποτέλεσμα να προκύπτει, από την αφαίρεση, ένα χειρότερο αποτέλεσμα για την Ελλάδα.
Η κατάσταση όμως δείχνει να αλλάζει. Το ελληνικό νοικοκυριό φαίνεται να εφαρμόζει με σχολαστικό τρόπο τους κανόνες της νομισματικής λιτότητας, αντιδρά δηλαδή πιο αποτελεσματικά στα σήματα που εκπέμπει η κεντρική τράπεζα, η οποία έχει την ευθύνη για τη σταθερότητα του ευρώ, δηλαδή για την προστασία της αγοραστικής δύναμης του νομίσματος. Είμαστε όμως «καλοί μαθητές» της νομισματικής λιτότητας, εξ ανάγκης προφανώς κι όχι επειδή κατανοούμε τους μάλλον πολύπλοκους δρόμους της νομισματικής λιτότητας. Για να το κάνω πιο απλό, τα νοικοκυριά κόβουν και ξανακόβουν τις αγορές τους.
Σύμφωνα με τα πρόσφατα στατιστικά στοιχεία, που ανάγνωσε και το Ινστιτούτο Ερευνών Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών (ΙΕΛΚΑ), η ονομαστική κατά κεφαλή δαπάνη για «είδη παντοπωλείου» μειώθηκε κατά 20% σε 7.500 ευρώ ετησίως. Λιγότερο στην περίπτωση των τροφίμων (-2,3%), αφού εκεί είναι η μεγάλη δυσκολία. Μειώσαμε ειδικά τις αγορές μοσχαρίσιου (-18%) και αρνίσιου (-40%) κρέατος, γάλατος (-30%) αλλά τις αυξήσαμε, μάλλον υποχρεωτικά, στα πουλερικά (+14%), στα ψωμιά (+12%) και ζυμαρικά (+18%).
Το στοίχημα είναι μεγάλο και ζωνανό για την κυβέρνηση και πέφτει βαρύ στις πλάτες του Κώστα Σκρέκα, υπουργού Ανάπτυξης. Ο οποίος πάντως το «παλεύει» με κάθε όπλο που έχει στη διάθεσή του. Ενισχύει τα εργαλεία παρακολούθησης και παρέμβασης, ώστε να γνωρίζει καλύτερα που και από ποιους εκδηλώνονται κερδοσκοπικές συμπεριφορές και είναι αποφασισμένος να …πάρει κεφάλια.
Η βοήθεια που του έχουν υποσχεθεί οι οργανωμένες επιχειρήσεις στον κλάδο των τροφίμων και η δέσμευση συνέπειας και προβολής από τα σούπερ μάρκετ για «μόνιμη μείωση τιμής» κατά 5% σε 59 συγκεκριμένα προϊόντα είναι βέβαιο ότι θα πιάσει τόπο. Μένει να κερδηθεί το κρισιμότερο στοίχημα: η αλλαγή ψυχολογίας της αγοράς. Θα βοηθούσε πολύ αν τηλεοράσεις, «ενώσεις» καταναλωτών και άλλα «ρεπορτάζ» σταματούσαν να πανικοβάλουν τους καταναλωτές προς όφελος της …αισχροκέρδειας.