Ξαφνικά, ο χρόνος λιγόστεψε

Οι κοινωνίες μας λατρεύουν το «νέο». Ίσως επειδή, μαζί με όλη τη Δύση, οι σημερινοί άνθρωποι, εμείς δηλαδή, καταλαμβάνονται από ρίγη τρόμου όταν τίποτε δεν αλλάζει. Προς το καλύτερο, εννοείται. Κανείς δεν θέλει το …χειρότερο.

Επειδή όμως με τη συγκεκριμένη διάκριση είναι δύσκολο να πετύχεις συμφωνία όλων, καταλήγουμε να ευχόμαστε απλώς «να αλλάξει κάτι». Να γίνουμε επιτέλους «σοβαρό κράτος». Αναρωτιόμαστε με απλοϊκή αγαθότητα «μα γιατί τα καταφέρνουν οι άλλοι κι όχι εμείς». Θυμηθείτε τη λατρεία της παπανδρεϊκής ‘Αλλαγής’, το βάρος του σημιτικού ‘Εκσυγχρονισμού’. Το γόητρο της νέο-καραμανλικής ‘Επανίδρυσης’. Δεν ξεχνούμε το τραγικό «Σχίσιμο των Μνημονίων». Αλλά και τη ‘Μεταρρύθμιση’ που περιμένουμε από τη σημερινή πολιτική πλειοψηφία.

Βεβαίως, αν ρωτήσεις τους πολίτες των άλλων κρατών, αυτών που εμείς θαυμάζουμε, χωρίς πάντα να γνωρίζουμε σε βάθος τι πραγματικά συμβαίνει σε αυτά, πλην ίσως μιας τουριστικής επισκέψεως, έχουν, κατά κανόνα, κι αυτοί το ίδιο παράπονο με τους πολιτικούς τους. Δεν βγάζεις άκρη…

Είναι όμως αλήθεια ότι στη δική μας περίπτωση οι περισσότερες αλλαγές που πρέπει να γίνουν είναι αυτονόητες. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό τους είναι ότι οι νεωτερισμοί, οι αλλαγές που επιζητεί ο Έλληνας, η Ελληνίδα και το …Ελληνάκι, είναι σε δύο επίπεδα: και στα δύσκολα και στα αυτονόητα. Και στα διαρθρωτικά και στην καθημερινότητα.

Δεν έχουμε άδικο. Χρειαζόμαστε και τα δύο. Το να αποφασίζει η Δικαιοσύνη σε χρόνο συμβατό με το αίσθημα δικαιοσύνης των πολιτών είναι το καλύτερο παράδειγμα της σύμπτωσης μεταξύ των δύσκολων και των αυτονόητων. Αλλά και το να μπορείς να περπατάς στη γειτονιά σου και να οδηγείς στους δρόμους της πατρίδας παραμένει ζητούμενο συχνά, σήμερα ακόμη. Όπως δύσκολο είναι και η εξεύρεση εργασίας που σε ικανοποιεί ψυχικά και χρηματικά. Το ίδιο και με την καλά οργανωμένη φροντίδα υγείας. Και, βεβαίως, μια κάποια βεβαιότητα προσωπικής ασφάλειας στην καθημερινή οικογενειακή ζωή. Μπορείτε να συνεχίσετε τον κατάλογο.

Ο λόγος που αραδιάζω τα αυτονόητα είναι ότι από τις βαθμίδες της Εξουσίας ζητούμε αυτό ακριβώς: το αυτονόητο. Ο Δήμαρχος πρέπει να φροντίζει τη γειτονιά. Ο Κυβερνήτης τη χώρα. Αν υποψιαστούμε ότι υπάρχει περίπτωση κάποιος άλλος κι όχι ο σημερινός, δήμαρχος ή κυβερνήτης, μπορεί να το κάνει καλύτερα, λέμε τώρα, δεν το 'χουμε σε τίποτε να τον δοκιμάσουμε. Και βλέπουμε μετά. Αν δεν κάνει, ξαναλλάζουμε. Δημοκρατία έχουμε…

Οι εκλογικές στιγμές θυμίζουν πόσο εύκολα όλα αυτά μπορούν να αλλάξουν από τη μια στιγμή στην επόμενη. Σε τελευταία ανάλυση, δεν χρειάζεται να συμφωνήσουμε όλοι. Αρκεί μια πλειοψηφία. Όποια καθίσει. Δύο όμως είναι οι πλέον πιθανές. Οι «πλειοψηφίες» που φτιάχνονται από παράταιρα μεταξύ τους στοιχεία δυσαρέσκειας, από συμπτώσεις συμφέροντος, από αρνήσεις προσαρμογής. Πρόκειται κατά κανόνα για εφήμερες και συχνά επικίνδυνες «συνεργασίες». Υπάρχουν όμως και άλλες πλειοψηφίες, που εδράζονται σε ώριμες σκέψεις, στο αίσθημα αυτοσυντήρησης, στη διάθεση μιας πραγματικής βελτίωσης.

Η σημερινή πολιτική πλειοψηφία βρίσκεται μετά τους δύο γύρους των αυτοδιοικητικών μπροστά στο δίλημμα να προσδιορίσει ξανά τι είδους ‘Πλειοψηφία’ θέλει να γίνει. Με τη σιγουριά που προσφέρουν οι εκλογές του καλοκαιριού, η επανεξέταση των ισορροπιών επιβάλλεται. Έστω με χρονο-καθυστέρηση, ο Κυριάκος Μητσοτάκης καλείται να πείσει αν είναι πραγματικός ρεφορμιστής για τα δύσκολα και όχι μόνον ένας έξυπνος κι ευρηματικός διαχειριστής. Εχει λιγότερο χρόνο από όσο πίστευε, μέχρι προχθές, ότι διαθέτει.