Το πλαγιοκαθοδικό κανάλι των αγορών μας υπενθύμισε την Παρασκευή ότι είναι σε πλήρη εξέλιξη, ενώ την ίδια στιγμή η κλίση του έγινε λίγο πιο απότομη.
Οι πιο πολλοί έριξαν την ευθύνη για το sell off στις μετοχές και στα ομόλογα στα στοιχεία του πληθωρισμού των ΉΠΑ και σε όσα είπε επικεφαλής της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, ή καλύτερα σε όσα ...δεν είπε.
Όσον αφορά τον πληθωρισμό των ΗΠΑ, η αλήθεια είναι ότι απογοήτευσε τους αναλυτές, η διάμεσος των οποίων περίμενε να αυξηθεί κατά 0,7% τον Μάιο σε σχέση με τον προηγούμενο μήνα και όχι κατά 1%.
Σε ετήσια βάση τα νούμερα «πονάνε», καθώς ο δείκτης τιμών καταναλωτή αυξήθηκε κατά 8,6%. Πρόκειται για τον υψηλότερο πληθωρισμό από το 1981.
Τουλάχιστον είχαμε μια οριακή επιβράδυνση στον δομικό δείκτη-δεν περιλαμβάνει την ενέργεια και τα τρόφιμα- ο οποίος αυξήθηκε κατά 0,6% από μήνα σε μήνα και 6% από ένα χρόνο νωρίτερα, επιβραδύνοντας ελαφρώς από το 6,2% του προηγούμενου μήνα. (σ.σ:Υπόψιν ότι ο δομικός πληθωρισμός στην Ευρωζώνη είναι πολύ χαμηλότερα, πέριξ του 3,8%).
Οι διεθνείς αγορές όμως υποχωρούσαν αρκετές ώρες πριν την ανακοίνωση των στοιχείων για τον πληθωρισμό των ΗΠΑ, με τον χορό της πτώσης να σέρνουν οι ευρωπαϊκές αγορές. Αρκεί να αναφέρουμε ότι ο γερμανικός δείκτης Dax έκλεισε με απώλειες 3% και απώλειες 6% από το κλείσιμο της Δευτέρας.
Οι περισσότεροι αναλυτές εντοπίζουν τον λόγο στις δηλώσεις της Κριστίν Λαγκάρντ την Πέμπτη, η οποία επιβεβαίωσε την προαναγγελία για αύξηση επιτοκίων κατά 0,25% τον Ιούλιο και άφησε ανοιχτό το παράθυρο για μια αντίστοιχη αύξηση τον Σεπτέμβριο, ανάλογα τη δυναμική του πληθωρισμού. Επίσης ανακοίνωσε τον αναμενόμενο τερματισμό του προγράμματος αγοράς ομολόγων (APP).
Όλες αυτές τις ανακοινώσεις όμως λίγο πολύ τις περίμενε η αγορά. Γι’αυτόν ακριβώς το λόγο οι αναλυτές εστιάζουν την πηγή του sell off στο γεγονός ότι δεν επιβεβαιώθηκε το ρεπορτάζ των FT σύμφωνα με το οποίο υπήρχαν πιθανότητες για μια ισχυρή δήλωση σχετικά με την πρόθεση για τη δημιουργία ενός νέου εργαλείου για τη στήριξη της αγοράς των ομολόγων των υπερχρεωμένων χωρών.
Το γεγονός ότι η διατύπωση των δηλώσεων παρέμεινε σχεδόν αμετάβλητη, με δεσμεύσεις βέβαια για ευελιξία ανάλογη των συνθηκών, απογοήτευσε τις αγορές και πάνω από όλα τις αγορές των ομολόγων.
Είναι όμως έτσι;
Ας μην συγχέουμε την αφορμή με την αιτία
Μετά τη δήλωση νομισματικής πολιτικής από την Κριστίν Λαγκάρντ η απόδοση του 10ετούς ιταλικού ομολόγου σκαρφάλωσε πάνω από το 3,80% σημειώνοντας το υψηλότερο επίπεδό από το 2018, ενώ βρίσκεται μια ανάσα πλέον από το υψηλό του 2014 πέριξ του 3,972%.
Τo spread δε του ιταλικού δεκαετούς- η απόκλιση της απόδοσης από εκείνη του αντίστοιχου γερμανικού, το λεγόμενο risk premium- έχει αυξηθεί πλέον στις 234 μονάδες βάσης καταγράφοντας νέο υψηλό διετίας από τον Μάιο του 2020.
Είναι γεγονός ότι καθώς εμφανίζονται περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με τις προθέσεις της ΕΚΤ, τα spreads της ευρωπεριφέρειας διευρύνονται επιθετικά υπογραμμίζοντας τη νευρικότητα της αγοράς μπροστά στην επικείμενη σύσφιξη.
