Μπορεί να μην έκανε την έκπληξη ο οίκος Moody’s την περασμένη Παρασκευή, διατηρώντας αμετάβλητη την αξιολόγηση της ελληνικής οικονομίας, όμως οι αγορές δίνουν τη δική τους «αναβάθμιση» στην Ελλάδα και μάλιστα εις διπλούν.
Η πρώτη έρχεται μέσω της μείωσης του spread των ελληνικών ομολόγων έναντι των γερμανικών στο χαμηλότερο επίπεδο από την ημέρα που ξέσπασε η παγκόσμια κρίση του 2008, ενώ η δεύτερη σημειώνεται μέσω της εκ νέου πτώσης της απόδοσης του ελληνικού 10ετούς κάτω από του αντίστοιχου ιταλικού.
Την ώρα που η συζήτηση για την προοπτική σημαντικής αύξησης του πληθωρισμού τους επόμενους μήνες και τις επιπτώσεις μίας τέτοιας εξέλιξης, καλά κρατεί, οι επενδυτές «συντηρούν» τις αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων κάτω από το 1%, με το spread να υποχωρεί στις 106,8 μονάδες βάσης.
Η απόδοση του γερμανικού 10ετούς έφτασε χθες στο -0,119% και του ελληνικού στο 0,949%, ενώ του ιταλικού παρέμεινε οριακά πάνω από το επίπεδο του 1%.
Η μείωση του spread (η διαφορά μεταξύ της απόδοσης του ελληνικού 10ετούς και του αντίστοιχου γερμανικού που θεωρείται δείκτης αναφοράς στην Ευρώπη) αντανακλά τη μείωση του country risk, το «μέγεθος» του κινδύνου δηλαδή που συνδέουν οι επενδυτές με την ελληνική οικονομία. Αυτό φαίνεται και από την εκ νέου πτωτική κίνηση των CDS, των ασφαλίστρων κινδύνου της ελληνικής οικονομίας στις 79,7 μονάδες βάσης, όταν στο τέλος του 2020 βρίσκονταν πάνω από τις 100 μ.β.
Παγκοσμίως παρατηρείται μία τάση ενίσχυσης των αποδόσεων των κρατικών ομολόγων, αρχής γενομένης από τις ΗΠΑ, γιατί οι αγορές βλέπουν να έρχεται πιο κοντά το φως στο βάθος του τούνελ, όσον αφορά το τέλος της πανδημίας και την ανάκαμψη μετά τα χειμερινά lockdown.
Σε συνδυασμό με τα πρωτοφανή επίπεδα ρευστότητας και τα χαλαρά μέτρα νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής, εκτιμάται ότι θα δούμε έκρηξη του πληθωρισμού μέσα στο 2021.
Όμως η άνοδος του κόστους δανεισμού της Ελλάδας είναι μικρότερη από της Γερμανίας και άλλων χωρών που απολάμβαναν αρνητικά επιτόκια από τότε που ξέσπασε η πανδημία και η ΕΚΤ έβαλε μπροστά τα εκτυπωτικά μηχανήματα μέσω του QE Πανδημίας (PEPP).
Το κυνήγι αποδόσεων συνεχίζεται και οι αποδόσεις των ελληνικών τίτλων παραμένουν ελκυστικές σε σύγκριση με την υπόλοιπη Ευρωζώνη, με εξαίρεση την Ιταλία.
Ο βασικός λόγος είναι ότι οι αγορές αρχίζουν να «χωνεύουν» ότι η ελληνική οικονομία θα είναι η πιο ωφελημένη από τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης καθώς το ελληνικό σχέδιο προβλέπει τη χρήση τόσο των επιδοτήσεων όσο και των δανείων, στο μέγιστο βαθμό, που συνολικά είναι κεφάλαια που αντιστοιχούν κοντά στο 20% του ΑΕΠ του 2020.
Η πτώση του spread των ελληνικών τίτλων έναντι των ιταλικών σε αρνητικό έδαφος έρχεται σε μία «ιδιαίτερη» στιγμή, αποδεικνύοντας ότι πραγματικά οι επενδυτές δίνουν ψήφο εμπιστοσύνης στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.
Η Ιταλία δεν είναι το «κακό παιδί» των προηγούμενων ετών αφού με τον Μάριο Ντράγκι στο τιμόνι εκτιμάται ότι θα εξαντληθεί κάθε περιθώριο ανάπτυξης και αξιοποίησης των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης.
Τότε γιατί οι επενδυτές ζητούν μικρότερο επιτόκιο από την Ελλάδα σε σύγκριση με την Ιταλία; Οι διθυραμβικές κριτικές μεγάλων επενδυτικών οίκων για το ελληνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και η προοπτική εκτίναξης μιας οικονομίας που επί πολλά χρόνια βίωσε καταστροφική ύφεση είναι η απάντηση. Η Ελλάδα θεωρείται η χώρα που μπορεί να δει τη μεγαλύτερη ανάπτυξη του ΑΕΠ, σωρευτικά την επόμενη πενταετία και γι’ αυτό οι επενδυτές ποντάρουν σε αυτή.
Ήταν άλλωστε η ίδια η Moody’ s, αυτή που λίγες ημέρες πριν την προγραμματισμένη αξιολόγηση της ελληνικής οικονομίας - που τελικά δεν έγινε – είχε… βροντοφωνάξει με κάθε επισημότητα ότι η βέλτιστη αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης θα δώσει στο ελληνικό ΑΕΠ τη μεγαλύτερη ώθηση, σε σύγκριση με τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης και παράλληλα θα οδηγήσει στη μεγαλύτερη μείωση του χρέους, ως ποσοστό του ΑΕΠ.
Η Goldman Sachs από την πλευρά της σημειώνει σε νέα της έκθεση ότι πέρα από τις βραχυπρόθεσμες επιπτώσεις, το Ταμείο Ανάκαμψης προσφέρει μία σημαντική ευκαιρία στις χώρες του Νότου να σημειώσουν ανάκαμψη και κυρίως στην Ελλάδα που οι πόροι αντιστοιχούν στο 19% του ΑΕΠ, έναντι 12% για Ιταλία και Ισπανία και 8% για την Πορτογαλία.
Επομένως, η Ελλάδα εμφανίζει σήμερα καλύτερες προοπτικές ανάπτυξης για την επόμενη 5ετία – 7ετία από τις χώρες του Νότου, όπως είναι η Ισπανία, η Πορτογαλία και η Ιταλία και ενδεχομένως τις καλύτερες προοπτικές ανάπτυξης στην Ευρώπη. Γι’ αυτό το λόγο αναλυτές εκτιμούν ότι η σύγκλιση των αποδόσεων θα συνεχιστεί και το spread των ελληνικών ομολόγων με τα γερμανικά ενδέχεται να υποχωρήσει έως και τις 70 μονάδες βάσης μέσα στον επόμενο χρόνο.