Ο οίκος αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας Fitch αναβάθμισε τις προοπτικές της Ελλάδας σε «θετικές» από «σταθερές», διατηρώντας την βαθμολόγηση «ΒΒ» την Παρασκευή, επισημαίνοντας ότι η δυναμική της ανάπτυξης της οικονομίας και η συρρίκνωση του δημοσιονομικού ελλείμματος θα οδηγήσουν σε ταχύτερη του αναμενόμενου μείωση του δημοσίου χρέους σε ένα περιβάλλον χαμηλού κόστους δανεισμού.
Όπως αναφέρει ο οίκος, οι ελληνικές τράπεζες έχουν σημειώσει ουσιαστική πρόοδο στη βελτίωση της ποιότητας του ενεργητικού τους, μειώνοντας το επίπεδο των μη εξυπηρετούμενων δανείων που τις διευκολύνει στο να χρηματοδοτήσουν την πραγματική οικονομία. Η οικονομική δραστηριότητα στην Ελλάδα ανέκαμψε με ταχύτερο ρυθμό από ότι περίμενε ο οίκος στην προηγούμενη αξιολόγηση του στις 16 Ιουλίου.
Οι αναλυτές εκτιμούν ότι πέρυσι ο ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης έφτασε το 8,3%, υπερβαίνοντας την πρόβλεψη 4,3% του Ιουλίου. Ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ τα πρώτα τρία τρίμηνα του 2021 σε ετήσια βάση ήταν 9,5% και το επίπεδο του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος στο τρίτο τρίμηνο του 2021 εκτιμάται περίπου 1% πάνω από το επίπεδο του το τέταρτο τρίμηνο του 2019, πριν το ξέσπασμα της πανδημίας.
«Εκτιμούμε ότι η ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας θα συνεχιστεί το 2022 καθώς θα αυξηθεί η ενεργοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης NGEU και η οικονομία θα αναπτυχθεί με ρυθμό 4,1% και η πρόβλεψη μας είναι παρόμοια για το 2023. Οι επιχορηγήσεις που αναλογούν στην Ελλάδα ανέρχονται στα 18 δισ. ευρώ (σχεδόν στο 10% του ονομαστικού ΑΕΠ του 2019) και θα διατεθούν μέσα σε μια εξαετία. Η πανδημία είναι βραχυπρόθεσμος κίνδυνος για την οικονομική δραστηριότητα κατά την άποψη μας. Τα κρούσματα COVID-19 στην Ελλάδα αυξήθηκαν σημαντικά το φθινόπωρο και με ταχύ ρυθμό πρόσφατα με την εξάπλωση της μετάλλαξης Όμικρον. Η κυβέρνηση αποφάσισε περιοριστικά μέτρα που μπορούν να έχουν επίπτωση στην οικονομική δραστηριότητα» αναφέρουν χαρακτηριστικά οι αναλυτές.
Σύμφωνα με την Fitch, ο συνδυασμός υψηλότερης της αναμενόμενης ανάπτυξης και μείωσης του δημοσιονομικού ελλείμματος λόγω των περικοπών στα μέτρα στήριξης για να αντιμετωπιστούν οι επιπτώσεις της πανδημίας θα βοηθήσει στην μείωση του δημοσίου χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ.
Ο οίκος εκτιμά ότι ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ μειώθηκε στο 198,4% πέρυσι από 206,3% το 2020 και προβλέπει περαιτέρω βελτίωση στο 190,3% φέτος και στο 185,3% στο τέλος του 2023.
Η Ελλάδα θα αποπληρώσει τα δάνεια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου το 2022 και τις δόσεις 2022/2023 του πρώτου δανειακού πακέτου που συμφωνήθηκε το 2010.
Οι αποπληρωμές αυτές θα ανέλθουν στα 7,2 δισ. ευρώ (γύρω στο 3,8% του προβλεπόμενου ΑΕΠ) και το ήμισυ του ποσού αυτού θα χρηματοδοτηθεί από τα ρευστά διαθέσιμα της χώρας. Επίσης, η νομισματική πολιτική της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας στηρίζει τις χρηματοδοτικές συνθήκες, αναφέρει ο οίκος.
Η συμμετοχή των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ΡΕΡΡ της ΕΚΤ της παρείχε σημαντική χρηματοδοτική ευελιξία και συγκράτησε τις αποδόσεις των ομολόγων σε χαμηλά επίπεδα.
Έως το τέλος Νοεμβρίου η ΕΚΤ είχε αγοράσει 34,9 δις ευρώ ελληνικών ομολόγων ( 19,4% του ΑΕΠ του 2021). Τον Δεκέμβριο η ΕΚΤ ανακοίνωσε οτι το ΡΕΡΡ θα τερματιστεί στο τέλος Μαρτίου αλλά η περίοδος επανεπένδυσης των εσόδων από τα ομόλογα που λήγουν θα επεκταθεί έως το τέλος του 2024. Οι επανεπενδύσεις του ΡΕΡΡ θα μπορούν να προσαρμοστούν σε περιόδους στρες στις αγορές και οι αγορές ελληνικών ομολόγων μπορούν να υπερβούν τα ποσά των λήξεων.
«Παρά την δυνατή ανάκαμψη της οικονομίας, εκτιμούμε ότι το δημοσιονομικό έλλειμμα μειώθηκε λίγο στο 9,7% του ΑΕΠ από 10,1% το 2020. Η επιμονή του υψηλού ελλείμματος εξηγείται από τα μέτρα στήριξης του ιδιωτικού τομέα κατά τη διάρκεια της πανδημίας (15,6 δις η 8,7% του ΑΕΠ του 2021). Η συνεχιζόμενη ανάκαμψη της οικονομίας και η σταδιακή απόσυρση των μέτρων στήριξης θα φέρει σημαντική μείωση στο δημοσιονομικό έλλειμμα στο 4,1% του ΑΕΠ. Εκτιμούμε περαιτέρω συρρίκνωση του ελλείμματος στο 2,9% του ΑΕΠ το 2023» επισημαίνει η έκθεση της Fitch.
Οι κύριοι παράγοντες που μπορούν να οδηγήσουν σε αναβάθμιση της βαθμολογίας της Ελλάδας είναι τα δημοσιονομικά και συγκεκριμένα η πεποίθηση ότι ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ θα ακολουθήσει πτωτική πορεία λόγω των χαμηλότερων δημοσιονομικών ελλειμμάτων, της δυνατής οικονομικής ανάπτυξης και του χαμηλού κόστους δανεισμού. Επίσης η περαιτέρω βελτίωση στην ποιότητα ενεργητικού των συστημικών τραπεζών που θα στηριχτεί στην επιτυχή ολοκλήρωση των τιτλοποιήσεων κόκκινων δανείων και θα οδηγήσει σε μείωση των προβλέψεων για επισφάλειες.
Στα μακροοικονομικά, ρόλο θα παίξει η ανάπτυξη μεσοπρόθεσμα και η επίδοση της οικονομίας μετά το σοκ της πανδημίας και συγκεκριμένα αν θα ενισχυθεί από το Ταμείο Ανάκαμψης και άλλες δομικές μεταρρυθμίσεις.