Οι αγορές στην ουσία τιμολογούν ήδη την αύξηση των επιτοκίων της ΕΚΤ κατά 75 μονάδες βάσης έως τον Σεπτέμβριο-η ΕΚΤ άφησε ανοιχτό το περιθώριο μεγαλύτερης αύξησης αν χρειαστεί- ενώ έχουν αυξηθεί τα στοιχήματα για τα τελικά επίπεδα που θα φτάσουν τα ευρωπαϊκά επιτόκια στον τρέχοντα κύκλο αυξήσεων, τοποθετώντας το βασικό επιτόκιο της ΕΚΤ στο 2,1% τον Φεβρουάριο του 2024 από το 1,8% που επικρατούσε πριν τις προχτεσινές ανακοινώσεις.
Εν ολίγοις, η αγορά ήδη κάνει τη «μισή δουλειά» της ΕΚΤ, μεταφέροντας τις προσδοκίες για τα επιτόκια στο ταμπλό και αυξάνοντας ήδη το κόστος χρήματος, με σκοπό να τιθασεύσει το κομμάτι εκείνο του πληθωρισμού που προέρχεται από τη ζήτηση.
Αυτός είναι άλλωστε και ο λόγος που η Κριστίν Λαγκάρντ έχει υιοθετήσει αυτό το νέο μοτίβο επικοινωνίας, προαναγγέλοντας στην ουσία τις επικείμενες αποφάσεις της ΕΚΤ προκειμένου να προετοιμάζει τις αγορές και να «λειαίνει» το έδαφος.
Ας μη ξεχνάμε ότι οι δηλώσεις της Πέμπτης είχαν στην ουσία προαναγγελθεί στα τέλη Μαΐου, όταν η Κριστίν Λαγκάντ, σε ανάρτησή της στο blog της ΕΚΤ μίλησε για το τέλος του προγράμματος αγοράς ομολόγων στις αρχές Ιουλίου και την πρώτη αύξηση επιτοκίων τον Ιούλιο.
Βέβαια το ερώτημα που προκύπτει μετά από όλα αυτά είναι το εξής: Εφόσον η αγορά περίμενε λίγο πολύ τις ανακοινώσεις αυτές, γιατί αντέδρασε τόσο υπερβολικά;
Όπως αναφέραμε και στην αρχή, πολλοί αποδίδουν το sell off στο γεγονός ότι δεν ανακοινώθηκε επίσημα η δημιουργία ενός νέου προγράμματος αγοράς ομολόγων με στόχο να επανέλθει υπό έλεγχο το κόστος δανεισμού για κάποιες ευάλωτες χώρες σε περίπτωση που ξεφύγει. (σ.σ: Περισσότερα μπορείτε να διαβάσετε εδώ).
Διαφωνούμε κάθετα με αυτή την άποψη. Το ρεπορτάζ των FT μπορεί να μην επιβεβαιώθηκε επισήμως,όμως αυτό δε σημαίνει ότι διαψεύστηκε.
Τι εννοούμε; Το γεγονός ότι η επικεφαλής της ΕΚΤ δεν έκανε κάποια επίσημη ανακοίνωση δε σημαίνει ότι ένα νέο πρόγραμμα δεν είναι στο τραπέζι. Το αντίθετο μάλιστα.
Βλέπετε, δεν θα είχε νόημα κάποια επίσημη ανακοίνωση αυτή τη στιγμή. Αντίθετα, μπορεί να « καιγόταν» ένα πολύ δυνατό χαρτί της ΕΚΤ.
Καταρχάς, όπως σημειώσαμε και τη Τρίτη, ακόμα και χωρίς αυτό το νέο πρόγραμμα, η ΕΚΤ στο πλαίσιο του υφιστάμενου προγράμματος αγοράς ομολόγων έχει ήδη επιπλέον 200 δισεκατομμύρια ευρώ να δαπανήσει για την αγορά χρέους που υφίσταται πίεση. Αυτά τα 200 δισ. ευρώ προέρχονται από την επίσπευση επανεπενδύσεων περιουσιακών στοιχείων που λήγουν έως και σε ένα έτος και είναι τα πρώτα που θα επιστρατευτούν αν τα spreads της περιφέρειας ξεφύγουν του ελέγχου.
Επομένως θα μπορούσαμε άνετα να ενστερνιστούμε την άποψη ότι ο λόγος που δεν ανακοινώθηκε ένα νέο εργαλείο στήριξης της ευρωπεριφέρειας είναι το γεγονός ότι σε πρώτο χρόνο δεν χρειάζεται.
Στις δηλώσεις της η Κριστίν Λαγκάρντ ήταν ξεκάθαρη:
-To πρόγραμμα αγοράς ομολόγων PEPP δεν σταματά να επαναγοράζει ομόλογα που λήγουν, ενισχύοντας οικονομίες με υψηλό δημόσιο χρέος, έως το 2024.
