Επιμένω, αν και έχει καταντήσει κουραστικό, ότι τα στοιχεία «μιλάνε» άλλη γλώσσα από αυτήν που έχουν επιλέξει να χρησιμοποιούν οι αρχηγοί των αντιπολιτεύσεων.
Τελευταίο παράδειγμα ο Ανδρουλάκης του ΠΑΣΟΚ, που είπε και πάλι εχθές, από το Αγρίνιο: «Έχουμε τη μεγαλύτερη ακρίβεια στην Ευρώπη. Κατάφερε ο κ. Μητσοτάκης να δώσει στην Ελλάδα το «πανευρωπαϊκό πρωτάθλημα» ακρίβειας, καθώς τον Μάρτιο ο ρυθμός αύξησης του πληθωρισμού τροφίμων ήταν υπερτετραπλάσιος σε σχέση με τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης».
Ο πρόεδρος Νίκος μπερδεύει, επίτηδες, τον ρυθμό αύξησης ενός μηνός, με το επίπεδο της ακρίβειας, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί στη διάρκεια των τελευταίων 30 μηνών.
Δεν υπάρχει προφανώς καμία αμφιβολία ότι ο πληθωρισμός στα τρόφιμα έχει οδηγήσει σε σοβαρότατη, για το νοικοκυριό, ακρίβεια.
Συγκεκριμένα, μετά μια σχεδόν δεκαετία σταθερών τιμών, από τα μέσα του 2022 και μετά, οι τιμές στα τρόφιμα άρχισαν να αυξάνονται χωρίς σταματημό.
Από την πίεση αυτή δημιουργήθηκε ένα νέο επίπεδο τιμών. Αυτό είναι που αποκαλούμε «ακρίβεια».
Το νέο επίπεδο μπορεί να είναι διαφορετικό σε κάθε χώρα, αλλά σε όλες τις χώρες ήταν πολύ υψηλότερο εκείνου που είχαμε μέχρι και το τέλος της πανδημίας.
Ο μόνος τρόπος για να κατανοήσουμε ορθολογικά το θέμα είναι να κοιτάμε τον δείκτη και όχι την ποσοστιαία μεταβολή. Ειδικά όταν πρόκειται για σύγκριση μεταξύ περιόδων, συνήθως δηλαδή τον ετήσιο ρυθμό μεταβολής.
Τι δείχνει λοιπόν ο δείκτης;
Δείχνει πως αν ένα προϊόν/υπηρεσία ήταν σε μια τιμή «α» το 2015, τότε αυτή ορίζεται ως ίση με 100 και κάθε μεταβολή ανεβάζει αυτόν τον δείκτη.
Στον πίνακα, που προέρχεται από τις μετρήσεις της Eurostat, την ανεξάρτητη στατιστική υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, έχουμε επιλέξει τρεις ομάδες τιμών.
Οι τιμές «καταναλωτή» αφορούν στην τελική τιμή όλων των προϊόντων και υπηρεσιών.
Οι τιμές «παραγωγού» είναι εκείνες που διαμορφώνονται στην παραγωγή, πριν μετακινηθούν στο ράφι, δηλαδή στον καταναλωτή.
Οι τιμές «εισαγωγών» αφορούν στις τιμές των προϊόντων που έρχονται από το εξωτερικό, διαμορφώνονται δηλαδή έξω από την Ελλάδα.
Εδώ λοιπόν μπορείτε να διαβάσετε τα στοιχεία στον Πίνακα με τις μετρήσεις του δείκτη.
Τι μας λέει ο Πίνακας;
Η Ελλάδα παραμένει σε καλύτερη θέση μεταξύ των τεσσάρων κρατών που επέλεξα. Γιατί αυτές και όχι άλλες; Γιατί Ισπανία και Πορτογαλία αναφέρονται συχνότατα στον δημόσιο διάλογο, κυρίως επειδή μείωσαν, δοκιμαστικά και για ένα διάστημα, τον ΦΠΑ στα περισσότερα τρόφιμα.
Προσέθεσα τη Γαλλία, ένα μεγάλο κράτος με σπουδαία αγροτοδιατροφική βιομηχανία, που έχει χαμηλό ΦΠΑ στα τρόφιμα τα οποία είναι το πλέον πολιτικά ευαίσθητο προϊόν στη συγκεκριμένη χώρα.
Τέλος, μπορείτε να δείτε και τι συμβαίνει στα 20 κράτη της Ευρωζώνης στις κατηγορίες για τις οποίες έχει μετρηθεί ο σχετικός δείκτης.
Επειδή όμως έχουμε συνηθίσει στα ποσοστά, εύκολα μπορείτε να τα έχετε κι αυτά, συγκρίνοντας τα δύο νούμερα του δείκτη. Κι επειδή το 2015 είναι η βάση, άρα το 100, προκύπτει ότι από τότε μέχρι τον σημειωνόμενο μήνα, οι ποσοστιαίες αυξήσεις στις τιμές των τροφίμων ήταν για την Ελλάδα 32,4% για τον τελικό καταναλωτή, 18,5% στο επίπεδο του παραγωγού και 40,3% για τα εισαγόμενα τρόφιμα.
Αναδεικνύεται ότι οι εγχώριοι παραγωγοί (αγρότες και βιομηχανίες), που υπέστησαν σημαντικές αυξήσεις στην ενέργεια, στα λιπάσματα, στις αγροτικές πρώτες ύλες και στις τροφές του ζωικού κεφαλαίου, συγκράτησαν σε εντυπωσιακό βαθμό τις τιμές τους.
Αντιθέτως, οι έμποροι που φέρνουν τα εισαγόμενα ενσωμάτωσαν με το παραπάνω τις διεθνείς αυξήσεις και, κατά τη γνώμη μου, ευθύνονται κατά κύριο λόγο για αυτό που ονομάσαμε «πληθωρισμός απληστίας».
Οι τελικές τιμές για τον καταναλωτή αυξήθηκαν, προφανώς, «κάπου στη μέση».
Η ακρίβεια στα τρόφιμα δείχνει ότι οι τιμές, μετά την επέλαση του πληθωρισμού, είναι κατά 1/3 ακριβότερες εκείνων που είχαμε προτού ξεκινήσει η πληθωριστική διαδικασία.
Είναι λοιπόν ο πληθωρισμός εισαγόμενος;
Προφανώς και είναι! Οι νέες, υψηλότερες, τιμές, οφείλονται στην αύξηση κόστους όλων των συντελεστών της παραγωγής
Είναι όμως και εγχώριος.
Γιατί οι πληθωριστικές πιέσεις ενσωματώνονται στις εσωτερικές διαδικασίες παραγωγής, εμπορίας και διανομής των αγαθών που φθάνουν στον καταναλωτή.
Επιπλέον, η ανοδική προσαρμογή των μισθών, απαραίτητη για να αντιμετωπισθεί η ακρίβεια, συμβάλλει πλέον στη διαμόρφωση της ακρίβειας.
Αυτά και ελπίζω να μην χρειαστεί να επανέλθω σε κάτι τόσο καλά μετρημένο.
Το πρόβλημα της ακρίβειας είναι από μόνο του σημαντικό. Δεν βοηθά σε τίποτε να μην είμαστε ακριβείς στα νούμερα. Εκτός βεβαίως όσοι θέλουν να λαϊκίσουν υπέρμετρα. Ας σκεφτούν όμως πως κάνοντας αυτό που «τους συμφέρει πολιτικά», ντοπάρουν την πληθωριστική ψυχολογία και διευκολύνουν, τελικά, τους κερδοσκόπους που πάντοτε υπάρχουν και θα υπάρχουν στην αγορά.