-Θα υπάρξουν σταδιακές προσαρμογές και μέγιστη ευελιξία.Τουτέστιν είναι ανοικτό το ενδεχόμενο να ξεκινήσει πάλι το PEPP νέες καθαρές αγορές ομολόγων, αν διαπιστωθούν προβλήματα που θα θέσουν σε κίνδυνο τη χρηματοδότηση κρατών και επιχειρήσεων.
Σε απλά ελληνικά, αν κάποιες εκδόσεις αντιμετωπίσουν πρόβλημα στις αγορές, η ΕΚΤ θα συνεχίσει να αγοράζει αυτά τα ομόλογα πέρα από το όριο της επανεπένδυσης τους στους τίτλους που λήγουν.
Mήπως αυτό είναι ένα σαφές παράθυρο για τη χρήση του νέου εργαλείου για το οποίο μίλησαν οι FT το Σάββατο;
Μέσα από αυτό το πρίσμα, κάθε άλλο παρά διαψεύστηκε το ρεπορτάζ των FT. H Κριστίν Λαγκάρντ διευκρίνησε ότι για άλλη μια φορά η ΕΚΤ θα κάνει «ότι χρειάζεται» προκειμένου να εξασφαλισθεί η χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Απλά το έκανε με διακριτικό τρόπο.
Ας μη ξεχνάμε άλλωστε ότι σύμφωνα με την τελευταία απόφαση του γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου το 2020, τα νέα εργαλεία της ΕΚΤ πρέπει να είναι αναλογικά για να είναι νομικά ανθεκτικά.
Η επικεφαλής της ΕΚΤ γνωρίζει περισσότερο από τον καθέναν ότι προκειμένου το νέο εργαλείο στήριξης της ευρωπεριφέρειας να μη βρει απέναντι του το Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας και να είναι πράγματι αποτελεσματικό, θα πρέπει να δημιουργηθεί ως απάντηση σε ένα πρόβλημα και όχι εκ προοιμίου.
Τότε γιατί πέφτουν οι αγορές;
Την απάντηση τη δώσαμε ήδη από την περασμένη Δευτέρα, στο άρθρο «Η διόρθωση είναι θέμα κοινής λογικής».
Εισερχόμαστε σε μια νέα φάση του οικονομικού κύκλου όπου οι ένδοξες μέρες του εύκολου χρήματος και του εξασφαλισμένου αξιόχρεου έχουν περάσει.
Δεδομένου ότι εισερχόμαστε σε αυτή τη φάση του οικονομικού κύκλου μετά από ένα ράλι δεκαετίας που εκτόξευσε σχεδόν αδιάκριτα όλα τα περουσιακά στοιχεία σε υψηλές αποτιμήσεις -κάποιες εκ των οποίων ανήκουν κυριολεκτικά στη στρατόσφαιρα- νομοτελειακά περνάμε σε μια περίοδο ανατιμολόγησης κινδύνου. Αυτό ακριβώς βλέπουμε να διαδραματίζεται στις αγορές όχι μόνο την Παρασκευή, αλλά από την αρχή της χρονιάς.
Όσο πιο υπερτιμημένο είναι ένα στοιχείο ενεργητικού και όσο μεγαλύτερη μόχλευση έχει, τόσο μεγαλύτερες θα είναι και οι πιέσεις. Βλέπετε, η αγορά εταιρικών ομολόγων που είχε εξαιρετικά διευρυνθεί από το 2019 και μετά θα περιοριστεί λόγω του υψηλού κόστους.
Την ιδια στιγμή, οι μικρότερες επιχειρήσεις θα έχουν δυσκολότερη πρόσβαση στον τραπεζικό δανεισμό και τα νοικοκυριά που εξυπηρετούν στεγαστικά ή καταναλωτικά δάνεια θα βρεθούν αντιμέτωπα με αυξημένες δόσεις λόγω των υψηλότερων επιτοκίων και η πίστωση με πλαστικό χρήμα θα γίνει ακριβότερη.
Εκ των πραγμάτων λοιπόν για ένα χρονικό διάστημα η αύξηση των επιτοκίων θα επηρεάσει την κατανάλωση, πράγμα που θα βοηθήσει στον έλεγχο ενός μέρους του πληθωρισμού, αλλά ταυτόχρονα θα ροκανίσει τα κέρδη πολλών ομίλων. Όσο περισσότερες φορές διαπραγματεύονται αυτοί οι όμιλοι τα κέρδη τους στα χρημαστηριακά ταμπλό, τόσο μεγαλύτερη θα είναι και η διόρθωση που θα υποστούν.
Αποποίηση Ευθύνης
Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά, συμβουλή ή προτροπή για την αγορά ή πώληση των αναφερόμενων προϊόντων. Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, ουδεμία διασφάλιση δίνεται ότι είναι πλήρεις ή ακριβείς και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες.